Σούπερμαν: Όταν ο άνθρωπος από ατσάλι ήταν ένας «σούπερ αναρχικός, βίαιος σοσιαλιστής»

Λίγο πριν η νέα του Τζέιμς Γκαν για τον Άνθρωπο από Ατσάλι κάνει πρεμιέρα, το BBC επιστρέφει στις ρίζες του Σούπερμαν καθώς οι φανατικοί του υπερήρωα τσακώνονται για το αν ο νέος ήρωας είναι πιστός στο πρωτότυπο πνεύμα των κόμικς.
Ο Σούπερμαν του 1930 ήταν ένας ατίθασος, κοινωνικά συνειδητοποιημένος, σχεδόν αναρχικός υπερήρωας, μια φιγούρα που σήμερα θα θεωρούνταν άκρως ανατρεπτική σημειώνει ο Nicholas Barber του BBC.
Καθώς ο νέος Σούπερμαν ρίχνει λάδι στη φωτιά του αιώνιου debate («Είναι πολύ μελαγχολικός; Είναι πολύ woke; Πρέπει ακόμα να φοράει κόκκινο μαγιό πάνω από το μπλε κοστούμι του;») κάποια πράγματα είναι προσυμφωνημένα και δεν επιδέχονται αμφισβήτησεις.
Ο Σούπερμαν πρέπει να είναι ταχύτερος από σφαίρα, πιο δυνατός από ατμομηχανή, έχει καταγωγή από τον πλανήτη Κρύπτον, ζει σε μια πόλη που λέγεται Μητρόπολη και είναι είναι ερωτευμένος με τη Λόις Λέιν. Πέρα από αυτά, πρέπει επίσης να είναι ευγενής και ηθικός – και ίσως κάπως βαρετός. Ενώ χαρακτήρες όπως ο Μπάτμαν και ο Γούλβεριν είναι δημοφιλείς επειδή παραβιάζουν τους κανόνες, ο Σούπερμαν πρέπει να είναι ένας νομοταγής, ενάρετος, καθαρόαιμος Αμερικανός «και καλό παιδί».
Δεν ήταν πάντα έτσι.
Οι πρώτες ιστορίες του Σούπερμαν γράφτηκαν από τον Τζέρι Σίγκελ, σχεδιάστηκαν από τον Τζο Σούστερ και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Action Comics το 1938 από την DC (ή National Allied, όπως ονομαζόταν τότε η εταιρεία). Σε αυτές, ο Σούπερμαν ήταν ένας πολύ πιο ατίθασος, και κατά κάποιον τρόπο πολύ πιο σύγχρονος χαρακτήρας.
Ήταν «ένας Σούπερμαν που χτυπούσε κεφάλια, που δεν έπαιρνε αιχμαλώτους, που έφτιαχνε τον δικό του νόμο και τον επέβαλλε με τις γροθιές του, που τρομοκρατούσε με χαρά τους εχθρούς του με ένα πονηρό χαμόγελο και ένα κακόβουλο βλέμμα», λέει ο Μαρκ Γουέιντ, συγγραφέας κόμικς και ιστορικός, στην εισαγωγή του σε έναν τόμο κλασικών ανατυπώσεων του Action Comics.
«Δεν ήταν ένας σούπερ-αστυνομικός. Ήταν ένας σούπερ-αναρχικός!» σημειώνει και όλοι συμφωνούμε ότι αν αυτός ο θορυβώδης και επαναστατικός Σούπερμαν παρουσιαζόταν σήμερα, θα αναγνωριζόταν ως ένας από τους πιο ανατρεπτικούς υπερήρωες των καιρών μας.
«Δεν είχα ιδέα ότι ο χαρακτήρας ήταν έτσι μέχρι που άρχισα να γράφω το βιβλίο μου», λέει ο Πολ Σ. Χιρς, συγγραφέας του Pulp Empire: A Secret History of Comic Book Imperialism. «Αλλά όταν το είδα, μου έφυγε το κεφάλι. Ταράχτηκα. Ο Σούπερμαν είναι ουσιαστικά ένας βίαιος σοσιαλιστής!»
