
Όταν ο Κιμ Γιονγκ Ουν ανέλαβε την εξουσία το 2011 στη Βόρεια Κορέα, πολλοί προέβλεπαν την ταχεία κατάρρευση του καθεστώτος. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, αντί γι’ αυτό, ο βορειοκορεάτης ηγέτης είναι πιο ισχυρός εσωτερικά και πιο απειλητικός για τον κόσμο μέσω της ανάπτυξης όπλων, λιγότερο απομονωμένος διπλωματικά και πιο ανθεκτικός οικονομικά.
Ενώ πριν από επτά χρόνια ο νεαρός Κιμ είχε σηματοδοτήσει την «ανοιχτότητά» στη Δύση, στις αρχές αρχές Σεπτεμβρίου συναναστράφηκε τον Σι Τζινπίνγκ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τους Κινέζους και Ρώσους ομολόγους του, στη μεγάλη παρέλαση στο Πεκίνο.
Πως συνέβη όμως αυτή η αλλαγή και γιατί ο Economist βλέπει μια επιδείνωση των σχέσεων του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας με τον δυτικό κόσμο και κάποιους γείτονες, αλλά και με τον ίδιο του τον λαό;
Ο Σοκίλ Παρκ, από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Liberty in North Korea, αποκαλεί την πρόσφατη αναμόρφωση του καθεστώτος «τη Βορειοκορεοποίηση της Βόρειας Κορέας», η οποία ξεκίνησε μετά την αποτυχία των συνομιλιών με τον Τραμπ και επιταχύνθηκε κατά την πανδημία του κορονοϊού.
Είναι γεγονός ότι ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ήρε την καραντίνα, η Βόρεια Κορέα δεν το έχει ουσιαστικά κάνει. «Εδώ και πάνω από πέντε χρόνια, οι άνθρωποι στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας ζουν σε απόλυτη απομόνωση», αναφέρει η ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Βόρεια Κορέα, Ελίζαμπεθ Σαλμόν.
Η αρχή της αλλαγής
Το πρώτο βήμα ήταν η διακοπή δεσμών με τον έξω κόσμο, αναφέρει το βρετανικό δημοσίευμα. Οι ξένοι διπλωμάτες εξαναγκάστηκαν να φύγουν, ενώ μόνο λίγες πρεσβείες -κυρίως της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά και της Πολωνίας και της Σουηδίας- έχουν επιτραπεί να επαναλάβουν κανονική λειτουργία.
Οι εργαζόμενοι που δουλεύουν στις ανθρωπιστικές υπηρεσίες εκδιώχθηκαν και κρατήθηκαν εκτό ενώ δεν επιτράπηκε στο προσωπικό του ΟΗΕ να επιστρέψει στη χώρα από το 2020.
Ακόμη και μια ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη ομάδα που βοηθούσε τη Βόρεια Κορέα να αντιμετωπίσει τη φυματίωση μέχρι το 2019 και θέλει να συνεχίσει το έργο της δεν έχει προσκληθεί ξανά. Πέρυσι δεν εισήλθε στον Βορρά καμία ανθρωπιστική βοήθεια από τη Νότια Κορέα για πρώτη φορά αφότου ο Νότος άρχισε να στέλνει επίσημη βοήθεια πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Στο εσωτερικό, ο Κιμ έχει κρατήσει ουσιαστικά παγιδευμένους τους 26 εκατ. Βορειοκορεάτες δίχως να επιτρέπει εύκολα να περάσουν τα σύνορα, σύμφωνα με το περιοδικό. Νέοι φράχτες και τείχη υψώνονται στα σύνορα με την Κίνα. Από το 2015 έως το 2019 κατά μέσο όρο 1.201 πρόσφυγες από τη Βόρεια Κορέα έφθαναν κάθε χρόνο στη Νότια Κορέα. Από το 2020 έως το 2024 ο ετήσιος μέσος όρος έπεσε μόλις στους 158.
