Η αξιολόγηση στο Δημόσιο είναι επιτακτική, δεν είναι “ξεκαθάρισμα λογαριασμών”

Αφορμή για το άρθρο αυτό στάθηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού σχετικά με την πρόθεσή του να προχωρήσει στην άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, μέσα από την αλλαγή του άρθρου 103 του Συντάγματος κατά την επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Πρόκειται για μια πρόταση που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκαλεί έντονες αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει και μια συζήτηση που, ίσως, έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια.
Οι μόνοι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν λόγο να ανησυχούν για την άρση της μονιμότητας είναι οι κακοί δημόσιοι υπάλληλοι Διότι ασφαλώς υπάρχουν και οι καλοί και αποτελεσματικοί. Οι κακοί και αναποτελεσματικοί είναι εκείνοι που, όταν επισκέπτεσαι μια δημόσια υπηρεσία, τους βλέπεις να κοιτάζουν αδιάφορα έξω από το παράθυρο, να παίζουν με το κινητό ή να μιλούν ατελείωτα στο τηλέφωνο, αδιαφορώντας για την ανάγκη σου για εξυπηρέτηση. Κι εσύ, που στέκεσαι απέναντί τους, δεν ζητάς τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο. Εξυπηρέτηση. Από έναν άνθρωπο που πληρώνεις με τους φόρους σου.
Και εδώ είναι το πρόβλημα: το αντάλλαγμα που λαμβάνεις είναι δυσανάλογο της συνεισφοράς σου. Εσύ, που εργάζεσαι στον ιδιωτικό τομέα, αξιολογείσαι καθημερινά. Αν κάτι δεν πάει καλά, δεν υπάρχει κανένα Σύνταγμα να σε προστατεύσει. Καμία έννοια μονιμότητας δεν υφίσταται για εσένα. Η αγορά είναι σκληρή και ο ανταγωνισμός αμείλικτος. Αν αποτύχεις, απλώς φεύγεις. Όμως στο δημόσιο, εδώ και 114 χρόνια, ισχύει άλλο καθεστώς.
Η μονιμότητα στο Δημόσιο θεσπίστηκε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να θωρακίσει τη δημόσια διοίκηση από το ρουσφέτι και τις πελατειακές σχέσεις. Όμως, με την πάροδο των δεκαετιών, το σύστημα αυτό αλλοιώθηκε. Η προστασία μετατράπηκε σε ασυλία, και η θέση στο Δημόσιο έγινε “δώρο” προς άγραν ψήφων. Ένα εργαλείο ψηφοθηρίας που δημιούργησε έναν μηχανισμό δυσκίνητο, αναποτελεσματικό και τελικά εχθρικό προς τον ίδιο τον πολίτη.
Στην ψηφιακή εποχή, δεν γίνεται να διατηρούμε θεσμούς που αντανακλούν τις ανάγκες του 1911. Η αξιολόγηση στο Δημόσιο είναι πλέον επιτακτική. Δεν πρόκειται για τιμωρητική διάθεση ούτε για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Είναι μια απαραίτητη συνθήκη για να γίνει το κράτος λειτουργικό, δίκαιο, ευέλικτο. Για να πάψει ο πολίτης να ταλαιπωρείται και να νιώθει ανίσχυρος απέναντι σε μια αδιάφορη γραφειοκρατία.
Το Δημόσιο χρειάζεται δομικές αλλαγές. Όπως ακριβώς απαιτήθηκαν αλλαγές στην οικονομία όταν αυτή κατέρρευσε υπό το βάρος της αναποτελεσματικότητας και της κακοδιαχείρισης. Χρειαζόμαστε κανόνες, αξιοκρατία και πραγματική λογοδοσία. Γιατί δεν γίνεται το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί ως «καταφύγιο» ανθρώπων που φοβούνται την αξιολόγηση.
Αλλά για να αλλάξει το Δημόσιο, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς. Εμείς που, βγαίνοντας από το σχολείο, ανεξάρτητα από το αν συνεχίζουμε σπουδές ή όχι, έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την προσδοκία της ασφάλειας μιας δημόσιας θέσης. Γιατί; Γιατί εκεί «ο μήνας μπαίνει, ο μήνας βγαίνει», ο μισθός κατατίθεται, χωρίς άγχος, χωρίς λογοδοσία.
Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να δούμε το θέμα αλλιώς. Όχι με φανατισμό και όχι με απλουστεύσεις. Αλλά με θάρρος. Αν θέλουμε ένα κράτος που να στέκεται δίπλα στον πολίτη και όχι απέναντί του, πρέπει να σπάσουμε ταμπού. Και το ταμπού της μονιμότητας είναι ένα από τα πιο μεγάλα και πιο βαθιά ριζωμένα.
Βρισκόμαστε στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε και να λειτουργούμε με λογικές του 20ού — ή, ακόμη χειρότερα, του 19ου αιώνα. Ο οργανισμός που δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει. Και το κράτος είναι ένας τέτοιος οργανισμός. Αν δεν αλλάξει, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει ούτε να εξυπηρετήσει τον ρόλο του στην κοινωνία του μέλλοντος.