Το 2015 φάνηκε ποιος ήταν με το «όχι» της κοινωνίας και ποιος ήταν – και παραμένει – απέναντι σε αυτήν

Αισθάνομαι ότι με ορισμένους από αυτούς που παρεμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα δεν βρίσκομαι στο ίδιο σύμπαν, αλλά σε δύο παράλληλες πραγματικότητες.
Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς πώς βγαίνουν διάφοροι και ελεεινολογούν σε βάρος του δημοψηφίσματος και της θέσης που πήρε τότε η κοινωνία.
Γιατί δεν πρόκειται για διαφορετική γνώμη. Αλλά για δύο διαφορετικούς κόσμους.
Γιατί ευτυχώς ακόμη θυμόμαστε.
Στην περίοδο 2010-15 η ελληνική κοινωνία δέχτηκε μια πρωτοφανή επίθεση.
Χωρίς να φταίει – δεν υπήρξε χυδαιότερος μύθος από το «μαζί τα φάγαμε» – είδε τη ζωή της να δέχεται πλήγματα πρωτοφανή, μια υποβάθμιση που άλλες χώρες είχαν να δουν από τη δεκαετία του 1930.
Κατακτήσεις δεκαετιών βρέθηκαν στο στόχαστρο. Η εργατική νομοθεσία καταργήθηκε. Η ανεργία εκτινάχθηκε. Χιλιάδες άνθρωποι πήραν το δρόμο της ξενιτειάς. Η δημοκρατία καταλύθηκε όταν η Τρόικα αποφάσιζε κόντρα σε μια κοινωνία που έλεγε «δεν πάει άλλο». Η κοινωνία αντιμετωπίστηκε ως ένα πειραματόζωο σε ένα ακραίο πείραμα νεοφιλελεύθερου κοινωνικού μετασχηματισμού, που οι ίδιοι οι εμπνευστές του παραδέχτηκαν ότι απέτυχε και στηρίχτηκε σε επικίνδυνα εσφαλμένες παραδοχές.
Και δεν ήταν μόνο αυτό: όταν η κοινωνία εξεγέρθηκε, όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάνει, αντιμετωπίστηκε με ωμή καταστολή και με πλήρη περιφρόνηση του δικαιώματος να αποφασίζει η ίδια γι’ αυτά που την αφορούν.
Ήταν – όπως όλοι παραδέχονται τώρα – η πιο σκοτεινή ώρα της «Ενωμένης Ευρώπης».
Απέναντι σε αυτή την καταστροφική πραγματικότητα η κοινωνία ξεσηκώθηκε. Απαίτησε πολιτική αλλαγή και πάνω από όλα απαίτησε έναν άλλο σεβασμό από την Ευρώπη.
Και επέλεξε σε αυτό το πλαίσιο μια κυβέρνηση που πολύ απλά είπε: φτάνει πια με την κοινωνική καταστροφή, φτάνει πια με την λιτότητα, φτάνει πια με τα Μνημόνια.
Αυτή ήταν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το 2015. Ναι, θα έπρεπε να ήταν καλύτερα προετοιμασμένη και με σχέδιο, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι αυτό που εξέφρασε ήταν ένα δίκαιο και βαθύ αίτημα δικαιοσύνης που ερχόταν από την ίδια την κοινωνία.
Και τι ζήτησε αυτή η κυβέρνηση; Ζήτησε να διαπραγματευτεί ξανά τους όρους των Μνημονίων, ώστε να πάψουν να είναι δυσβάσταχτοι και κοινωνικά καταστροφικοί.
Και τι συνάντησε αυτή η κυβέρνηση; Μια Ευρώπη δειλών ηγετών, ανίκανων να καταλάβουν το διακύβευμα και βαθιά αντιδημοκρατικών στη νοοτροπία. Μια Ευρώπη που αρνιόταν το αυτονόητο: την αναδιαπραγμάτευση ως πράξη σεβασμού στην κοινωνία.
Και τι αναγκάστηκε να κάνει αυτή η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με ένα τείχος ευρωπαϊκής αδιαλλαξίας (για την οποία αργότερα οι βασικοί εκφραστές έκαναν αυτοκριτική για να μην ξεχνιόμαστε); Αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μια κίνηση βαθιά δημοκρατική: να ρωτήσει την ίδια την κοινωνία, να ακουστεί η λαϊκή βούληση και να ακουστεί μέχρι την Ευρώπη. Και αποφάσισε το δημοψήφισμα. Μια ύψιστη δημοκρατική επιλογή.
Και τι προέκυψε από το δημοψήφισμα, παρά τον τρομακτικό εκβιασμό των ευρωπαίων αλλά και σύσσωμου του εγχώριου μιντιακού σύμπαντος; Εκφράστηκε η οργή και η αγανάκτηση της κοινωνίας, προέκυψε ένα πλειοψηφικό ΟΧΙ στην κοινωνική καταστροφή και τα Μνημόνια.
Απέναντι στην εκκωφαντική έκφραση της λαϊκής βούλησης, σε αυτή την κραυγή αγωνίας ενός ολόκληρου λαού, η Ευρώπη στάθηκε για άλλη μια φορά κατώτερη των περιστάσεων. Τραγικά κατώτερη.
Επέμεινε στην ίδια πολιτική, αρνήθηκε την αναγκαία αλλαγή πλεύσης, λειτούργησε εκδικητικά.
