
Είχα κάπου δέκα μέρες στο μέτωπο, όταν έγινε αυτό. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία να χτυπηθείς από σφαίρα και νομίζω ότι αξίζει να την περιγράψω λεπτομερώς.
Έγινε στο χαράκωμα, στη γωνία του προπετάσματος, στις πέντε το πρωί. Αυτή ήταν πάντα μια επικίνδυνη ώρα, γιατί είχαμε την αυγή πίσω μας, κι αν έβγαζες το κεφάλι σου πάνω από το προπέτασμα διαγραφόταν καθαρά στον ουρανό. Συζητούσα με τους σκοπούς που ετοιμάζονταν ν’ αναλάβουν υπηρεσία. Ξαφνικά, πάνω που έλεγα κάτι, ένιωσα — είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τι ένιωσα, παρόλο που το θυμάμαι πολύ ζωντανά.
Σε γενικές γραμμές είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο κέντρο μιας έκρηξης. Μου φάνηκε ότι ακούστηκε ένας δυνατός πάταγος και ότι με τύλιξε ένα εκτυφλωτικό φως, κι ένιωσα ένα τρομερό σοκ — όχι πόνο, απλώς ένα βίαιο σοκ, σαν από ηλεκτρική εκκένωση· μαζί του μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας, την αίσθηση πως είχα χτυπηθεί και συρρικνωθεί. Οι αμμόσακοι μπροστά μου έμοιαζαν να βρίσκονται σε τεράστια απόσταση. Φαντάζομαι ότι το ίδιο περίπου θα ένιωθες αν σε χτυπούσε κεραυνός. Κατάλαβα αμέσως ότι είχα χτυπηθεί, αλλά εξαιτίας του θορύβου και της λάμψης νόμισα ότι ήταν κάποιο ντουφέκι εκεί κοντά που είχε εκραγεί συμπτωματικά και με είχε χτυπήσει. Όλα αυτά συνέβησαν σ’ ένα χρονικό διάστημα πολύ μικρότερο του δευτερολέπτου. Την επόμενη στιγμή τα γόνατά μου λύγισαν και σωριάστηκα καταγής, με το κεφάλι μου να χτυπάει δυνατά στο χώμα, αλλά χωρίς ευτυχώς να πονέσω. Έμεινα μουδιασμένος και ζαλισμένος, αισθανόμουν ότι είχα χτυπηθεί πολύ άσχημα, αλλά δεν ένιωθα κανέναν απολύτως πόνο με την καθιερωμένη έννοια.
Ο Αμερικανός σκοπός, με τον οποίο κουβέντιαζα, είχε αρχίσει να πλησιάζει. «Θεέ μου! Χτυπηθήκατε;» Μαζεύτηκε κόσμος γύρω μου. Ακούστηκαν τα γνωστά: «Σηκώστε τον! Πού χτυπήθηκε; Ανοίξτε το πουκάμισό του!» κτλ. κτλ. Ο Αμερικανός ζήτησε ένα μαχαίρι για να σκίσει το πουκάμισο. Ήξερα ότι είχα ένα στην τσέπη μου και προσπάθησα να το βγάλω, αλλά ανακάλυψα ότι το δεξί μου μπράτσο ήταν παράλυτο. Από τη στιγμή που δεν πονούσα, ένιωθα μια αόριστη ικανοποίηση. «Αυτό που έγινε θα πρέπει να ευχαριστήσει τη γυναίκα μου», σκέφτηκα· πάντα ήθελε να τραυματιστώ, γιατί έτσι δεν θα κινδύνευα να σκοτωθώ, όταν θα γινόταν η μεγάλη μάχη. Και τώρα αναρωτήθηκα πού είχα χτυπηθεί και πόσο άσχημα· δεν ένιωθα τίποτα, αλλά αισθανόμουν ότι η σφαίρα με είχε χτυπήσει κάπου στο μπροστινό μέρος του σώματός μου. Όταν προσπάθησα να μιλήσω, διαπίστωσα ότι δεν είχα φωνή, μόνο ένα σβησμένο σκούξιμο, αλλά με τη δεύτερη προσπάθεια κατάφερα να ρωτήσω πού είχα χτυπηθεί. «Στο λαιμό», είπαν. Ο Χάρι Γουέμπ, ο τραυματιοφορέας μας, είχε φέρει έναν επίδεσμο κι ένα από τα μικρά μπουκάλια οινοπνεύματος για ατομική επίδεση τραυμάτων. Καθώς με σήκωναν, ένα κύμα αίματος βγήκε από το στόμα μου κι άκουσα έναν Ισπανό, πίσω μου, να λέει ότι η σφαίρα μού είχε τρυπήσει το λαιμό. Ένιωσα το οινόπνευμα, που σε φυσιολογικές στιγμές θα με έτσουζε φριχτά, να πέφτει στο τραύμα ευχάριστα δροσερό.
