
Τα Βραβεία Νόμπελ, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους θεσμούς διεθνούς κύρους, θεσπίστηκαν από τον Άλφρεντ Νόμπελ (1833–1896), τον Σουηδό εφευρέτη της δυναμίτιδας. Θέλοντας να αφήσει πίσω του μια διαφορετική κληρονομιά από εκείνη του «εμπόρου του θανάτου», ο Νόμπελ διέθεσε την περιουσία του για να επιβραβεύει όσους προσφέρουν το μέγιστο όφελος στην ανθρωπότητα.
Η πρώτη απονομή πραγματοποιήθηκε το 1901, εγκαινιάζοντας πέντε κατηγορίες: Φυσικής, Χημείας, Ιατρικής ή Φυσιολογίας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης. Το 1968, η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας πρόσθεσε και μια έκτη, τις Οικονομικές Επιστήμες εις μνήμην του Άλφρεντ Νόμπελ. Έκτοτε, κάθε Οκτώβριο η παγκόσμια κοινότητα στρέφεται στη Στοκχόλμη και το Όσλο, όπου ανακοινώνονται οι νέοι βραβευθέντες.
Φέτος, τέσσερα βραβεία έχουν ήδη απονεμηθεί, ενώ το Νόμπελ Ειρήνης θα ανακοινωθεί σήμερα, 10 Οκτωβρίου, ακολουθούμενο από εκείνο των Οικονομικών στις 13 Οκτωβρίου.
Ποιοι μπορούν να είναι υποψήφιοι;
Το Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται σε άτομα ή οργανισμούς που συμβάλλουν στην προώθηση της ειρήνης, στην επίλυση διεθνών συγκρούσεων και στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για το 2025 έχουν κατατεθεί 338 υποψηφιότητες — 244 άτομα και 94 οργανισμοί — αριθμός αυξημένος σε σχέση με τις 286 της περσινής χρονιάς.
Η διαδικασία επιλογής διέπεται από αυστηρό απόρρητο: τα μέλη της Νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ δεν μπορούν να αποκαλύψουν πληροφορίες ή ονόματα για 50 χρόνια, ενώ μόνο οι εισηγητές έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν δημόσια την πρότασή τους. Κανείς δεν μπορεί να προτείνει τον εαυτό του, ωστόσο μπορεί να προταθεί πολλές φορές από διαφορετικούς υποστηρικτές.
Στην ιστορία του θεσμού δεν έλειψαν και αμφιλεγόμενες υποψηφιότητες. Μεταξύ των πιο αναζητημένων ονομάτων στη βάση δεδομένων του Νόμπελ είναι ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Ιωσήφ Στάλιν — τρεις προσωπικότητες με εντελώς διαφορετικές παρακαταθήκες.
Ο Χίτλερ προτάθηκε το 1939 ειρωνικά, ο Γκάντι υπήρξε πολλαπλά υποψήφιος από το 1937 έως το 1948 χωρίς ποτέ να τιμηθεί, ενώ ο Στάλιν προτάθηκε το 1945 και 1948 για τη συμβολή του στη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
View this post on Instagram
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι αντιδράσεις
Ανάμεσα στους φετινούς υποψηφίους ξεχωρίζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, που έχει λάβει προτάσεις από χώρες όπως το Ισραήλ, η Καμπότζη, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και το Πακιστάν. Ο ίδιος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι «αξίζει» το Νόμπελ Ειρήνης, ειδικά μετά την υπογραφή της πρώτης φάσης του ειρηνευτικού του σχεδίου για τη Γάζα.
Ωστόσο, η υποψηφιότητά του έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Όπως σημειώνει ο επικεφαλής ανθρωπιστικών υποθέσεων του ΟΗΕ, Τομ Φλέτσερ, η κυβέρνηση Τραμπ συνέβαλε στην ενίσχυση της ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης, προκαλώντας «λιμό και μαζικές απώλειες αμάχων».
Ποιοι έχουν τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης
Μέχρι το 2024, το Νόμπελ Ειρήνης έχει απονεμηθεί 105 φορές σε 142 βραβευθέντες – 111 άτομα και 31 οργανισμούς. Από αυτούς, 92 είναι άνδρες και 19 γυναίκες. Η νεότερη παραλήπτρια είναι η Μαλάλα Γιουσαφζάι (2014, 17 ετών) και ο γηραιότερος ο Τζόζεφ Ρότμπλατ (86 ετών). Ο Ερυθρός Σταυρός έχει τιμηθεί τρεις φορές και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) δύο.
Το 1948, μετά τη δολοφονία του Μαχάτμα Γκάντι, η επιτροπή αποφάσισε να μην απονείμει το βραβείο, επικαλούμενη «έλλειψη κατάλληλου εν ζωή υποψηφίου» — μια απόφαση που θεωρήθηκε σιωπηλός φόρος τιμής.
Αμφιλεγόμενες αποφάσεις υψηλού προφίλ
Η ιστορία του θεσμού είναι γεμάτη αντιφατικές βραβεύσεις. Το 1973, ο Λε Ντουκ Θο αρνήθηκε να μοιραστεί το βραβείο με τον Χένρι Κίσινγκερ, επικαλούμενος τη συνέχιση του Πολέμου του Βιετνάμ. Ο Κίσινγκερ, βασικός «μαέστρος» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είχε κατηγορηθεί για τη συμμετοχή του στους βομβαρδισμούς της Καμπότζης και του Λάος, αλλά και για τη θεωρία της ρεαλπολιτίκ που υπερίσχυε της ηθικής διάστασης.
Αντίστοιχες αντιδράσεις προκάλεσε και το Νόμπελ του 2013, που απονεμήθηκε στον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW). Αν και αρχικά η βράβευση φάνηκε εύλογη λόγω της δράσης του στη Συρία, το 2019 αποκαλύφθηκε από τον Βρετανό δημοσιογράφο Πίτερ Χίτσενς ότι ο οργανισμός είχε αποκρύψει κρίσιμες πληροφορίες για να στηρίξει το αφήγημα πως το καθεστώς Άσαντ ευθυνόταν για την επίθεση στη Ντούμα.
Ο Χίτσενς και άλλοι που επιδίωξαν να φέρουν αυτό το ζήτημα στο φως — κυρίως μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών με την ονομασία Working Group on Syria, Propaganda and Media — στοχοποιήθηκαν από μια εκστρατεία δυσφήμησης, κατά την οποία χαρακτηρίστηκαν «αρνητές εγκλημάτων πολέμου» και «απολογητές του Άσαντ».
Η υπόθεση αυτή —όπως και εκείνη του Κίσινγκερ— υπενθυμίζει ότι το Νόμπελ Ειρήνης δεν είναι μόνο ένα ηθικό παράσημο, αλλά και ένας καθρέφτης των πολιτικών ισορροπιών της εποχής. Όπως έχει δείξει η ιστορία, η ειρήνη δεν είναι ποτέ απολύτως ουδέτερη έννοια· είναι πεδίο διαμάχης, αφήγησης και ισχύος.
*Με πήροφορίες από: Al Jazeera, The Conversation, Daily Mail