Ποιος θα μας βγάλει από αυτό το λούκι που έχουμε μπλέξει σε αυτή την πόλη;

Η κατάσταση στο Ηράκλειο με τα έργα εγκατάστασης οπτικών ινών έχει ξεφύγει από κάθε όριο ανοχής και ασφάλειας.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια αναγκαία τεχνολογική αναβάθμιση της πόλης, εξελίσσεται καθημερινά σε μια απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Οι δρόμοι μας έχουν μετατραπεί σε πεδία εργολαβικής ασυδοσίας, με τα συνεργεία ιδιωτικών εταιριών να ανοίγουν τομές σε κάθε γειτονιά, χωρίς επαρκή σήμανση, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμία εποπτεία. Το αποτέλεσμα; Ανοιχτά λούκια για ημέρες, πρόχειρες αποκαταστάσεις που σε ελάχιστο χρόνο εξελίσσονται σε επικίνδυνες λακκούβες – κρατήρες, μικροατυχήματα που πολλαπλασιάζονται, και μια γενικευμένη αίσθηση ότι η πόλη εγκαταλείφθηκε στην τύχη της.
Κι ενώ η καθημερινότητα του δημότη γίνεται όλο και πιο επισφαλής, ο Δήμος Ηρακλείου περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή. Όταν ρωτήθηκε, η αρμόδια Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Ηρακλείου προέβαλε το – τουλάχιστον προκλητικό – επιχείρημα ότι <<Είμαστε υποχρεωμένοι από τον νόμο να παραχωρούμε άδειες στις εταιρίες για παρεμβάσεις στο οδικό δίκτυο, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εποπτεύουμε την ποιότητα των εργασιών>>! Πιο απλά: δίνουμε άδειες, αδιαφορούμε για το πώς δουλεύουν, και αφήνουμε την τύχη – και τους δρόμους – στα χέρια των εργολάβων. Πόσο ακόμη μπορεί να σταθεί μια τέτοια δικαιολογία;
Η ευθύνη του Δήμου απέναντι στους δημότες δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Δεν είναι απλώς θεσμική. Είναι ηθική και πολιτική. Όταν επιτρέπεις – βάσει νομοθεσίας ή μη – σε μια ιδιωτική εταιρία να σκάβει τον δρόμο έξω από το σπίτι μου, έχεις υποχρέωση να διασφαλίσεις ότι αυτή η παρέμβαση δεν θα βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Και είναι, πράγματι, εξωφρενικό να ακούγεται από επίσημα χείλη ότι δεν υπάρχει αρμοδιότητα ή υποχρέωση ελέγχου. Αν δεν έχεις εσύ την ευθύνη, ποιος την έχει; Ο πολίτης που σκοντάφτει και πέφτει; Ο μοτοσικλετιστής που γλιστράει στην κακοτεχνία; Ο ηλικιωμένος που σπάει το πόδι του επειδή κάποιο συνεργείο άφησε ένα “λούκι” ανοιχτό;
Οι τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου φαίνεται να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά στο συγκεκριμένο θέμα. Η εικόνα που δίνεται είναι εκείνη ενός μηχανισμού που λειτουργεί είτε με ωχαδερφισμό, είτε με προκλητική απάθεια, είτε – ακόμα χειρότερα – με προτεραιότητα τα συμφέροντα των εταιριών και όχι των πολιτών. Οι πολίτες παρακολουθούν τις τομές να ανοίγουν και να παραμένουν ανοιχτές για ημέρες ή εβδομάδες, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς ενημέρωση, χωρίς σοβαρή αποκατάσταση. Και η πόλη μας μετατρέπεται σε ένα επικίνδυνο εργοτάξιο, όπου η δημόσια ασφάλεια τίθεται υπό αίρεση.
Κι όταν ολοκληρώνεται η δήθεν αποκατάσταση του οδοστρώματος τα …τραγικά αποτελέσματα είναι ορατά από τις πρώτες κιόλας ημέρες .Λούκια με άσφαλτο. Καθώς η αποκατάσταση σχεδόν στο 99% (το 1% το αφήνουμε για τους τύπους όχι για την ουσία) αποτυγχάνει να επαναφέρει το οδόστρωμα στο αρχικό επίπεδο με μεγάλες αποκλίσεις ως προς το ύψος που δημιουργούν στη συνέχεια νέας λακκούβας στο ήδη πληγωμένο οδικό δίκτυο του Δήμου.
Αυτή η κατάσταση απαξιώνει και την πρωτοβουλία της Δημοτικής Αρχής να ψηφίσει κανονιστική διάταξη με την οποία οι εταιρίες υποχρεώνονται όταν εκτελούν αντίστοιχες εργασίας σε οδικό δίκτυο που έχει ασφαλτοστρωθεί την τελευταία 6ετια να προχωρούν σε ολική αποκατάσταση του δρόμου και όχι σημειακή μόνο στις τομές. Και την απαξιώνει διότι είναι σαν να λέει προς τους Δημότες ότι θα ενδιαφερθεί για την δημόσια ασφάλεια και την ποιότητα της καθημερινότητας τους μόνο σε ότι έχει ανακατασκευαστεί από το 2019 και μετά. Προ του 2019 ζήστε σε …πεδίο μάχης με κρατήρες.
Το πιο ανησυχητικό όμως δεν είναι μόνο η έλλειψη ελέγχου, αλλά η απόπειρα αποποίησης κάθε ευθύνης. Οι εταιρίες κάνουν τη δουλειά τους – χωρίς εμπόδια και χωρίς συνέπειες. Ο Δήμος σηκώνει τα χέρια. Κι εμείς, οι δημότες, καλούμαστε να σηκώνουμε καθημερινά τον σταυρό της αδιαφορίας τους. Από το λούκι των εργολάβων, έχουμε βρεθεί στο λούκι της αδιαφορίας, της ωμής παραίτησης από τα αυτονόητα, της έκθεσης σε διαρκή κίνδυνο. Αν αύριο γίνει ένα σοβαρό ατύχημα – που όλοι φοβόμαστε και ευχόμαστε να μη συμβεί – τότε ποιος θα λογοδοτήσει; Και με ποιο θράσος θα τολμήσουν να εμφανιστούν πάλι ως “μη αρμόδιοι”;
Το ερώτημα πλέον δεν είναι τεχνικό. Είναι πολιτικό και κοινωνικό. Ποιος θα μας βγάλει από αυτό το λούκι; Ποιος θα σηκώσει την ευθύνη για την ασφάλεια της πόλης; Ποιος θα προστατέψει τους δημότες, αν όχι ο ίδιος τους ο Δήμος; Γιατί, όταν ο δημόσιος χώρος εγκαταλείπεται στα χέρια της εργολαβικής αυθαιρεσίας, τότε δεν έχουμε απλώς πρόβλημα υποδομών. Έχουμε πρόβλημα Δημοκρατίας.