Ευρώπη: Επανεξοπλίζεται με πρωτοφανή ρυθμό, αλλά χωρίς συνεκτική πολιτική πυξίδα

Η Ευρώπη επανεξοπλίζεται με πρωτοφανή ρυθμό από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου – χωρίς, όμως, μια συνεκτική πολιτική πυξίδα.
Το 2025, η ήπειρος πλέει σε μια στρατηγικά δύσκολη κατάσταση, σε αυτό που ο Ίαν Μπρέμερ αποκαλεί πλανήτη «G-Zero»: ένα τοπίο που διαμορφώνεται όχι από καθορισμένες απειλές αλλά από μια καταρρακτώδη αβεβαιότητα, με την ισχύ να μετατοπίζεται ταχύτερα από ό,τι μπορούν να σχηματίσουν συμμαχίες.
Αντί να παρουσιάζει διακριτές απειλές, αυτό το περιβάλλον ενισχύει τη συστημική αβεβαιότητα: μια κατάσταση στην οποία οι κίνδυνοι καταρρέουν σε διάφορους τομείς χωρίς σαφείς μηχανισμούς περιορισμού ή συντονισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αβεβαιότητα δεν είναι απλώς έλλειψη προνοητικότητας – γίνεται η κυρίαρχη στρατηγική μεταβλητή. Η πρόκληση της Ευρώπης δεν έγκειται στην εξάλειψη της αβεβαιότητας, αλλά στην αντιμετώπισή της ως μια δομική πραγματικότητα που απαιτεί συνοχή, προσαρμοστικότητα και στρατηγική προνοητικότητα.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η αντίδραση της Ευρώπης ήταν ισχυρή αλλά και αντιδραστική: σαρωτικές κυρώσεις, αξιοσημείωτη αύξηση των αμυντικών δαπανών και άνευ προηγουμένου ενότητα του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, αυτά τα απαραίτητα μέτρα προκάλεσαν ακούσια δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως πληθωρισμό, πολιτικό κατακερματισμό και κοινωνική αναταραχή. Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αυξήθηκαν δραματικά, με την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής να δεσμεύουν έως και 4-5% του ΑΕΠ για την άμυνα.
Η αυτοανακηρυγμένη «Zeitenwende» της Γερμανίας, μια κοσμοϊστορική ρήξη από τον μεταπολεμικό στρατηγικό περιορισμό, αποτέλεσε ένα δογματικό ορόσημο, ενώ η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ σηματοδότησε τόσο συμβολικές όσο και στρατηγικές επεκτάσεις.
Ωστόσο, παρά την ταχεία και αποφασιστική αυτή αντίδραση, η ήπειρος δεν διέθετε μια συνεκτική μακροπρόθεσμη διπλωματική στρατηγική.
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2024 έχει εντείνει περαιτέρω τη στρατηγική δύσκολη θέση της Ευρώπης. Οι απαιτήσεις του προς τα μέλη του ΝΑΤΟ να διαθέσουν το 5% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες υπερβαίνουν σημαντικά τις προηγούμενες προσδοκίες, επαναπροσδιορίζοντας ουσιαστικά τις υποχρεώσεις της συμμαχίας σύμφωνα με τις συναλλακτικές γραμμές.
Η έμμεση απειλή ενός «ΝΑΤΟ δύο ταχυτήτων» έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με ένα υπό όρους Άρθρο 5, το οποίο υπονομεύει τις αρχές της συλλογικής άμυνας που κάποτε θεωρούνταν δεδομένες.
Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αναγκασμένη να επιταχύνει τη στρατιωτικοποίηση για να καθησυχάσει την Ουάσινγκτον, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει στρατηγική αυτονομία εν αναμονή ενός δυνητικά αναξιόπιστου εταίρου των ΗΠΑ.
Αυτή η λεπτή πράξη εξισορρόπησης έχει μετατρέψει τη διατλαντική ευθυγράμμιση από μια έμμεση εγγύηση σε μια συνεχώς διαχειριζόμενη πολιτική πρόκληση.
