Το μεγάλο παζάρι του Τραμπ – Στις ΗΠΑ όλα πλέον «πωλούνται»

Για τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πως όλα είναι ένα καλό εμπορικό παιχνίδι, καταφέρνοντας να κοστολογίσει κρατικές παροχές και υπηρεσίες.
Ο Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι οι επαγγελματικές βίζες εργασίας (H-1B) για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα κοστίζουν πλέον 100.000 δολάρια στους φορείς που τις χορηγούν. Δεν πρόκειται για τέλος, αλλά για το ποσό που πρέπει να καταβάλει κάθε εταιρεία ή πανεπιστήμιο που επιθυμεί να προσλάβει ή να εγγράψει κάποιον ξένο.
Οι βίζες έχουν μετατραπεί σε συναλλαγές, όπως και η πολιτογράφηση: ο Λευκός Οίκος πουλάει «χρυσές κάρτες Τραμπ» που παρέχουν γρήγορη πρόσβαση σε μόνιμη διαμονή και, τελικά, υπηκοότητα, έναντι 1 εκατομμυρίου δολαρίων.
Οι ΗΠΑ κοστολογούν τα πάντα
Πολλά άλλα είναι πλέον προς πώληση. Η δυνατότητα πώλησης αγαθών στις ΗΠΑ είναι πλέον διαθέσιμη προς αγορά, με τιμή που ποικίλλει ανά χώρα και εξαρτάται από την κρίση του Τραμπ σχετικά με το πόσο αξίζει ή δεν αξίζει η συγκεκριμένη χώρα. Μία γενική εικόνα δείχνει ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης γίνονται σαν συναλλαγές με τιμή.
Μάλιστα, κυβέρνηση Τραμπ αρνήθηκε σε μεγάλες αμερικανικές δικηγορικές εταιρείες την πρόσβαση σε κυβερνητικά κτίρια και πελάτες, εκτός αν προσέφεραν νομικές υπηρεσίες αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων για σκοπούς που ενδιαφέρουν τον Τραμπ. Η διαχείριση ενός ερευνητικού πανεπιστημίου δεν είναι πλέον θέμα ανταγωνισμού για κρατική χρηματοδότηση με βάση τα πλεονεκτήματα, και η λειτουργία δικηγορικών εταιρειών δεν είναι πλέον θέμα παροχής ανεξάρτητων επαγγελματικών υπηρεσιών. Αντίθετα, αυτές οι δραστηριότητες υπόκεινται στην έγκριση του προέδρου και στην ικανότητα του καθενός να πληρώσει το τίμημα που απαιτείται, αναφέρει η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Κολούμπια Katharina Pistor, στο Social Europe.
Το κράτος υποτάσσει τις πολιτικές του στον μηχανισμό των τιμών.
Η τιμολόγηση των πάντων δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την κυβέρνηση Τραμπ. Είναι το λογικό αποτέλεσμα της αντίληψης του κράτους ως επιχειρηματικής οντότητας. Σε εκτελεστικό διάταγμα του Φεβρουαρίου 1981, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν απαίτησε όλες οι σημαντικές ρυθμίσεις να υποβάλλονται σε εκτίμηση επιπτώσεων. Ως «σημαντικός» οριζόταν κάθε κανονισμός που θα κόστιζε στην οικονομία 100 εκατομμύρια δολάρια ή περισσότερα ετησίως, θα «αύξανε σημαντικά το κόστος ή τις τιμές για τους καταναλωτές, μεμονωμένες βιομηχανίες, ομοσπονδιακές, πολιτειακές ή τοπικές κυβερνητικές υπηρεσίες ή γεωγραφικές περιοχές» ή θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά «τον ανταγωνισμό, την απασχόληση, τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα, την καινοτομία ή την ικανότητα των επιχειρήσεων με έδρα τις ΗΠΑ να ανταγωνίζονται τις επιχειρήσεις με έδρα το εξωτερικό στις εγχώριες ή τις εξαγωγικές αγορές». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεν θα κυβερνούσε πλέον για το λαό, αλλά για τις επιχειρήσεις.

Οι ΗΠΑ προχωρούν στην πώληση κυβερνητικών υπερησιών. REUTER/Carlos Barria
Είναι αλήθεια ότι το να εκτιμάς το κόστος της κυβερνητικής ρύθμισης κυρίως σε νομισματικούς όρους είναι η μία πλευρά του νομίσματος, ενώ το να πουλάς κυβερνητικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής είναι εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο, η βασική λογική είναι παρόμοια. Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος υποτάσσει τις πολιτικές του στον μηχανισμό των τιμών ή, όπως το έθεσε περίφημα ο Karl Polanyi, ολόκληρη η κοινωνία υπόκειται στην αρχή της αγοράς.
Ποιο είναι όμως το πρόβλημα; Δεν υποτίθεται ότι οι επιχειρήσεις είναι πιο αποτελεσματικές από την κυβέρνηση;
Άλλο επιχείρηση και άλλο κυβέρνηση
Ένα προφανές πρόβλημα είναι ότι η πληρωμή για μια κυβερνητική δράση είναι πολύ κοντά στη διαφθορά. Όσοι μελετούν το ζήτημα υποστηρίζουν ότι σε περιπτώσεις όπου οι κυβερνητικές υπηρεσίες βασίζονται στις ανάγκες ή στην αξία, η πληρωμή χρημάτων σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο ισοδυναμεί με δωροδοκία. Ωστόσο, αυτό το πρόβλημα μπορεί εύκολα να αποφευχθεί, εάν η πληρωμή επιβάλλεται από το νόμο και κατατίθεται σε καθορισμένα κρατικά ταμεία – και όχι στις τσέπες των γραφειοκρατών.
Αλλά αυτή η περιγραφή είναι πολύ απλοϊκή. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν απλά να δηλώσουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να χρεώνουν χρήματα για τις υπηρεσίες τους, και η «διαφθορά» θα εξαφανιζόταν. Το βαθύτερο ερώτημα είναι αν οι κυβερνητικές υπηρεσίες πρέπει να κατανέμονται με βάση μηχανισμούς τιμολόγησης. Αυτή η πρακτική δεν παραβιάζει ορισμένες θεμελιώδεις αρχές των σχέσεων κράτους-πολιτών;

Τα συμφέροντα του λαού οφείλουν να είναι ο βασικός στόχος και όχι η πλήρης εμπορευματοποίηση του κράτους. REUTERS/Andrew Kelly
Όπως τονίζει το Social Europe, οι συνταγματικές δημοκρατίες, που γεννήθηκαν από τον Διαφωτισμό, βασίστηκαν στην ιδέα ενός κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο «ο λαός» παραχωρεί ορισμένες περιορισμένες εξουσίες στο κράτος σε αντάλλαγμα, τουλάχιστον, για προστασία από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές ή, ευρύτερα, για την προώθηση της ευημερίας του. Αλλά το πόση ασφάλεια ή ευημερία δικαιούνται οι πολίτες – με ποια μορφή και υπό ποιες συνθήκες – είναι θέμα πολιτικής διαμάχης. Εάν είναι επιτυχημένες, τέτοιες συζητήσεις οδηγούν αναπόφευκτα σε συμβιβασμό. Το κράτος, όπως έχει σχεδιαστεί, ενσωματώνει τις νόρμες και τις ιδέες που καθορίζουν τους σκοπούς της κυβέρνησης, όχι μόνο τα μέσα της.
Αυτό που έχει εμποδίσει την κρατική εξουσία να υποτάξει την κοινωνία είναι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες.
Αν η ιστορία μας διδάσκει κάτι, είναι ότι η διακυβέρνηση του κράτους σαν να ήταν η «απόλυτη εταιρεία», όπως το έθεσε ο Έλον Μασκ όταν ακόμα απολάμβανε την εύνοια του Τραμπ, δεν είναι καλή ιδέα. Κατά την εποχή του αποικιοκρατισμού, οι εταιρείες είχαν την εξουσία να κυβερνούν τους αποικισμένους λαούς, όπως στις διαβόητες περιπτώσεις της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, που κατέκτησε και κυβέρνησε μεγάλο μέρος της Ινδίας, και της Compagnie du Congo Belge του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β’. Αυτές οι «εταιρικές πολιτείες» ήταν ακόμη πιο αδίστακτες από τις παραδοσιακές πολιτείες στην εκμετάλλευση των τοπικών πληθυσμών, αγνοώντας τις πολιτισμικές και θρησκευτικές τους προτιμήσεις και ωθώντας την κερδοφορία πέρα από τα όρια του ανεκτού για τους ανθρώπους. Στην Ινδία, αυτό οδήγησε σε μια εξέγερση που ώθησε το βρετανικό στέμμα να αναλάβει τον έλεγχο της υποηπείρου το 1857, υπενθυμίζει στο άρθρο της η Katharina Pistor.
Το διαχρονικό δίδαγμα είναι ότι η απληστία δεν έχει όρια. Αυτό που έχει εμποδίσει την κρατική εξουσία να υποτάξει την κοινωνία είναι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες, καθώς και οι χάρτες δικαιωμάτων που συνδέουν τον σκοπό της κυβέρνησης με τα συμφέροντα του λαού. Αυτή είναι η λογική των δημόσιων θεσμών, όχι των ιδιωτικών οντοτήτων. Αν καταρρεύσει, η απόλυτη εταιρεία θα υπαγορεύει τα πάντα.