«Οι νέοι δημιουργοί του ήταν απογοητευμένοι με τις αδικίες του κόσμου -και δικαίως. Ήταν δύο Εβραίοι άνδρες που έφταναν στην ενηλικίωση λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρχαν πολλά για να θυμώνουν. Και ξαφνικά είχαν αυτόν τον χαρακτήρα που θα μπορούσε να απαιτήσει από τους διεφθαρμένους να λογοδοτήσουν!»

Ένα από τα ελάχιστα αντίτυπα του πρώτου περιοδικού Action Comics που σύστησε τον Σούπερμαν στο κοινό πουλήθηκε για 6 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 5,5 εκατομμύρια ευρώ) ποσό που σπάει όλα τα ρεκόρ δημοπρασιών κόμικ στον κόσμο.
Τα πρώτα τεύχη του Action Comics επιβεβαιώνουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς. Όταν υπάρχουν αδικίες που θέλουν παρέμβαση ο Σούπερμαν γκρεμίζει πόρτες και κρεμάει υπόπτους από παράθυρα πέμπτου ορόφου, και τρομοκρατεί τους εχθρούς του. «Δες πόσο εύκολα συνθλίβω το ρολόι σου στην παλάμη μου; Στον λαιμό σου θα κάνω το ίδιο!» λέει γελώντας.
Κάποιοι από τους ανθρώπους που ζουν την οργή του είναι οπλοφόροι εκβιαστές, άλλοι πάλι είναι ένας ενδοοικογενειακός κακοποιητής, ένας διευθυντής ορφανοτροφείου που είναι σκληρός με τα παιδιά και στην πλειοψηφία τους είναι πολύ πλούσιοι για να ασχοληθούν με ληστείες τραπεζών.
Ο Σούπερμαν τιμωρεί έναν ιδιοκτήτη ορυχείου που τσιγκουνεύεται τα μέτρα ασφαλείας, έναν μεγιστάνα των κατασκευών που σαμποτάρει κτίρια ενός ανταγωνιστή, έναν πολιτικό που αγοράζει μια εφημερίδα για να την μετατρέψει σε όργανο προπαγάνδας.
Αντί να είναι ένας τυπικός μασκοφόρος μαχητής του εγκλήματος, ο Σούπερμαν του 1938 ήταν ένας υπερδύναμος επαναστάτης της αριστεράς με κοινωνική ατζέντα.
Σούπερμαν για έναν δίκαιο κόσμο
«Λατρεύω αυτά τα παλιά τεύχη», λέει ο Μάθιου Κ. Μάνινγκ, συγγραφέας του Superman: The Ultimate Guide, στο BBC.
«Είναι ξεκάθαρα το έργο νέων ανθρώπων που ήταν απογοητευμένοι με τις αδικίες του κόσμου -και δικαίως. Να θυμάστε, αυτοί ήταν δύο Εβραίοι άνδρες που έφταναν στην ενηλικίωση λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρχαν πολλά για να θυμώνουν. Και ξαφνικά είχαν αυτόν τον χαρακτήρα που θα μπορούσε να δώσει φωνή στις ανησυχίες τους και να απαιτήσει από τους διεφθαρμένους να λογοδοτήσουν!»
Ο Σίγκελ και ο Σούστερ ήταν συμμαθητές από το Κλίβελαντ του Οχάιο. Έχοντας μεγαλώσει κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, όρισαν τον Σούπερμαν στο πρώτο τεύχος του Action Comics ως «πρωταθλητή των καταπιεσμένων… ορκισμένο να αφιερώσει την ύπαρξή του στο να βοηθά όσους έχουν ανάγκη».
«Ήμασταν νέα παιδιά και αν θέλαμε να δούμε μια ταινία έπρεπε να πουλήσουμε μπουκάλια γάλακτος, οπότε είχαμε την αίσθηση ότι ήμασταν ακριβώς στον πάτο και μπορούσαμε να συμπάσχουμε με τους ανθρώπους», είπε ο Σίγκελ σύμφωνα με το Superman: The Complete History του Λες Ντάνιελς.
