Άτρωτη η Κίνα στις κυρώσεις – Τι αναφέρει αμερικανική έκθεση

Καθώς Ουάσινγκτον και σύμμαχοι μιλούν όλο και πιο συχνά για «οικονομική αποτροπή» απέναντι σε μια πιθανή κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν, μια νέα έκθεση της RAND έρχεται να ρίξει κρύο νερό στις προσδοκίες. Μελέτης RAND μελέτη της δείχνει, μότι οι κυρώσεις είναι ένα πολύ ατελές και συχνά αναποτελεσματικό εργαλείο όταν ο στόχος είναι η Κίνα.
Οι συγγραφείς της μελέτης Economic Deterrence in a China Contingency υπενθυμίζουν ότι, γενικά, «οι κυρώσεις μπορούν να επιβάλουν σημαντικά οικονομικά κόστη, αλλά έχουν μικρότερη επιτυχία στο να επιτύχουν πολιτικούς στόχους». Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι μπορούν να μειώσουν την ετήσια ανάπτυξη ενός κράτους κατά 2,3–5%, αλλά ο βαθμός στρατηγικής επιτυχίας κυμαίνεται μόλις «μεταξύ 4% και 40%». Με άλλα λόγια, κάνουν ζημιά, αλλά σπάνια αλλάζουν συμπεριφορά.
Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ο κακός σχεδιασμός. Η έκθεση σημειώνει ότι «σταδιακές, μικρής κλίμακας κυρώσεις συχνά αποτυγχάνουν, επειδή επιτρέπουν στα στοχευόμενα κράτη να προσαρμόζονται σταδιακά». Όταν η πίεση αυξάνεται αργά, το Πεκίνο έχει χρόνο να βρει παρακαμπτήριες οδούς, να αναδιατάξει προμηθευτές και να χτίσει μηχανισμούς ανθεκτικότητας.
Επιπλέον, οι κυρώσεις μπορούν να γυρίσουν πολιτικά μπούμερανγκ. Όπως υπενθυμίζει η RAND, «οι κυρώσεις μπορούν να προκαλέσουν ακούσια ενοποίηση της εσωτερικής υποστήριξης, ενώνοντας τους πολίτες απέναντι σε έναν κοινό εχθρό». Στα αυταρχικά καθεστώτα, «τα καθεστώτα είναι πιο πιθανό να αντέξουν τις οικονομικές πιέσεις επειδή μπορούν να μεταφέρουν το βάρος στους πληθυσμούς τους». Δηλαδή, η ελίτ προστατεύεται, η κοινωνία πληρώνει και το καθεστώς μπορεί να αξιοποιήσει την εξωτερική πίεση για να νομιμοποιηθεί.
Νέα μειονεκτήματα
Όταν μεταφέρουμε όλα αυτά στο κινεζικό πλαίσιο, τα μειονεκτήματα διογκώνονται. Η έκθεση σημειώνει ότι «οποιοδήποτε αυστηρό καθεστώς κυρώσεων κατά της Κίνας θα έχει αντανακλαστικά αποτελέσματα στις χώρες που επιβάλλουν τις κυρώσεις», ακριβώς επειδή «όλες οι χώρες είναι οικονομικά αλληλοσυνδεδεμένες με την Κίνα». Σε πλήρες, πολυμερές σενάριο, το ΑΕΠ της Κίνας θα έπεφτε πάνω από 2,5% τον χρόνο – αλλά οι ΗΠΑ, σε μονομερείς «πλήρεις» κυρώσεις, θα έχαναν έως 0,5% του ΑΕΠ ετησίως.
Αυτό εξηγεί γιατί οι σύμμαχοι διστάζουν. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι αρχικές τους υποθέσεις ήταν υπεραισιόδοξες: «οι χώρες–εταίροι θα είναι απρόθυμες να ενταχθούν σε καθεστώς κυρώσεων. Αν πιεστούν, κάποιες πιθανόν θα το κάνουν, αλλά θα προσπαθήσουν να ελαχιστοποιήσουν τις ενέργειές τους». Στην περίπτωση προληπτικών κυρώσεων, μάλιστα, τονίζεται ότι οι σύμμαχοι «είναι εξαιρετικά απίθανο να συμμετάσχουν χωρίς ισχυρή πίεση και ηγεσία από τις ΗΠΑ».
Ακόμη και η ίδια η Ουάσινγκτον εμφανίζεται πολύ λιγότερο αποφασισμένη απ’ όσο αφήνουν να εννοηθεί οι δημόσιες δηλώσεις. Η έκθεση παραδέχεται ότι «η χρήση προληπτικών κυρώσεων από τις ΗΠΑ, αν και δεν αποκλείεται, είναι πολύ λιγότερο βέβαιη από όσο είχαμε υποθέσει». Οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες στο εσωτερικό, σε συνδυασμό με τον φόβο κλιμάκωσης, κάνουν κάθε Λευκό Οίκο εξαιρετικά προσεκτικό.
Το Πεκίνο αντιδρά
Το ίδιο το Πεκίνο, από την πλευρά του, δεν στέκεται με σταυρωμένα χέρια. Η RAND εκτιμά ότι, αν σχεδιάζει επίθεση στην Ταϊβάν, «η Κίνα θα προσπαθήσει να ενισχύσει εκ των προτέρων την ανθεκτικότητά της», μεταξύ άλλων «διαφοροποιώντας πηγές πρώτων υλών, αποθηκεύοντας αγαθά και ανακατευθύνοντας πόρους στην πολεμική προσπάθεια». Παράλληλα, «η Κίνα έχει οικοδομήσει μια οικονομία λιγότερο ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις», αν και «η οικονομία και η απασχόλησή της παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις εξαγωγές».
Γι’ αυτό και οι ίδιοι οι συγγραφείς καταλήγουν στο σκληρό συμπέρασμα ότι «τα οικονομικά μέτρα από μόνα τους είναι απίθανο να αποτρέψουν μια κινεζική εισβολή». Το ρεαλιστικό σενάριο είναι ότι μπορούν να «υποβαθμίσουν την ικανότητα του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» σε έναν πόλεμο ή να διαμορφώσουν την ισορροπία ισχύος στη μεταπολεμική περίοδο – όχι να αποτρέψουν την αρχική απόφαση για χρήση βίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά πολιτικά;
Πρώτον, σύμφωνα με την έκθεση, ότι η ιδέα «θα απειλήσουμε με κυρώσεις και η Κίνα θα κάνει πίσω» εδράζεται περισσότερο στην επιθυμία παρά στην ανάλυση.
Δεύτερον, ότι κάθε σοβαρή στρατηγική αποτροπής οφείλει να βλέπει τις κυρώσεις ως συμπληρωματικό εργαλείο -δίπλα στη στρατιωτική ισορροπία και τη διπλωματική κινητοποίηση- και όχι ως μαγική λύση.
Τρίτον, ότι όσο η παγκόσμια οικονομία είναι πλεγμένη γύρω από την Κίνα, οι κυρώσεις θα παραμένουν ένα όπλο με μεγάλη παρενέργεια και περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Όπως συνοψίζει η RAND, κάθε αυστηρό καθεστώς μέτρων «θα έχει αρνητικές συνέπειες και για τις χώρες που το επιβάλλουν», ενώ η Κίνα είναι αρκετά μεγάλη και καλά προετοιμασμένη ώστε η οικονομική πίεση «να μην αρκεί για να την αποτρέψει από αυτό που θεωρεί ζωτικό της συμφέρον».