Επιπλέον, πολλοί από αυτούς που είχαν φύγει πριν από την πανδημία και πέρασαν χρόνο στην Κίνα ή τη Ρωσία καθ’ οδόν προς τον Νότο.
Αυτή η απομόνωση όχι μόνο κάνει τη ζωή πιο δυσάρεστη για τους Βορειοκορεάτες, αλλά καθιστά τη χώρα ολοένα και περισσότερο «μαύρο κουτί» για τον έξω κόσμο, καθώς οι φυγάδες αποτελούσαν κρίσιμη πηγή φρέσκων πληροφοριών, σημειώνει η Χάνα Σονγκ του Database Centre for North Korean Human Rights, μιας νοτιοκορεατικής ΜΚΟ.
Στοπ στην ενημέρωση απ’ έξω
Το καθεστώς έχει επίσης καταστείλει τη ροή πληροφοριών προς τη χώρα, συνεχίζει ο Economist. Τα τελευταία χρόνια νοτιοκορεατικές τηλεοπτικές σειρές, ταινίες και μουσική είχαν διαδοθεί ευρέως.
Σε νοτιοκορεατική έρευνα άνω των 6.000 βορειοκορεατών που έφυγαν από τη Βόρεια Κορέα το 2023, πάνω από το 80% ανέφερε ότι είχε παρακολουθήσει κινεζικά, νοτιοκορεατικά ή άλλα ξένα βίντεο πριν φύγουν από τον Βορρά. Αυτό το περιεχόμενο προσφέρει όχι μόνο ψυχαγωγία, αλλά και ένα παράθυρο στον κόσμο πέρα από την κρατική προπαγάνδα με τις ιστορίες τρόμου για τη ζωή υπό τον καπιταλισμό.
Αυτό καθιστά την πληροφορία απειλή για το καθεστώς αναφέρει το βρετανικό δημοσίευμα. «Η νοτιοκορεατική κουλτούρα είναι σαν ναρκωτικό — οι Βορειοκορεάτες νέοι είναι εθισμένοι σε αυτήν», λέει ο Θε Γιονγκ-Χο, Βορειοκορεάτης διπλωμάτης που αυτομόλησε το 2016. Κουρέματα και προφορές της Νότιας Κορέας έγιναν σημάδια «κουλ» μεταξύ των νέων.
Ο Economist καταγράφει περιοριστικούς νόμους του Κίμ, όπως ο «Νόμος για την Απόρριψη της Αντιδραστικής Σκέψης και Κουλτούρας» του 2020 που επιβάλλει βαριές ποινές για τη διανομή και κατανάλωση ξένων πληροφοριών ή τον «Νόμο Εγγύησης Εκπαίδευσης Νεολαίας» του 2021 που απαγορεύει την αντιγραφή ξένων στυλ μαλλιών και ενδυμασίας και απαιτεί από τους γονείς να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά τους τηρούν τις σοσιαλιστικές ηθικές αρχές.
Χρησιμοποιώντας μάλιστα ο Economist έναν αλγόριθμο μηχανικής μάθησης για να αναλύσει χιλιάδες προπαγανδιστικά άρθρα της Βόρειας Κορέας, διαπίστωσε ότι αυτά που εξυμνούν τους ηγέτες της χώρας παραμένουν συχνά ενώ εκείνα που αναφέρουν τη Νότια Κορέα έχουν «αραιώσει».
Οι τιμωρίες δεν αρκούν
Ενώ επί δεκαετίες Νότια Κορέα και ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν ραδιοφωνικές εκπομπές στη Βόρεια Κορέα, μετά τις περικοπές του Τραμπ στους αμερικανικούς δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, δύο από τα βασικά δίκτυα, η Φωνή της Αμερικής (VOA) και το Radio Free Asia, σίγησαν.
Σύμφωνα με ανάλυση του Μάρτιν Γουίλιαμς του Stimson Centre, αμερικανικής δεξαμενής σκέψης, ο αριθμός των ωρών ξενόγλωσσων ραδιοφωνικών εκπομπών με αποδέκτη τη Βόρεια Κορέα μειώθηκε σχεδόν κατά 80% μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου.