«Ο Σούπερμαν γεννήθηκε από τα συναισθήματά μας για τη ζωή. Και γι’ αυτό, όταν είδαμε τόσες πολλές παρόμοιες σειρές να κυκλοφορούν, νιώσαμε ότι ίσως μιμούνταν τη μορφή του Σούπερμαν, αλλά κάτι έλειπε, που ήταν αυτό το τεράστιο αίσθημα συμπόνιας που είχαμε ο Τζο κι εγώ για τους καταπιεσμένους» πρόσθεσε.
Ο Σούπερμαν τιμωρεί έναν ιδιοκτήτη ορυχείου που τσιγκουνεύεται τα μέτρα ασφαλείας, έναν πολιτικό που αγοράζει μια εφημερίδα για να την μετατρέψει σε όργανο προπαγάνδας, έναν διεθαρμένο αστυνομικό. Ήταν ένας τιμωρός της αριστεράς με κοινωνική ατζέντα!
Οι Σίγκερ και Σούστερ δεν ήταν οι μόνοι επαγγελματίες των κόμικς με τέτοιες φιλελεύθερες απόψεις. «Η βιομηχανία των κόμικς ιδρύθηκε σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση σε πιο νόμιμα πεδία εργασίας», εξηγεί ο Χιρς στην BBC, «επειδή ήταν Εβραίοι, ήταν μετανάστες, ήταν έγχρωμοι, ήταν γυναίκες. Ήταν ένα δημιουργικό γκέτο όπου κατέληξαν πολλοί πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά στη διαφήμιση της Madison Avenue και δεν μπορούσαν να γράψουν για το Life Magazine».
«Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ριζοσπάστες – ή τουλάχιστον όχι αφεντικά – και η DC ιδρύθηκε από άνδρες που ταίριαζαν απόλυτα σε αυτό το πρότυπο: άνδρες που ήταν πρόσφατοι μετανάστες, άνδρες που είχαν αριστερές ιδέες καθώς ζούσαν στη βιοπάλη μεγαλώνοντας στην πόλη της Νέας Υόρκης εκείνη την εποχή» προσθέτει.
Λίγοι χαρακτήρες κόμικς ήταν τόσο μαχητικοί όσο ο Σούπερμαν. Σε ένα πρώτο τεύχος, κατεδαφίζει μια σειρά από παραγκουπόλεις για να αναγκάσει τις αρχές να χτίσουν καλύτερες κατοικίες εκβιάζοντας τα κέντρα εξουσίας σε μια δίκαιη διαβίωση όλων.
Σε ένα άλλο τεύχος ο Σούπερμαν τιμωρεί τα αφεντικά της βιομηχανίας τυχερών παιχνιδιών της πόλης επειδή οδηγεί τους εθισμένους τζογαδόρους στη χρεοκοπία και στην εξαθλίωση.
Σε τρίτο κηρύσσει τον πόλεμο σε όλους όσους θεωρεί υπεύθυνους για τους θανάτους που σχετίζονται με την κυκλοφορία. Τρομοκρατεί τους απρόσεκτους οδηγούς, απαγάγει τον δήμαρχο που δεν έχει επιβάλει τους νόμους κυκλοφορίας, καταστρέφει το απόθεμα ενός εμπόρου μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και καταστρέφει ένα εργοστάσιο όπου συναρμολογούνται ελαττωματικά αυτοκίνητα. «Αυτή η τιμωρία είναι επειδή χρησιμοποιείτε κατώτερης ποιότητας μέταλλα και εξαρτήματα για να έχετε υψηλότερα κέρδη με κόστος ανθρώπινων ζωών», πληροφορεί τον βιομήχανο.