Οι πρώτες ενέργειες του Τραμπ το 2025 -ιδιαίτερα η ταλάντωσή του μεταξύ μονομερούς εμπλοκής με τη Μόσχα και προσωρινής αποδέσμευσης από το Κίεβο- έχουν υπογραμμίσει περαιτέρω αυτή τη μετατόπιση, σηματοδοτώντας μια σαφή απόκλιση από τις καθιερωμένες δεσμεύσεις ασφαλείας που βασίζονται στη συμμαχία.
Η σύντομη αναστολή και η επακόλουθη υπό όρους επαναφορά της στρατιωτικής βοήθειας και της ανταλλαγής πληροφοριών των ΗΠΑ, περιορισμένη σε ένα στενό πλαίσιο κατάπαυσης του πυρός, αποκάλυψε την επισφαλή φύση των εξωτερικών εξαρτήσεων της Ουκρανίας.
Η αντίδραση της Ευρώπης, με αιχμή του δόρατος έναν συνασπισμό Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και την προσχώρηση της Τουρκίας στην αρχή της δημιουργίας του, αντανακλούσε το πολύπλοκο πλέγμα ανταγωνιστικών γεωπολιτικών συμφερόντων εντός αυτής της εύθραυστης συμμαχίας.
Ωστόσο, ο συνασπισμός παραμένει ασαφής, διαμορφωμένος περισσότερο από τη διακριτική ευχέρεια του καθενός εξ αυτών των κρατών παρά από ένα συνεκτικό δόγμα.
Η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει την ικανότητά της να ερμηνεύει την αβεβαιότητα
Τα τελευταία μηνύματα εκ μέρους του Τραμπ υποδηλώνουν μια προθυμία για αποχώρηση από την ενεργό διαμεσολάβηση, με την κυβέρνησή του να επικαλείται την απογοήτευσή της για την καθυστερημένη διπλωματική πρόοδο.
Ενώ ανακοινώθηκε μια πώληση όπλων αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων -που θεωρείται ευρέως ως συμβολικό σήμα συνεχιζόμενης εμπλοκής- οι ευρύτερες προθέσεις της Ουάσιγκτον παραμένουν απροσδιόριστες.
Αυτή η ασάφεια δημιουργεί περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να συντονίσει μια συνεκτική απάντηση και να διατηρήσει μακροπρόθεσμη εμπλοκή με το Κίεβο.
Αυτή η εξωτερική ασάφεια επιδεινώνεται από τις διευρυνόμενες στρατηγικές αποκλίσεις εντός της ίδιας της ΕΕ. Τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης αντιλαμβάνονται τη Ρωσία ως υπαρξιακή απειλή που απαιτεί μέγιστη αποτροπή, ενώ οι δυτικές πρωτεύουσες διατηρούν μια πιο προσεκτική, μερικές φορές αμφιλεγόμενη προσέγγιση.
Η Ουγγαρία αψηφά ανοιχτά τις κυρώσεις. Η Ιταλία και η Σλοβακία εκφράζουν δημοσίως την αυξανόμενη κόπωσή τους. Η Γαλλία εξισορροπεί προσεκτικά την ισχυρή αποτροπή με την προοδευτική διπλωματία, επηρεασμένη από τις στρατηγικές της ανησυχίες στην Αφρική, ιδίως στο Σαχέλ, όπου η αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας αμφισβητεί άμεσα τα γαλλικά συμφέροντα.
Επιπλέον, η πρόσφατη προσέγγιση της Ιταλίας με την Τουρκία -συμπεριλαμβανομένης της επίσημης επίσκεψης της πρωθυπουργού Μελόνι με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής και οικονομικής συνεργασίας των δυο κρατών- αναδεικνύει τις ενδοευρωπαϊκές αποκλίσεις.
Αυτή η ευθυγράμμιση ενδεχομένως περιπλέκει τη συνοχή της ΕΕ, ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο, των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά από έναν στενότερο άξονα Ιταλίας-Τουρκίας.
