Θέμης Σοφός: Το νομικό πλαίσιο στην υπόθεση των επιδοτήσεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.

Δημοσιεύτηκε στις 07/07/2025 18:22

Θέμης Σοφός: Το νομικό πλαίσιο στην υπόθεση των επιδοτήσεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.

Του Θεμη Σοφού…

Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου Πανεπιστημίου Βόννης, τ. Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Γ.Γ. Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού & Διεθνούς Ποινικού Δικαίου

Περί της απάτης σε βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του συστήματος ελέγχου πληρωμών και της σχετικής νομοθεσίας. 

Μία πρόταση ποινικής διαπραγμάτευσης για τους εμπλακέντες στο σκάνδαλο και η ισχύς του άρθρου 86 του Συντάγματος στην περίπτωση του άρθρου 187 Π.Κ.

Η συζήτηση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την καταπολέμηση της απάτης στα ευρωπαϊκά κονδύλια αποκτά ιδιαίτερη σημασία υπό το πρίσμα των τελευταίων αποκαλύψεων για παράνομες επιδοτήσεις και αχρεώστητες πληρωμές σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μια συνοπτική αλλά αναλυτική παρουσίαση του θεσμικού και νομικού πλαισίου που διέπει τα σχετικά αδικήματα, τα μέσα ελέγχου και εντοπισμού των παρατυπιών, καθώς και μια πρόταση ποινικής διαπραγμάτευσης ως μέσου αποκατάστασης της νομιμότητας και της δημοσιονομικής ζημίας. Επιπλέον, αναλύεται το κρίσιμο ζήτημα της ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων και η εφαρμογή του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 86 του Συντάγματος.

Το ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό και απαιτεί συντονισμένη δράση όλων των αρμόδιων αρχών και της πολιτείας, με στόχο όχι μόνο την τιμωρία των υπαιτίων αλλά κυρίως την επιστροφή των ποσών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη διαχείριση των δημοσίων και ενωσιακών πόρων.

Κατά την προισχύουσα διάταξη του τέταρτου άρθρου του ν. 2803/2000 (Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων)…

Περί της απάτης σε βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του συστήματος ελέγχου πληρωμών και της σχετικής νομοθεσίας (Μία πρόταση ποινικής διαπραγμάτευσης για τους εμπλακέντες στο σκάνδαλο και η ισχύς του άρ. 86 του Συντάγματος στην περίπτωση του άρθρου 187 Π.Κ.)

 Κατά την προισχύουσα διάταξη του τέταρτου άρθρου του ν. 2803/2000 (Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), ” 1. ‘Οποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. 2. Αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει . . .το ποσό των 150.000 Ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη”.

Με το ν. 4689/2020(ΦΕΚ Α’ 103/27-5-2020) ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία ΕΕ2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. 

Με το άρθρο 28 του ν. 4689/2020 (άρθρο 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371), ορίζεται ότι “Ο ν.2803/2020 καταργείται. Όπου σε διατάξεις του ισχύοντος δικαίου γίνεται αναφορά στις διατάξεις του παρόντος νόμου και στα αδικήματα που αυτός τυποποιεί, νοούνται αναλόγως οι διατάξεις του δεύτερου μέρους του ν. 4689/2020 καθώς και οι κατά περίπτωση αντίστοιχα εφαρμοστέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα “. 

Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 του άνω νόμου 4689/2020 (Επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 3 παρ. 2 στοιχεία α, β και γ, άρθρο 4 παρ. 3 και άρθρο 7 της Οδηγίας) ” 1. Όποιος χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους και, με τον τρόπο αυτό, λαμβάνει ή παρακρατεί παρανόμως επιχορηγήσεις ή όμοιας φύσης οικονομικές παροχές που δεν συνδέονται άμεσα με ισάξιες αντιπαροχές και προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 386, 386Α ή 386Β του Π.Κ. Με την ίδια ποινή και την ίδια επιφύλαξη τιμωρείται και όποιος εν γνώσει χρησιμοποιεί νόμιμα ληφθείσες παροχές υπό την παραπάνω έννοια, οι οποίες υπάγονται με βάση τον νόμο ή τη σύμβαση χορήγησής τους σε συγκεκριμένους περιορισμούς, κατά παράβαση αυτών των περιορισμών. 2. Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους και, με τον τρόπο αυτό, λαμβάνει ή παρακρατεί παρανόμως παροχές που συνδέονται με αντιπαροχές αγαθών και υπηρεσιών και προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, τιμωρείται με ΦΥΛΑΚΙΣΗ, ΕΚΤΟΣ ΕΑΝ Η ΠΡΑΞΗ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΒΑΡΥΤΕΡΑ με βάση τα άρθρα 386 ή 386Α Π.Κ. 