Μόλις συνειδητοποίησα ότι η σφαίρα μού είχε τρυπήσει το λαιμό, θεώρησα ως δεδομένο ότι ήμουν καταδικασμένος. Δεν είχα ακούσει ποτέ για άνθρωπο ή ζώο που να είχε διαπεράσει σφαίρα το λαιμό του και να είχε επιζήσει.
Η πρώτη σκέψη μου, αρκετά συμβατικά, ήταν για τη γυναίκα μου. Η δεύτερη σκέψη μου ήταν μια βίαιη αποστροφή για το γεγονός πως έπρεπε να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσμο που, σε τελευταία ανάλυση, μου πάει μια χαρά.
Σκέφτηκα επίσης τον άνθρωπο που με είχε πυροβολήσει. Δεν μπορούσα να νιώσω κάποια αποστροφή γι’ αυτόν. Ίσως όμως, αν πραγματικά πεθαίνεις, οι σκέψεις σου να είναι τελείως διαφορετικές.
Έτσι αφηγήθηκε ο διάσημος άγγλος συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός Τζορτζ Όργουελ (1903-1950) τον τραυματισμό του από ακροβολιστή του αντίπαλου στρατοπέδου κοντά στην Ουέσκα, στις 20 Μαΐου 1937, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο Όργουελ είχε πολεμήσει στο πλευρό των Δημοκρατικών, κατά των εθνικιστικών δυνάμεων του Φράνκο.
Ο Τζορτζ Όργουελ
Το απόσπασμα, που είχε δημοσιευτεί (εν είδει προδημοσίευσης) στην εφημερίδα «Τα Νέα» τη Δευτέρα 22 Απριλίου 2002, προέρχεται από το βιβλίο «Τα Μεγάλα Ρεπορτάζ» (β’ τόμος, επιλογή – εισαγωγή Τζον Κάρεϊ, μτφρ Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις «Νάρκισσος», 2002).
«ΤΑ ΝΕΑ», 22.4.2002, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στις 18 Ιουλίου 1936 στρατεύματα που τελούσαν υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο εξεγέρθηκαν κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Ισπανίας (το Λαϊκό Μέτωπο, συνασπισμός κομμάτων της Αριστεράς, είχε κερδίσει τις εκλογές που είχαν διεξαχθεί το Φεβρουάριο του ίδιου έτους).
Η κίνηση αυτή –είχε προηγηθεί την προτεραία, 17 Ιουλίου, η εξέγερση των διοικητών των ισπανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στο Μαρόκο– σηματοδότησε την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου, της μέχρις εσχάτων αναμέτρησης της «κόκκινης» και της «μαύρης» Ισπανίας.
Ο ανελέητος αυτός πόλεμος έληξε τυπικά ύστερα από δύο χρόνια και 254 ημέρες, στις 28 Μαρτίου 1939 (εισβολή των εθνικιστών του Φράνκο στη Μαδρίτη), με βαρύτατο τίμημα για τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: οι συνολικές απώλειες (πεσόντες σε μάχες, φονευθέντες σε βομβαρδισμούς και εκτελεσθέντες) υπολογίζονται –κατ’ ελάχιστον– σε περισσότερες από 400.000.