Οι στρατηγικές αποκλίσεις που προκύπτουν επιδεινώνονται περαιτέρω από την αυξανόμενη εσωτερική αναταραχή, καθώς τα λαϊκιστικά κινήματα εκμεταλλεύονται τον πληθωρισμό, την ενεργειακή ανασφάλεια και τα κοινωνικοοικονομικά παράπονα, αμφισβητώντας τη λογική και τη βιωσιμότητα της παρατεταμένης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Οι αποκλίσεις εντός της ΕΕ ενδέχεται να ενταθούν περαιτέρω, καθώς η στρατιωτικοποίησή της δημιουργεί ολοένα και περισσότερο ασύμμετρα οφέλη, ιδίως για τα κράτη-μέλη με προηγμένες αμυντικές βιομηχανίες, ενώ άλλα έθνη απορροφούν σημαντικό κόστος χωρίς ισοδύναμα οικονομικά οφέλη.
Η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης υπογραμμίζει παρόμοιες αντιφάσεις. Η ταχεία αποσύνδεση από το ρωσικό φυσικό αέριο αναμόρφωσε ριζικά το ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης, αλλά δημιούργησε νέες εξαρτήσεις. Το αμερικανικό LNG αντικατέστησε τις ρωσικές προμήθειες εκτοξεύοντας τις τιμές.
Ταυτόχρονα, οι καθυστερημένες διαπραγματεύσεις με το Κατάρ και οι εσωτερικές συζητήσεις σχετικά με την ρεαλιστική επανένταξη των περιορισμένων ρωσικών ενεργειακών ροών αποκαλύπτουν υποκείμενες εντάσεις.
Επιπλέον, το γεωπολιτικό κόστος της ενεργειακής ανεξαρτησίας κατανέμεται άνισα, επιδεινώνοντας την κοινωνική αναταραχή και την πόλωση μεταξύ των κρατών-μελών.
Εν μέσω αυτών των εντάσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση -ιστορικά πρωταρχικός ωφελούμενος της παγκοσμιοποίησης- πλέον περιπλανιέται σε ένα μεταβαλλόμενο γεωοικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από πιέσεις που ανανεώνονται τόσο από συμμάχους όσο και από αντιπάλους.
Η επαναφορά των δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ σηματοδοτεί μια στροφή προς τον συναλλακτικό οικονομικό εθνικισμό. Ταυτόχρονα, η αδασμολόγητη εισαγωγή ουκρανικών γεωργικών προϊόντων έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Οι εγχώριοι παραγωγοί των λόγω χωρών αντιμετωπίζουν αυξανόμενη πίεση από ανεξέλεγκτες εισροές, προκαλώντας πολιτικές αντιδράσεις.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εμπορική αγκίστρωση στην Ουκρανία ενισχύει την ανθεκτικότητα εν καιρώ πολέμου, οι επικριτές στο εσωτερικό της κατηγορούν τις Βρυξέλλες ότι υποτάσσουν την οικονομική συνοχή στον γεωπολιτικό συμβολισμό.
Μόνο ενσωματώνοντας αυτές τις ιδιότητες μπορεί η Ευρώπη να ελπίζει ότι θα ανακτήσει την αυτενέργειά της
Επιπλέον, οι διαρθρωτικές εξαρτήσεις -ιδιαίτερα από την Κίνα- παραμένουν βαθιά ριζωμένες, και οι βιομηχανικές στρατηγικές για την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας εξακολουθούν να είναι εννοιολογικές παρά λειτουργικές.
Η παγκόσμια θέση της ΕΕ περιπλέκεται περαιτέρω από τις πιέσεις των ΗΠΑ για οικονομική αποσύνδεση από τις αντίπαλες δυνάμεις, σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή επιταγή διατήρησης διαφοροποιημένων οικονομικών σχέσεων με τον Παγκόσμιο Νότο.
Η αντιδραστική χάραξη πολιτικής υπό γεωπολιτική πίεση έχει αφήσει το μπλοκ χωρίς σαφή γεωοικονομική κατεύθυνση.