Με την ίδια ποινή και την ίδια επιφύλαξη τιμωρείται και όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί εν γνώσει νόμιμα ληφθείσες παροχές υπό την παραπάνω έννοια, οι οποίες υπάγονται με βάση τον νόμο ή τη σύμβαση χορήγησής τους σε συγκεκριμένους περιορισμούς, κατά παράβαση αυτών των περιορισμών, προκαλώντας, με τον τρόπο αυτό, ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3. Όποιος χρησιμοποιεί ή υποβάλλει ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα ή αποσιωπά πληροφορίες κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους ή χρησιμοποιεί εν γνώσει κατά παράβαση των προβλεπόμενων γι’ αυτό ειδικών περιορισμών ένα νόμιμα χορηγηθέν οικονομικό πλεονέκτημα και, με τον τρόπο αυτό, μειώνει παρανόμως έσοδα του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των προϋπολογισμών των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης, πλην των εσόδων που προέρχονται από τον Φ.Π.Α. ή εισπράττονται από τα Τελωνεία, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 386 ή 386Α Π.Κ. 4. Όποιος, στο πλαίσιο της εμπιστευμένης σε αυτόν διαχείρισης πόρων και περιουσιακών στοιχείων του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των προϋπολογισμών των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της διαχειρίζεται τους οικείους πόρους κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης ή ιδιοποιείται παράνομα ή χρησιμοποιεί κατ’ απόκλιση από τον νόμιμα καθορισμένο σκοπό τους τα οικεία περιουσιακά στοιχεία, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με φυλάκιση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με βάση τα άρθρα 375 ή 390 Π.Κ. “. 

Οι ανωτέρω επικουρικές διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4689/2020, που έχουν στόχο να καλύψουν προσβολές των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, μη καταλαμβανόμενες από το υφιστάμενο προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 375,386, 386Α, 386 Β και 390 του ΠΚ, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που δεν θεμελιώνεται βαρύτερη ευθύνη με βάση τις διατάξεις του ΠΚ. Τούτο ρητά αναγράφεται στην Αιτιολογική Έκθεση επί του άρθρου 24 του ν. 4689/2020, σύμφωνα με την οποία : “Με το άρθρο 24 θεσπίζονται τέσσερις επικουρικές ποινικές διατάξεις και, αντίστοιχα, τέσσερα επικουρικά αδικήματα, κατ’ αντιστοιχία με τις τέσσερις νομοτυπικές περιγραφές αδικημάτων που περιέχονται στο άρθρο 3 παρ. 2 στοιχεία α’, β’ και γ’, καθώς και στο άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (εννοείται η Οδηγία ΕΕ 2017//1371). Οι επικουρικές αυτές διατάξεις έχουν ως στόχο να καλύψουν προσβολές των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες ενδεχομένως δεν καταλαμβάνονται από το υφιστάμενο προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 375, 386, 386Α, 386Β και 390 Π.Κ., αλλά επιβάλλεται να ποινικοποιηθούν δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων της Οδηγίας. 

Εάν μια προσβολή των ενωσιακών οικονομικών συμφερόντων καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα, και αν προκύπτει δυνάμει αυτού του πλέγματος βαρύτερη ποινή για τον δράστη ή συμμέτοχο, τότε οι επικουρικές διατάξεις ΘΑ ΑΠΩΘΟΥΝΤΑΙ με βάση την προβλεπόμενη κατά περίπτωση ρήτρα σχετικής επικουρικότητας. 

Διαφορετικά, αν δηλαδή η προσβολή δεν καταλαμβάνεται από το ανωτέρω προστατευτικό πλέγμα ή αν η προκύπτουσα δυνάμει αυτού ευθύνη είναι ελαφρότερη, τότε θα εφαρμόζονται οι επικουρικές διατάξεις και θα απωθούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του Π.Κ.”. 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, περί υπεξαίρεσης, ” Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παρ. 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της προβλεπόμενης από τις ως άνω διατάξεις κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται, αντικειμενικώς α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει σε άλλον, εκτός από το δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη ή να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά διαλαμβανόμενες στο εδ. β’ της πρώτης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες, μεταξύ των οποίων και εκείνη του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν ο τελευταίος ενσωματώνει αυτό στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος και ε) η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση, ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση (στο ανωτέρω έγκλημα της υπεξαίρεσης, το οποίο είναι στιγμιαίο) σημαίνει εξωτερίκευση ενέργειας ή παράλειψης, η οποία φανερώνει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. (ΑΠ 1682/2022, ΑΠ 974/2021). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 375 παρ. 1,2 του ΠΚ, με αυτές του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 4689/2020, συνάγεται ότι όποιος, στο πλαίσιο της εμπιστευμένης σε αυτόν διαχείρισης πόρων του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξίας άνω των 120.000 ευρώ, δεν χρησιμοποιεί αυτούς για τον νόμιμα καθορισμένο σκοπό τους, αλλά τους ιδιοποιείται παράνομα, ήτοι τους ενσωματώνει στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση των αρμοδίων οργάνων της ΕΕ ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, ζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το ποσό αυτό, τιμωρείται από τις άνω διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1,2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, οι οποίες καταλαμβάνουν και τιμωρούν βαρύτερα την πράξη αυτή(κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή) σε σχέση με τις επικουρικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 4689/2020(φυλάκιση)

