Υπόθεση Μουρτζούκου – Το απολογητικό υπόμνημα και οι τρεις “βόμβες” που τινάζουν την έρευνα στον αέρα

Η Ειρήνη Μουρτζούκου, που κατηγορείται για τη δολοφονία τριών βρεφών και την απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός τέταρτου, κατέθεσε το απολογητικό της υπόμνημα και προκαλεί σοκ.
Σε ένα πολυσέλιδο κείμενο, η κατηγορούμενη εξαπολύει βαρύτατες κατηγορίες, αρνείται κάθε εμπλοκή στον θάνατο του Παναγιωτάκη – του 15 μηνών αγοριού που ήταν το τρίτο θύμα – και φωτογραφίζει άλλο πρόσωπο ως «καταλυτικό παράγοντα» στην υπόθεση.
Το υπόμνημα δεν είναι απλά απολογητικό. Είναι επιθετικό, καταγγελτικό και γεμάτο υπαινιγμούς. Παρά τις βαριές κατηγορίες που αντιμετωπίζει, η Μουρτζούκου επιχειρεί ανατροπή, ρίχνοντας τις ευθύνες στη μητέρα του Παναγιωτάκη, αποκαλύπτοντας συγκατοίκηση μαζί της για μήνες, και απειλώντας με αποκαλύψεις προσώπου-κλειδί, το οποίο – όπως λέει – θα κατονομάσει μόνο ενώπιον της Δικαιοσύνης, επικαλούμενη φόβο για τη ζωή της.
Πρώτη “βόμβα”: Κατηγορεί ευθέως τη μητέρα του παιδιού
Η Ειρήνη Μουρτζούκου κατονομάζει ρητά την Καλλιόπη, μητέρα του Παναγιωτάκη, ως υπεύθυνη για τον θάνατό του. Την παρουσιάζει ως πρόσωπο που την πίεζε να αναλάβει την ευθύνη, ενώ την ίδια στιγμή εκείνη, όπως γράφει, είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο παιδί.
«…αναφέρω ευθαρσώς πως, για τον θάνατό του, δεν έχω την παραμικρή ευθύνη – συμμετοχή – συνέργεια, αντιθέτως ευθύνεται η μητέρα του, Καλλιόπη…
…μου είναι αδύνατον να “χρεωθώ” τον θάνατο της τελευταίας ελπίδας σωτηρίας της ζωής, της ψυχής, της ύπαρξής μου».
Δεύτερη “βόμβα”: Έμενε στο σπίτι της “εξοργισμένης μητέρας” μέχρι και τον Ιούνιο
Παρά το γεγονός ότι η μητέρα του παιδιού τη χαρακτήριζε δημόσια ως “δολοφόνο”, η Μουρτζούκου αποκαλύπτει πως διέμενε – κρυφά – στο σπίτι της μέχρι και έναν μήνα πριν από τη σύλληψή της. Η αντίφαση αυτή, σημειώνει, καταρρίπτει το προφίλ της “εξοργισμένης μητέρας”.
«…με φιλοξενούσε, κρυφά, στην οικία της στην Αμαλιάδα, γεγονός ασφαλώς μη συμβατό με την, παρουσιαζόμενη δημοσίως, εικόνα της εξοργισμένης (δήθεν) μητέρας με τη “δολοφόνο” του παιδιού της».
Τρίτη “βόμβα”: Υπάρχει άλλο πρόσωπο-κλειδί, που “θα κατονομαστεί όταν έρθει η ώρα”
Η κατηγορούμενη υπονοεί ότι υπάρχει και άλλο άτομο, που έχει διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο τόσο στην παρούσα υπόθεση όσο και στον θάνατο του Παναγιωτάκη. Το όνομα δεν το αποκαλύπτει, επικαλούμενη απειλές για τη ζωή της.
«…καταλυτικό ρόλο έχει διαδραματίσει και άλλος/άλλη, το όνομα του οποίου ατόμου θα αποκαλύψω μόνο στις αρμόδιες Εισαγγελικές – Ανακριτικές Αρχές, ευθύς ως κληθώ προς τούτο, αφού δέχομαι συνεχείς και έντονες απειλές για τη ζωή μου και τη σωματική μου ακεραιότητα».
Το τέλος του γέλιου, η αρχή της αποκάλυψης
Η σκηνή της μεταγωγής της από τη ΓΑΔΑ στο όχημα που την μετέφερε στον Κορυδαλλό δεν ήταν σαν τις άλλες. Όχι, αυτή τη φορά οι αστυνομικοί δεν την οδήγησαν βιαστικά, με σκυμμένο κεφάλι, για να προφυλάξουν την εικόνα της. Προχώρησαν αργά, σχεδόν τελετουργικά. Έπρεπε να τη δούμε όλοι. Έπρεπε να δούμε το πρόσωπο εκείνης που φέρεται να σκότωσε τρία βρέφη και να αποπειράθηκε να σκοτώσει ακόμα ένα.
Η μεγαλύτερη serial killer που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα;
Κανείς δεν ξέρει ακόμη με βεβαιότητα. Γιατί οι έρευνες δεν έχουν τελειώσει. Το Τμήμα Ανθρωποκτονιών συνεχίζει να επανεξετάζει όλες τις υποθέσεις, να ανακρίνει εκ νέου πρόσωπα του στενού της περιβάλλοντος, να ψάχνει συνεργούς ή γνώστες, που για καιρό σώπαιναν. Όμως πλέον «υπάρχει και ο τρόπος και η στρατηγική για να μιλήσουν».
Οι πληροφορίες για επέκταση της έρευνας ακόμα και στη Γερμανία, εκεί όπου έμενε ο πατέρας της και την επισκέφθηκε, δείχνουν πόσο βαθαίνει η υπόθεση. Όσο για το σκοτεινό ψυχολογικό της προφίλ, ειδικοί επιστήμονες υποστηρίζουν πως τα εγκλήματα δεν είναι μόνο αυτά που ήδη γνωρίζουμε.
Η Αλήθεια θα συγκλονίσει και κάποιοι θα λογοδοτήσουν.
Η Αστυνομία, πολύ πριν γίνει ο καπνός φωτιά, είχε αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι. Τότε που πολλοί έσπευδαν να λοιδορήσουν, να μιλήσουν για υπερβολές, να ψιθυρίσουν για στημένα σενάρια. Τώρα, οι ίδιοι παρακολουθούν αποσβολωμένοι τις εξελίξεις.
Γιατί το φως δεν σβήνει όταν κάποιοι θέλουν να μείνει το έγκλημα στο σκοτάδι.
Το σκοτάδι αυτό, όμως, είναι όλο δικό της.
Το βλέμμα του θυμού και της πρόκλησης
Η πρώτη εικόνα είναι καθηλωτική. Το βλέμμα της Μουρτζούκου είναι στυλωμένο, σκυθρωπό, διαπεραστικό. Δεν αποφεύγει την κάμερα – τη “καρφώνει”. Το πρόσωπό της έχει μια ένταση σχεδόν επιθετική, σαν να προκαλεί: «Με βλέπετε; Εδώ είμαι».
Πρόκειται για στάση αντίστασης ή προμελετημένης αδιαφορίας απέναντι στο δημόσιο στίγμα που πλέον τη συνοδεύει. Η έκφρασή της θυμίζει έφηβο σε σύγκρουση με την εξουσία, όμως το πλαίσιο εδώ είναι πολύ πιο ζοφερό.
Το σφίξιμο της οργής
Η δεύτερη εικόνα δείχνει βαθύτερη συναισθηματική σύγκρουση. Τα χείλη της είναι σφιγμένα, τα μάτια της μαυρισμένα από κούραση ή ένταση. Εδώ δεν υπάρχει ειρωνεία – υπάρχει συγκράτηση θυμού ή απόγνωσης.
Η έκφραση αυτή φανερώνει συναισθηματική καταπίεση. Δεν είναι η στάση ανθρώπου που «καταρρέει», αλλά εκείνου που βράζει εσωτερικά και παλεύει να μη δείξει τίποτα. Μπορεί να υποκρύπτει φόβο για όσα έρχονται, ή πικρή αίσθηση αδικίας.
Η παραμόρφωση του “αδίκου” ή ένα αμήχανο μειδίαμα;
Η τρίτη φωτογραφία είναι η πιο αντιφατική και αινιγματική. Η έκφρασή της αγγίζει τα όρια του παραμορφωμένου μειδιάματος, ή ίσως μιας αδέξιας προσπάθειας να συγκρατήσει λυγμό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλοιώνονται, τα μάτια φαίνονται πιο υγρά.
Η στιγμή αυτή είναι δραματουργικά φορτισμένη. Ο θεατής αναρωτιέται:
- είναι αδυναμία;
- είναι ειρωνική αντίδραση;
- είναι απλώς αμηχανία;
Η αντίθεση με την πρώτη φωτογραφία είναι εντυπωσιακή: από το πρόσωπο της πρόκλησης, στο πρόσωπο της έντασης και τελικά στο πρόσωπο που δεν ξέρει πώς να σταθεί απέναντι στον φακό.
🎥
Η δύναμη της εικόνας – Το κοινό είδε ό,τι έπρεπε να δει
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή των αστυνομικών να τη συνοδεύσουν με αργό βήμα. Δεν προσπάθησαν να καλύψουν το πρόσωπό της. Άφησαν τον φακό να «γράψει». Και ο φακός κατέγραψε τις αποχρώσεις του κατηγορούμενου ψυχισμού, που είτε πρόκειται για ενοχή, είτε για χειριστικότητα, είτε για συγκάλυψη, δεν αφήνει τον θεατή ασυγκίνητο.
Αυτές οι τρεις εικόνες δεν είναι απλά φωτογραφίες. Είναι σκηνές ενός ανθρώπου που διασχίζει το πιο σκοτεινό κατώφλι της ελληνικής δικαστικής ιστορίας.