Πρόσφατες συμφωνίες, όπως το Μνημόνιο Συνεννόησης ΕΕ-Αυστραλίας για τα κρίσιμα ορυκτά, υπογραμμίζουν τις προσπάθειες για τη μείωση της εξάρτησης από τα αντίπαλα κράτη. Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες παραμένουν σε αρχικό στάδιο και απαιτούν ισχυρά θεσμικά θεμέλια για να εξελιχθούν σε απτή γεωπολιτική ικανότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο οικονομικού κατακερματισμού και γεωπολιτικής αστάθειας, η αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης υποφέρει από στρατηγικό έλλειμμα. Έχει προκύψει σαφής ασυμμετρία μεταξύ των στρατιωτικών δυνατοτήτων και της πολιτικής σαφήνειας.
Η επέκταση του στρατιωτικού υλικού έχει ξεπεράσει την ικανότητα της Ευρώπης να διατυπώνει με σαφήνεια τους στρατηγικούς thw στόχους. Η ΕΕ ως γεωπολιτικός παράγοντας παραμένει αμφιλεγόμενα καθορισμένη, διχασμένη μεταξύ της προβολής ισχύος και της διατύπωσης σαφών στρατηγικών προθέσεων.
Ένας μονόδρομος για την Ευρώπη
Ο επιταχυνόμενος επανεξοπλισμός της Ευρώπης, χωρίς μια συνεκτική πολιτική πυξίδα, κινδυνεύει να γίνει εγγενώς αποσταθεροποιητικός. Χωρίς σαφείς διπλωματικές προστατευτικές δικλείδες, οι κίνδυνοι λανθασμένου υπολογισμού, ακούσιας κλιμάκωσης και κατακερματισμένων αντιδράσεων αυξάνονται εκθετικά.
Για να ξεπεράσει την αντιδραστική αποτροπή, η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει την ικανότητά της να ερμηνεύει την αβεβαιότητα, να εντοπίζει τις διαδοχικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς και να συμφιλιώνει τη εξωτερική πολιτική με την εσωτερική συνοχή της.
Η αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης θα απαιτήσει ανανεωμένες επενδύσεις στη διπλωματία, όχι μόνο με τους συμμάχους αλλά και μέσω βαθμονομημένης εμπλοκής με τους αντιπάλους και τους παράγοντες που δραστηριοποιούνται στις γκρίζες ζώνες.
Η ενεργειακή πολιτική πρέπει να αναδιατυπωθεί τόσο ως εργαλείο γεωπολιτικής μόχλευσης όσο και ως κοινωνικό συμβόλαιο που σταθεροποιεί την εγχώρια συναίνεση.
Σε θεσμικό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται μηχανισμούς που ευθυγραμμίζουν τις εξωτερικές της πρωτοβουλίες με την εσωτερική της ανθεκτικότητα, διασφαλίζοντας ότι οι φιλοδοξίες της γύρω από τις διεθνείς εξελίξεις δεν θα ξεπεράσουν την πολιτική και κοινωνική της ενότητα.
Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μέσω της δημιουργίας ενός μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού για προληπτική διπλωματία, της συστηματικής δοκιμασίας αντοχής σε ακραίες καταστάσεις (stress-test) βασικών τομέων πολιτικής υπό πολλαπλά σενάρια και της ανάπτυξης ενός Μηχανισμού Στρατηγικής Ευθυγράμμισης για την αξιολόγηση της συμβατότητας μεταξύ των εξωτερικών δράσεων της Ευρώπης και της εσωτερικής της αρχιτεκτονικής.
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται περισσότερο από τις αναταραχές παρά από τις λύσεις, η ανθεκτικότητα της Ευρώπης δεν θα εξαρτηθεί μοναχά από τη ισχύ της, αλλά και από την ικανότητά της να απορροφά τους κραδασμούς, να διατηρεί την εσωτερική της συνοχή και να ενεργεί με μακροπρόθεσμος στόχους και διορατικότητα.
Μόνον ενσωματώνοντας τις συγκεκριμένες ιδιότητες μπορεί να ελπίζει σε ανάκτηση της αυτενέργειά της σε έναν ολοένα και πιο κατακερματισμένο και απρόβλεπτο κόσμο.