Ως προς το σύστημα εντοπισμού: 

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή θέσπισε το σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (EDES). Το σύστημα χρησιμοποιείται για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, μέσω του εντοπισμού αναξιόπιστων προσώπων και οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση για κονδύλια της ΕΕ ή έχουν νομικές δεσμεύσεις έναντι θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ.

Το Arachne είναι ένα εργαλείο ΤΠ που χρησιμοποιείται για την προετοιμασία των διοικητικών ελέγχων και της διαχείρισης. Το Arachne είναι σε θέση να εντοπίζει δικαιούχους έργων, συμβάσεις και αναδόχους που ενδέχεται να διαπράττουν απάτη ή να είναι θύματα απάτης, καθώς και συγκρούσεις συμφερόντων και άλλες παρατυπίες. Το τρέχον εργαλείο χρησιμοποιείται από την Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη σε εθελοντική βάση, στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης και για τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ). Η αναδιατύπωση του δημοσιονομικού κανονισμού του 2024 αποτέλεσε τη νομική βάση για ένα εκσυγχρονισμένο εργαλείο εξόρυξης δεδομένων και βαθμολόγησης κινδύνου, το οποίο βασίζεται στην υφιστάμενη έκδοση του Arachne. Αυτό το εργαλείο εξόρυξης δεδομένων και βαθμολόγησης κινδύνου θα χρησιμοποιείται υπό επιμερισμένη και άμεση διαχείριση. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τροφοδοτούν το εργαλείο με δεδομένα από το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (αρχής γενομένης από το 2028). Η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει την ετοιμότητα του αναθεωρημένου εργαλείου έως το 2027 όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα με άλλα συστήματα ΤΠ και βάσεις δεδομένων, τους δείκτες κινδύνου που στοχεύουν στις ανάγκες των χρηστών, την ΤΝ για την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων και την προστασία των δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτες, μπορούν να συζητήσουν εκ νέου τη δυνατότητα υποχρεωτικής χρήσης του.

Επιπλέον, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού, ώστε να συμπεριλάβει την επιμερισμένη διαχείριση, συμφωνήθηκε στην αναδιατύπωση του δημοσιονομικού κανονισμού.

Από την 1η Απριλίου 2024, διαβιβάζουν πληροφορίες σχετικά με όσους λαμβάνουν περισσότερες από 25 διασυνοριακές πληρωμές ανά τρίμηνο στις διοικήσεις των κρατών μελών της ΕΕ.

Πώς θα ανταλλάσσονται και θα αποθηκεύονται οι πληροφορίες;

Αυτές οι πληροφορίες αποθηκεύονται στη βάση δεδομένων του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Συστήματος Πληροφοριών Πληρωμών (CESOP), όπου θα συγκεντρώνονται και θα διασταυρώνονται με άλλες ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων. Όλες οι πληροφορίες στο CESOP διατίθενται στους εμπειρογνώμονες καταπολέμησης της απάτης των κρατών μελών μέσω του Eurofisc, του δικτύου εμπειρογνωμόνων καταπολέμησης της απάτης της ΕΕ από τα 27 κράτη μέλη και τη Νορβηγία.

Αυτά τα νέα μέτρα παρέχουν στις φορολογικές αρχές των κρατών μελών τα κατάλληλα μέσα για την ανίχνευση πιθανής απάτης στον ΦΠΑ ηλεκτρονικού εμπορίου που πραγματοποιείται από πωλητές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος ή χώρα εκτός ΕΕ.

Σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων, μόνο πληροφορίες που σχετίζονται με τους δικαιούχους περισσότερων από 25 διασυνοριακών πληρωμών ανά τρίμηνο διαβιβάζονται στις φορολογικές αρχές, μαζί με τις πληροφορίες για τα ποσά των πληρωμών που ελήφθησαν. Οι πληροφορίες σχετικά με τους καταναλωτές και τον σκοπό της πληρωμής δεν αποτελούν μέρος της διαβίβασης.

Υλοποίηση

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεργάζεται με τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών της ΕΕ και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών στην Ομάδα Εμπειρογνωμόνων CESOP, η οποία βοηθά στην ανάπτυξη του CESOP και στην εφαρμογή των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Υποστηρίζονται περαιτέρω από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων CESOP – μια ομάδα εμπειρογνωμόνων πληροφορικής από τα κράτη μέλη, η οποία ανέπτυξε τις τεχνικές απαιτήσεις που απαιτούνται για τη δημιουργία του CESOP.