«Η βιομηχανία των κόμικς ιδρύθηκε σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που ήταν απόκληροι. Ήταν μετανάστες, ήταν έγχρωμοι, ήταν γυναίκες. Ήταν ένα δημιουργικό γκέτο όπου κατέληξαν πολλοί πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά στη διαφήμιση της Madison Avenue και δεν μπορούσαν να γράψουν για το Life Magazine»
Ήταν οι εκστρατείες του και παρεμβάσεις του Σούπερμαν νόμιμες και μέσα στα πλαίσια της ορθότητας; Όχι. ήταν όμως θορυβώδεις, τολμηρές, πολιτικοποιημένες και διασκεδαστικές – και σχεδόν 90 χρόνια μετά, αποτελούν μια συναρπαστική περιγραφή της αστικής ζωής των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930.
Πολύ σύντομα, ωστόσο, ο Σούπερμαν έστρεψε την προσοχή του σε τρελούς επιστήμονες και γιγάντια τέρατα, και λησμόνησε τους αθλίους της Μητρόπολης. Μετά από μερικά τεύχη, οι «αντίπαλοί του ήταν όλοι μεγαλύτεροι από τη ζωή, και ενώ αυτό δημιουργούσε συναρπαστικά κόμικς, οι μέρες της κοινωνικής σταυροφορίας έγιναν παρελθόν», γράφει ο Γουέιντ.
Ο κρυπτονίτης που διέλυσε τον ιδεαλισμό
Τι συνέβη και ο Σούπερμαν άφησε πίσω του την κοινωνική ατζέντα και συνείδηση του; Ο Χιρς υποστηρίζει ότι ήταν ένας συνδυασμός δύο στοιχείων. Το ένα ήταν η «εξομάλυνση» που συμβαίνει όταν οι πωλήσεις οποιασδήποτε εμπορικής ιδιοκτησίας εκτοξεύονται στα ύψη.
«Ο Σούπερμαν είναι απίστευτα δημοφιλής από τη στιγμή που παίρνουν τα νούμερα πωλήσεων για το πρώτο τεύχος», λέει. «Έτσι ξαφνικά συνειδητοποιούν τι έχουν στα χέρια τους, και δεν θέλουν να το διακινδυνεύσουν. Ο Τζακ Λίμποβιτς, ο πρόεδρος της DC, βλέπει ότι μπορούν να πουλήσουν μαξιλαροθήκες και πιτζάμες Σούπερμαν – αλλά αν ο Σούπερμαν τριγυρνάει πετώντας ανθρώπους από παράθυρα και απειλώντας να τυλίξει σιδερένιες ράβδους γύρω από τους λαιμούς τους, αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει».
Παράλληλα με αυτήν την οικεία ιστορία ενός ισχυρού προϊόντος που «ξεπουλάει», «το τελικό πράγμα που σταματά τη ριζοσπαστική τάση του Σούπερμαν είναι η αρχή του πολέμου», λέει ο Χιρς.
«Όλοι οι μετανάστες και οι μη λευκοί άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτήν τη βιομηχανία, ήθελαν να θεωρηθούν πατριώτες, αυτό έπρεπε να κάνουν για να ταιριάξουν. Και ακόμη πιο ουσιαστικά, αυτό έπρεπε να κάνεις για να έχεις πρόσβαση σε χαρτί και να εκτυπώσεις τις δημιουργίες σου. Αν έκανες πράγματα που ενοχλούσαν την κυβέρνηση το 1941, ίσως δεν θα έπαιρνες το χαρτοπολτό σου».
Έχοντας πουλήσει τα δικαιώματα του Σούπερμαν για 130 ευρώ το 1938 (περίπου 2.850 ευρώ σε σημερινά χρήματα), οι δύο άνδρες αντιμετωπίστηκαν από την DC ως μισθωτοί, παρά ως σεβαστοί καινοτόμοι, και το 1947 προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κερδίσουν πίσω αυτά τα δικαιώματα στο δικαστήριο

Ο Σίγκελ και ο Σούστερ πούλησαν το δημιούργημα τους, τον Σούπερμαν στην DC για ψίχουλα. Στη συνέχεια προσπάθησαν, μάταια, να έχουν ένα κομμάτι από τα εντυπωασιακά έσοδα της δημιουργίας τους. Ο Σούπερμαν θα μπορούσε να τους προστατέψει αν…
Ένας άλλος, πιο προσωπικός παράγοντας ήταν ότι ο Σίγκελ και ο Σούστερ έχασαν τον έλεγχο της δημιουργίας τους. Η επιδείνωση της όρασης του Σούστερ τον ανάγκασε να αφήσει άλλους καλλιτέχνες να αναλάβουν το σχέδιο, και η επιστράτευση του Σίγκελ στον στρατό το 1943 περιόρισε τον χρόνο που είχε για να εργαστεί επάνω στα σενάρια και τις ιστορίες.