Τι έμενε τότε ως επιλογή στην κυβέρνηση που ανέλαβε το ιστορικό καθήκον να εκπροσωπήσει την κοινωνία;
Δεν θα μπορούσε να πάει σε ρήξη με την Ευρώπη. Όχι γιατί αυτό ήταν εκ προοιμίου λάθος, αλλά γιατί η κοινωνία δεν το είχε ζητήσει ρητά, ούτε ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό. Αν το επέλεγε δεν θα εκπροσωπούσε την κοινωνία, αλλά μια ιδεολογική τοποθέτηση. Και αυτό δεν μπορεί να υποστηρίξει μια τόσο μεγάλη ρήξη. Αυτό θα απαιτούσε να είχε ανοίξει η συζήτηση πέντε χρόνια πριν και να είχε διαμορφωθεί συσχετισμός δυνάμεων πραγματικός και σχέδιο υλοποιήσιμο.
Θα μπορούσε, όμως, να κάνει ηρωική έξοδο. Να αρνηθεί να συναινέσει στη λιτότητα. Να αφήσει την εξουσία στα «παλιά κόμματα» και να τους πει «εσείς ευθύνεστε, εσείς αναλάβετε την ευθύνη». Θα μπορούσε να διατηρήσει «πολιτικό κεφάλαιο». Θα μπορούσε να περιμένει στη γωνία την επιστροφή στην εξουσία όταν το μνημονιακό μπλοκ θα κατέρρεε ξανά.
Όμως, αρνήθηκε την ηρωική έξοδο. Όχι γιατί ερωτεύτηκε την καρέκλα της εξουσίας, αλλά γιατί θεώρησε ότι είχε ευθύνη να ολοκληρώσει την προσπάθεια και να συνεχίσει να εκπροσωπεί την κοινωνία, ώστε να μην επιστρέψει η εξουσία στα κόμματα που ευθύνονταν για την καταστροφή.
Ναι, πλήρωσε τίμημα μεγάλο γι’ αυτή την επιλογή. Στα μάτια ενός μέρους της κοινωνίας ήταν «προδοσία» ή «κωλοτούμπα». Όμως, στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας – αυτού που πήγε και την ξαναψήφισε τον Σεπτέμβριο του 2015, ήταν μια αναγκαστική επιλογή, ένα οδυνηρός συμβιβασμός.
Πήγε χαμένο το δημοψήφισμα; Η απάντηση είναι όχι! Επέτρεψε τη διαπραγμάτευση και κυρίως έκοψε τη λογική που ήθελε την Τρόικα απλώς να υπαγορεύει και τις κυβερνήσεις απλώς να υλοποιούν. Επέτρεψε να υλοποιηθεί με λιγότερους κραδασμούς και μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία ένα όντως οδυνηρό Τρίτο Μνημόνιο. Εν τέλει οδήγησε στην έξοδο από τα Μνημόνια.
Ούτε ισχύει όλη η μυθολογία για το κόστος του δημοψηφίσματος. Τρίτο Μνημόνιο η χώρα θα είχε ούτως ή άλλως. Αυτό συνειδητοποίησε ο Σαμαράς το φθινόπωρο του 2014 όταν ζήτησε έναν ορίζοντα εξόδου από τα Μνημόνια και πήρε αρνητική απάντηση. Η Ευρώπη τότε ήταν ανίκανη να σκεφτεί πέρα από τη λιτότητα και μια βαθιά αντιδραστική καταστροφική πολιτική. Και ούτως ή άλλως η κοινωνία δεν υπήρχε περίπτωση να δεχόταν τότε να συνεχίσουν να κυβερνούν τα κόμματα που στα μάτια της ευθύνονταν για την καταστροφή.
Και αυτό που πραγματικά ενοχλεί όλους που σήμερα επιμένουν να συκοφαντούν μια ολόκληρη κοινωνία και την επιλογή της δεν είναι ότι ήρθε το Τρίτο Μνημόνιο, γιατί ούτως ή άλλως η γραμμή τους ήταν «και αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια θα έπρεπε να τα εφεύρουμε».
Αυτό που τους ενοχλεί είναι ότι η Ελλάδα έζησε μέρες δημοκρατίας. Ότι η κοινωνία βγήκε στους δρόμους και διεκδίκησε. Ότι ακούστηκε στην Ευρώπη ότι ένας λαός είπε ΟΧΙ. Ότι μια κυβέρνηση θεώρησε ότι είχε ιστορική ευθύνη να ρωτήσει την κοινωνία τι είναι αυτό που θέλει. Μια κυβέρνηση που ναι, δεν πήγε «το όχι μέχρι τέλους», όμως αμέσως μετά παραιτήθηκε και πήγε σε εκλογές και εκεί κατάφερε να επανεκλεγεί, δηλαδή επέλεξε να εκτεθεί στη λαϊκή βούληση, να κριθεί και όχι να κρυφτεί. Που πλήρωσε τίμημα αλλά και κατάφερε να κάνει κάτι.
Κοντολογίς όλα αυτά που δεν συμβαίνουν σήμερα, που μια κυβέρνηση που στη συνείδηση της κοινωνίας είναι πολλαπλά καταδικασμένη, «οχυρώνεται» πίσω από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκρηκτικά αναντίστοιχη με τη λαϊκή βούληση και κυβερνά σε ρήξη με την κοινωνία υπονομεύοντας με τη στάση της τον πυρήνα της δημοκρατίας.