Η οδηγία (EΕ) 2017/1371 (οδηγία ΠΟΣ) αυξάνει το επίπεδο προστασίας του προϋπολογισμού της ΕΕ με την εναρμόνιση των ορισμών, των κυρώσεων και των περιόδων παραγραφής των ποινικών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Η Επιτροπή εκδίδει ετήσια έκθεση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ (έκθεση PIF), η οποία παρέχει αξιολόγηση των επιτευγμάτων του έτους όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.

Ευρωπαϊκή πολιτική και ευρωπαϊκά προγράμματα για την καταπολέμηση της απάτης

Στις αρχές του 2019, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο τόνισε στην Ειδική Έκθεση αριθ. 01/2019 με τίτλο «Καταπολέμηση της απάτης κατά την εκτέλεση των δαπανών της ΕΕ: ανάγκη λήψης μέτρων» ότι η ΕΕ πρέπει να εντείνει την καταπολέμηση της απάτης και ότι η Επιτροπή θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό και να επανεξετάσει τον ρόλο και την ευθύνη της υπηρεσίας της για την καταπολέμηση της απάτης.

Τον Απρίλιο του 2019, η Επιτροπή παρουσίασε μια νέα στρατηγική (Στρατηγική της Επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης – CAFS), που επικαιροποιεί τη στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης του 2011. Η CAFS είναι ένα έγγραφο εσωτερικής πολιτικής που είναι δεσμευτικό μόνο για τις υπηρεσίες της Επιτροπής και τους εκτελεστικούς οργανισμούς. Επικεντρώνεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ από την απάτη, τη διαφθορά και άλλες εκ προθέσεως παρατυπίες, καθώς και από τον κίνδυνο σοβαρών παραπτωμάτων εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων της ΕΕ. Η νέα στρατηγική έχει στόχο τη βελτίωση της συνοχής και τον συντονισμό μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών της Επιτροπής όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει επίσης να προετοιμάσει το έδαφος για τη λήψη περισσότερων μέτρων που βασίζονται σε δεδομένα όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης κατά τα επόμενα χρόνια. Το σχέδιο δράσης που συνοδεύει την CAFS επικαιροποιήθηκε το 2023 για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τον πληθωρισμό, την ανάκαμψη μετά την πανδημία, την κλιματική αλλαγή και τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει πλέον 44 δράσεις, κατανεμημένες σε επτά κεφάλαια, οι οποίες υλοποιήθηκαν σχεδόν πλήρως στο τέλος του 2024.

Μια πρόταση ποινικής διαπραγμάτευσης

Θα πρέπει να κληθούν σε σύντομη προθεσμία 60 ή 90 ημερών όλοι όσοι έλαβαν επιδοτήσεις εν γνώσει των αναληθών δηλώσεών τους και να παραδώσουν λεπτομερή στοιχεία 

(Α) για τις ψευδείς, ανακριβείς ή ελλιπείς δηλώσεις ή έγγραφα κατά παράβαση ειδικής νομικής υποχρέωσης ανακοίνωσής τους και, με τον τρόπο αυτό, αποδείξει ότι αχρεωστήτως έλαβε παρανόμως παρακράτησε επιχορηγήσεις ή όμοιας φύσης οικονομικές παροχές που δεν συνδέονται άμεσα με ισάξιες αντιπαροχές και προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους προϋπολογισμούς των κάθε είδους οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του εκάστοτε φορέα διαχείρισης,

(Β) για τα πρόσωπα που διευκόλυναν τη σύνταξη των φακέλλων υποβολής υποψηφιότητας προσφοράς ή χορήγησης ή οικονομικής παροχής

(Γ) για τα πολιτικά πρόσωπα που διευκόλυναν ή προώθησαν στη σύνταξη και υλοποίηση του φακέλλου οικονομικής παροχής, και να κρίνεται από την αρμόδια εισαγγελική αρχή εάν υφίσταται πράγματι έδαφος ποινικής διαπραγμάτευσης και την αντίστοιχη φορολογική αρχή εάν υφίσταται πράγματι έδαφος επίλυσης της αντίστοιχης διοικητικής διαφοράς.

Ως προς την εφαρμογή του άρ. 187 ΠΚ Σε σχέση με την ευθύνη των υπουργών, το άρθρο 187 ΠΚ δεν αναφέρεται άμεσα στην ευθύνη των υπουργών.

Ωστόσο, σε περίπτωση που ένας υπουργός συμμετέχει σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία, μπορεί να διωχθεί ποινικά για το συγκεκριμένο αδίκημα, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ποινικού δικαίου.

Η συνέντευξη του στο Politica 89,8

 


Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook