Μπριζίτ Μπαρντό: Από σεξουαλική Αμαζόνα, μισάνθρωπη Μαινάδα

Η Μπριζίτ Μπαρντό, που κάποτε δόξασε την αχαλίνωτη ελευθερία, σήμερα παραμένει στην ιστορία ως μια διχαστική περσόνα.
Ένα παγκόσμιο σύμβολο του κινηματογράφου που επέλεξε να συνδέσει τη φωνή της με τις πιο μισαλλόδοξες απόψεις της γαλλικής ακροδεξιάς η Μπαρντό έγινε από σέξι Αμαζόνα των 60s, Μαινάδα.
Η Μπριζίτ Μπαρντό, η γυναίκα που το Paris Match χαρακτήρισε το 1958 «ανήθικη, από την κορυφή ως τα νύχια», γεννήθηκε σαν σήμερα, τ0 1934.
Αν κάτι κατάφερε πέρα από το να κατοικήσει μόνιμα στη σφαίρα του μύθου, η Μπαρνό παρέμεινε ένα αδιάκοπα αμφιλεγόμενο πρόσωπο.
Από την αρχική της ενσάρκωση της σεξουαλικής απελευθέρωσης μέχρι τον σημερινό της ακτιβισμό για τα ζώα, που σκιάζεται από ρατσιστικές καταδίκες, η ιστορία της Μπαρντό είναι μια μελέτη αντιφάσεων και ακραίων εκφράσεων.
Η Μπαρντό δεν ήταν ένα κορίτσι της εργατικής τάξης, όπως η Σοφία Λόρεν ή η Τζίνα Λολομπρίτζιντα. Προερχόταν από μια πολύ αστική, ευσεβή καθολική οικογένεια του 16ου διαμερίσματος του Παρισιού, κοντά στον Πύργο του Άιφελ. Ωστόσο, η αυστηρή ανατροφή δεν εμπόδισε την εκρηκτική της εξέλιξη. Η τριετής εκπαίδευσή της στο μπαλέτο του Ωδείου του Παρισιού τής χάρισε την κομψή στάση και τη δυναμική σιλουέτα που γοήτευσε τον κόσμο.
Στα 15 της χρόνια, στις 8 Μαρτίου 1950, η Μπαρντό φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Elle, και ο κόσμος «μετατοπίστηκε», σύμφωνα με το κείμενο.
Η Μπριζίτ Μπαρντό έχει καταδικαστεί έξι φορές από τα γαλλικά δικαστήρια για «υποκίνηση φυλετικού μίσους»
Η εικόνα της καθολικής, γεμάτης καμπύλες αλλά συνάμα αθλητικής νεαρής γυναίκας, που φορούσε ακορσέ βαμβακερά φορέματα και ολόφωτα μπικίνι, ήταν πρωτοποριακή. Μαζί με τη Φρανσουάζ Σαγκάν (Καλημέρα Θλίψη), αποτέλεσαν τις «φωτεινές ιδιοφυΐες» της Γαλλίας, ενσαρκώνοντας ένα αυθάδες χαμόγελο και τα ξυπόλητα καλοκαίρια στο Σεν Τροπέ.
Στα 23 της, το 1957, δημιούργησε κινηματογραφική ιστορία στην ταινία Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα του συζύγου της, Ροζέ Βαντίμ. Η εκρηκτική της αισθησιακότητα, ιδιαίτερα στη διάσημη σκηνή όπου χορεύει ξυπόλητη «σε έκσταση, με το δέρμα της να λάμπει από τον ιδρώτα», ήταν πρωτόγνωρη.
Η Μπαρντό βρισκόταν πολύ μακριά από την «τακτοποιημένη και κατασκευασμένη» εικόνα των σταρ του Χόλιγουντ. Η ταινία προκάλεσε πρωτοφανή οργή στην Αμερική: οι διαχειριστές των κινηματογράφων που τόλμησαν να την προβάλουν διώχθηκαν, ενώ σε ορισμένες πολιτείες η ταινία απαγορεύτηκε. Ο σάλος αυτός, όμως, λειτούργησε ως καταλύτης για την επιτυχία στα ταμεία, με τη φήμη να επιστρέφει εκρηκτική στην Ευρώπη.
Η γοητεία της, ωστόσο, δεν βασιζόταν μόνο στην ομορφιά και τον αισθησιασμό, αλλά κυρίως στον τρόπο ζωής της. Η Μπαρντό συμπεριφερόταν στην προσωπική της ζωή «όπως ένας άνδρας»: δεν είχε περιορισμούς και ένιωθε ξένη προς τις κοινωνικές συμβάσεις. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, απέκτησε ένα παιδί, αλλά αποφάσισε ότι δεν ήταν πλασμένη ούτε για σύζυγος ούτε για μητέρα.
Για τη βιογράφο της Μπαρντό, κάθε προσπάθεια κατάταξης της είναι μάταιη: «Η Μπαρντό είναι Μπαρντό, αψηφά τον ορισμό»
Η συμπεριφορά αυτή, δεκαπέντε χρόνια πριν από τον Μάιο του 1968, ήταν ταυτόχρονα σκάνδαλο και μυστική φιλοδοξία για πολλές γυναίκες. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, στην ανάλυσή της για την Μπαρντό το 1959, αναγνώρισε σε αυτήν την «απόλυτη ελευθερία».
Η συγγραφέας βιογραφιών Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ τόνισε ότι η Μπαρντό είναι η πιο σύνθετη προσωπικότητα που έχει συναντήσει.
«Είναι η πρώτη γυναίκα που επέδειξε δημοσίως τη σεξουαλική της ελευθερία», είπε στον Observer. «Πριν από την Μπαρντό, μια γυναίκα που άλλαζε εραστή με την παραμικρή ιδιοτροπία χαρακτηριζόταν σκύλα (salope). Μετά την Μπαρντό, θεωρούνταν απλώς απελευθερωμένη (libérée)».
Μετά την αποχώρησή της από τον κινηματογράφο το 1973, η Μπαρντό αφιέρωσε τη ζωή της στην ίδρυση του Ιδρύματος Μπριζίτ Μπαρντό για την προστασία των ζώων, ζώντας ως ερημίτισσα στις ιδιοκτησίες της στο Σεν Τροπέ. Ωστόσο, η πολυετής απομόνωση, σύμφωνα με τη βιογράφο της, τής δημιούργησε μια «κάπως διαστρεβλωμένη άποψη για τον κόσμο».
Η Λελιέβρ εξηγεί ότι, επειδή τα ζώα είναι όλη της η ζωή και είναι ένας αυθόρμητος άνθρωπος, εκφράζει απόψεις που «θα έπρεπε απλώς να κρατήσει για τον εαυτό της», τονίζοντας ότι δεν αντιλαμβάνεται το βάρος των λεγομένων της.
Όσον αφορά τις φήμες για τη σύνδεσή της με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο (Front National), η Λελιέβρ υποστηρίζει ότι δεν είναι «ούτε ρατσίστρια ούτε ακροδεξιά ακτιβίστρια», παρά τη φιλία του συζύγου της με τον Ζαν-Μαρί Λε Πεν.
Για τη βιογράφο της, κάθε προσπάθεια κατάταξης της σε κάποια κατηγορία, είναι μάταιη. «Η Μπαρντό είναι Μπαρντό, αψηφά τον ορισμό» υπερασπίστηκε.
Οι Μουσουλμάνοι είναι εισβολή, οι ομοφυλόφιλοι τερατουργήματα, οι δάσκαλοι είναι βρωμιάρηδες σε κέντρα διαφθοράς, οι γυναίκες που καταγγέλουν σεξουαλική παρενόχληση είναι υποκρίτριες. Ο κόσμος της Μπριζίτ Μπαρντό είναι γεμάτος μίσος
Η Μπριζίτ Μπαρντό έχει καταδικαστεί έξι φορές από τα γαλλικά δικαστήρια για «υποκίνηση φυλετικού μίσους».
Οι πιο ακραίες δηλώσεις της Μπαρντό προέρχονται κυρίως από τις προσωπικές της εκδόσεις, όπως το βιβλίο του 2003, Μια Κραυγή Μέσα στη Σιωπή (Un Cri dans le Silence). Σε αυτή η Μπριζίτ Μπαρντό εξαπολύει μετωπική επίθεση σε ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, με τη δικαιολογία ότι «λέει δυνατά αυτά που σκέφτονται οι άλλοι».
Η πλέον επίμονη και επανειλημμένα καταδικασμένη ρητορική της Μπαρντό αφορά τη μουσουλμανική κοινότητα και τους μετανάστες.
Η ακραία της στάση πηγάζει από την αντίθεσή της στη σφαγή των ζώων κατά το μουσουλμανικό τελετουργικό (Χαλάλ), μια αφετηρία που καλλιέργησε σε γενικευμένο ρατσισμό.
«Έχω βαρεθεί να βρίσκομαι υπό τον έλεγχο αυτού του πληθυσμού [των Μουσουλμάνων] που μας καταστρέφει, καταστρέφει τη χώρα μας και επιβάλλει τις πράξεις του» γράφει στο βιβλίο επαναλαμβάνοντας όσα είχε γράψει σε προηγούμενο βιβλίο της όπου είχε θρηνήσει για την «εισβολή» στη Γαλλία από έναν «υπερπληθυσμό ξένων, ιδιαίτερα Μουσουλμάνων». Οι δηλώσεις αυτές την οδήγησαν σε βαριά πρόστιμα, φτάνοντας τα 15.000 ευρώ το 2008.
Η Μπαρντό, η οποία υπήρξε σύμβολο της σεξουαλικής ελευθερίας, επιτέθηκε με μανία και κατά της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας υποστηρίζοντας ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι «τερατουργήματα» και «εκθέματα σε λούνα παρκ» (fairground freaks).
Η χρήση αυτών των όρων στο βιβλίο της προκάλεσε άμεση νομική αντίδραση από οργανώσεις κατά του ρατσισμού και υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκτός από τις μειονότητες, η επίθεση της Μπαρντό επεκτάθηκε και σε άλλες κοινωνικές ομάδες.
Ίσως η πιο σοκαριστική δήλωσή της υπήρξε και η έκκληση για την επιστροφή της θανατικής ποινής, και συγκεκριμένα της Γκιλοτίνας
Έχει επιτεθεί στους άνεργους «ως επαγγελματίες που τρώνει προνοιακά επιδόματα», κατηγόρησε τους εκπαιδευτικούς ως «κινούμενα κέντρα διαφθοράς με απαίσια εμφάνισή τους, με λαδωμένα μαλλιά, φορώντας βρώμικα τζιν και λασπωμένα αθλητικά», σε ένα «κέντρο ακολασίας, με διακινητές ναρκωτικών… και μαζικούς χρήστες προφυλακτικών» ενώ πιο πρόσφατα, με αφορμή το κίνημα του #MeToo, η Μπαρντό έριξε λάδι στη φωτιά δηλώνοντας στο γαλλικό περιοδικό Paris Match, ότι οι περισσότερες ηθοποιοί που καταγγέλλουν τη σεξουαλική παρενόχληση είναι «υποκρίτριες και γελοίες».
Η Μπαρντό, η οποία υπήρξε το απόλυτο σύμβολο του σεξ τη δεκαετία του ’50, αμφισβήτησε ευθέως τα κίνητρα των γυναικών που μιλούν ανοιχτά, υποστηρίζοντας ότι η πλειονότητα των καταγγελιών είναι κατασκευασμένες. «Η συντριπτική πλειονότητα [των ηθοποιών] είναι υποκρίτριες και γελοίες. Πολλές ηθοποιοί προσπαθούν να κάνουν το κορίτσι-πειρασμό με τους παραγωγούς για να πάρουν έναν ρόλο. Και μετά, για να συζητηθεί το όνομά τους, λένε ότι δήθεν παρενοχλήθηκαν».
Η ίδια υποστήριξε ότι ποτέ δεν υπήρξε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι το να της έλεγαν οι άνδρες πως είναι όμορφη ή πως «έχει ένα ωραίο πισιvάκι» το έβρισκε «γοητευτικό».
Ίσως η πιο σοκαριστική δήλωσή της Μπαρντό υπήρξε και η έκκληση για την επιστροφή της θανατικής ποινής, και συγκεκριμένα της Γκιλοτίνας, για όσους δολοφονούν παιδιά. Η δήλωση αυτή ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και επιβεβαίωσε αυτό που υπέθεταν πολλοί. Η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων καλλιέργησε συμπόνια αυστηρά επιλεκτική.