Αλλά αυτά ήταν τα μικρότερα προβλήματα τους. Έχοντας πουλήσει τα δικαιώματα του Σούπερμαν για 130 ευρώ το 1938 (περίπου 2.850 ευρώ σε σημερινά χρήματα), οι δύο άνδρες αντιμετωπίστηκαν από την DC ως μισθωτοί, παρά ως σεβαστοί καινοτόμοι, και το 1947 προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κερδίσουν πίσω αυτά τα δικαιώματα στο δικαστήριο.
Υπάρχει μια πικρή ειρωνεία σε εκείνες τις πρώτες συναρπαστικές ιστορίες για εκμεταλλευτές που ο Σούπερμαν έβαζε με βία στη θέση τους. Ο Σίγκελ και ο Σούστερ θα μπορούσαν να βρουν το δίκιο τους έχοντας έναν υπερήρωα των καταπιεσμένων στο πλευρό τους.
Ο άλλος Σούπερμαν
Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σούπερμαν δεν ήταν ο τύπος του υπερήρωα που θα αναλάμβανε να διεκδικήσει ένα πιο δίκαιο κόσμο ή να τα βάλει με έναν πανούργο εκδότη που εκμεταλλεύτηκε τους δημιουργούς του.
«Ο Σούπερμαν εξελίσσεται συνεχώς με τις εποχές, και αυτό δεν ήταν πάντα προς το καλύτερο», λέει ο Μάνινγκ.
«Κατά τη διάρκεια της εποχής Μακάρθι της δεκαετίας του 1950, όταν οι γονείς έκαιγαν κόμικς με μανία και το Κογκρέσο κατηγορούσε τα κόμικς για τη νεανική παραβατικότητα, οι εκδότες αναγκάστηκαν να λογοκρίνουν το περιεχόμενό τους σύμφωνα με τις αρχές της Comics Code Authority. Αυτή η σφραγίδα θα εμφανιζόταν στο εξώφυλλο κάθε εγκεκριμένου κόμικ, χαρακτηρίζοντάς το ‘ασφαλές’ για παιδιά. Ο Σούπερμαν έγινε περισσότερο μια πατρική φιγούρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, χωρίς να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πραγματικούς κακοποιούς. Αντίθετα, κυρίως έστρεψε το βλέμμα του σε εξωγήινους, όντα άλλων διαστάσεων και στην αποτροπή της τελευταίας προσπάθειας της Λόις Λέιν να ανακαλύψει τη μυστική του ταυτότητα».
Η εξέλιξη του Σούπερμαν δεν σταμάτησε εκεί.
Σε άλλες περιόδους του έγινε ένας ευγενικός, συντηρητικός πυλώνας αρετής, χλευαζόμενος από τους συναδέλφους του υπερήρωες της DC ως «ο μεγάλος μπλε πρόσκοπος», ενώ σε άλλες, σημειώνει ο Μάνινγκ, «διεκδικεί πίσω κάποια κομμάτια από την αρχική του μαχητικότητα και αιχμή ως ένας αυτόνομος τιμωρός με ατζέντα για κοινωνική δικαιοσύνη».
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποιον Σούπερμαν φέρνει στην οθόνη ο Τζέιμς Γκαν. Σίγουρα θα είναι γρήγορος, δυνατός, και θα λατρεύει τη Λέιν -αναρχικός πάλι; Μάλλον όχι.

Ο Τζέιμς Γκαν και το cast του νέου Σούπερμαν στο Λονδίνο