Κι όμως, όσο κι αν προσπαθεί, ο Κιμ Γιονγκ Ουν δεν μπορεί να εμποδίσει τους Βορειοκορεάτες να αναζητούν εναλλακτικές απόψεις, σημειώνει ο Economist «Αν πρέπει να καταφύγεις σε τόσο ακραίες τιμωρίες, αυτό δείχνει ότι η ιδεολογική διαπαιδαγώγηση δεν αρκεί για να αποτρέψει τον κόσμο από το να αναζητά αυτές τις πληροφορίες», λέει ο Λι Κουανγκ-μπεκ, επικεφαλής του DailyNK και της UMG.
Οι Βορειοκορεάτες εξακολουθούν να βλέπουν K-dramas — απλώς το κάνουν με μεγαλύτερη προσοχή και σε μικρότερους κύκλους φίλων. Όπως το θέτει η Λι Τσάε Εουν, βορειοκορεάτισσα δημοσιογράφος που δουλεύει στο DailyNK, «Όταν το γευτείς, δύσκολα το κόβεις».
Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία
Ένα «μεγάλο άλμα προς τα πίσω» συντελείται και στην οικονομία της Βόρειας Κορέας. Μετά τον εκτεταμένο λιμό της δεκαετίας του 1990 λόγω αποτυχιών του κεντρικού σχεδιασμού, η χώρα άρχισε να επιτρέπει την εξάπλωση ιδιωτικών αγορών, των λεγόμενων «τζανγκμαντάνγκ», που στη συνέχεια απέκτησαν δυσανάλογο ρόλο στην οικονομία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Βόρεια Κορέα είχε προχωρήσει από τον «ακραίο σοσιαλισμό» στον «σοσιαλισμό της αγοράς», λέει ο Κιμ Μπιονγκ-γιον του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σεούλ (SNU). Οι Βορειοκορεάτες που ενηλικιώθηκαν μετά τον λιμό συχνά αποκαλούνται «γενιά των τζανγκμαντάνγκ».
Αφού ανέλαβε την εξουσία το 2011, ο Κιμ προσπάθησε να αξιοποιήσει αντί να καταστείλει τις δυνάμεις της αγοράς, δίνοντας μεγαλύτερη αυτονομία σε αγρότες και διευθυντές εργοστασίων και επιτρέποντας στις τζανγκμαντάνγκ να αναπτυχθούν.
Τώρα «προσπαθεί να αντιστρέψει αυτή την πορεία», λέει ο Κιμ του SNU. Σύμφωνα με το DailyNK, οι έμποροι υφίστανται αιφνιδιαστικούς ελέγχους και υψηλότερα τέλη αδειών, και πολλές αγορές έχουν κλείσει ή έχουν δει το ωράριό τους να μειώνεται. «Ο έλεγχος των συνόρων κατά την πανδημία έγινε και έλεγχος του εμπορίου», λέει η Χα Γιουνα, αρχισυντάκτρια του DailyNK, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα αγαθών.
Οι αρχές χτυπούν επίσης τους αγοραστές-πωλητές συναλλάγματος που παρέχουν το ξένο νόμισμα που τροφοδοτεί την άτυπη οικονομία, λέει ο Πίτερ Γουορντ του Ινστιτούτου Σετζόνγκ, νοτιοκορεατικού think-tank.
Η καταστολή των αγορών αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επαναδιεκδίκησης κρατικού ελέγχου πάνω στην καθημερινή ζωή. «Φαίνεται να θεωρεί τις αγορές εχθρό», προσθέτει ο Κιμ Μπιονγκ-γιον. «Στον τρόπο σκέψης του, οι αγορές και η νοτιοκορεατική κουλτούρα είναι ένα και το αυτό: οι αγορές είναι το μέρος όπου αυτή η κουλτούρα διακινείται και καλλιεργείται μέσα στη Βόρεια Κορέα».