Γιατί η Ευρώπη «τιμωρείται» στο νέο Μουντιάλ των 48 ομάδων

«Ίσως δεν είναι η καλύτερη στιγμή να το πούμε, με την Ιταλία ξανά σε οριακή κατάσταση», γράφει η ιταλική «Γκαζέτα», «αλλά πώς γίνεται ένα Μουντιάλ που έχει ήδη δώσει εισιτήριο σε ομάδες όπως το Πράσινο Ακρωτήρι και η Ιορδανία να τιμωρεί τόσο έντονα την Ευρώπη;». Το ερώτημα δεν είναι απλώς θεμιτό – είναι κεντρικό στη συζήτηση γύρω από το νέο, διευρυμένο Παγκόσμιο Κύπελλο των 48 ομάδων.
Τα νούμερα δεν λένε ποτέ ψέματα. Το 2022 στο Κατάρ, η Ευρώπη είχε 13 από τις 32 θέσεις: το 40%. Το 2026, με 48 ομάδες, θα έχει 16 – αλλά αυτό αντιστοιχεί μόλις στο 33%. Ενώ όλες οι άλλες ηπειρωτικές συνομοσπονδίες κερδίζουν μεγάλα ποσοστιαία άλματα συμμετοχής, η μόνη που «συρρικνώνεται» είναι η UEFA. Με άλλα λόγια: μεγαλώνει το Μουντιάλ, μικραίνει ο ευρωπαϊκός λόγος σε αυτό.
Και το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο εύστοχο αν αναλογιστεί κανείς πως το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν βρίσκεται σε κρίση, αλλά διανύει μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ιστορίας του. Από τις τακτικές επαναστάσεις του Σάκι και του Γκουαρδιόλα, μέχρι την ακατάπαυστη παραγωγή νέων ταλέντων (Εμπαπέ, Γιαμάλ, Ρόδρι, Ντεμπελέ), η Ευρώπη παραμένει ο κορυφαίος «εργοστασιακός» ιστός του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Παράλληλα, τα έσοδα των μεγάλων πρωταθλημάτων συνεχίζουν να αυξάνονται, οι τηλεοπτικές συμφωνίες χτυπούν ιστορικά ρεκόρ, και τα γήπεδα γεμίζουν σε ποσοστά που θα ζήλευαν όλες οι υπόλοιπες αγορές. Η ήπειρος εξακολουθεί να είναι –και με τεράστια διαφορά– το οικονομικό, τεχνικό και πολιτισμικό κέντρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Τότε γιατί η FIFA μοιάζει να επιλέγει να «τιμωρήσει» αυτήν ακριβώς την υπεροχή; Η απάντηση δεν βρίσκεται στο γήπεδο, αλλά στη γεωπολιτική του αθλητισμού. Η ποδοσφαιρική διπλωματία της FIFA ήταν πάντα συνδεδεμένη με την ανάγκη εξισορρόπησης ηπείρων, την πολιτική ίσων ευκαιριών και την προώθηση του «παγκόσμιου παιχνιδιού». Αυτή τη φορά όμως, η εξισορρόπηση μοιάζει να έχει ξεπεράσει τα όρια της λογικής. Το να προστίθενται θέσεις σε ηπείρους που απέχουν πολύ από την ευρωπαϊκή ποιότητα μπορεί να ερμηνευτεί και ως κίνηση πολιτικής σκοπιμότητας: ενίσχυση της εκλογικής βάσης του Τζιάνι Ινφαντίνο.
Η παραχώρηση θέσεων σε τρεις διοργανώτριες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) ενισχύει αυτή την εντύπωση: πρόκειται για εξαίρεση άνευ ιστορικού προηγούμενου, που απορροφά πολύτιμο χώρο συμμετοχής από άλλες αγορές – κυρίως την Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα: το ήδη ασφυκτικά γεμάτο διεθνές καλεντάρι. Η διόγκωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μαζί με την αύξηση των αγώνων στο Champions League και τις νέες μορφές πρωταθλημάτων και Nations League, έχει φέρει το σύστημα στα όριά του. Ο παίκτης έχει γίνει «ανθρωπομηχανή» χωρίς ανάσες. Ο Πούλισικ, που τραυματίστηκε πρόσφατα με τις ΗΠΑ, είναι ένα σύμπτωμα μιας παγκόσμιας νόσου: υπερφόρτωση.
Οι σύλλογοι και οι ομοσπονδίες ζητούν «πνευματική και σωματική βιωσιμότητα». Η πραγματικότητα όμως κινείται αντίθετα. Με ολοένα και περισσότερα παιχνίδια και λιγότερο χρόνο για προπόνηση, η ποιότητα πέφτει, οι τραυματισμοί αυξάνονται, και το ποδόσφαιρο κινδυνεύει να μπει σε μια περίοδο «εκβιασμένης μετριότητας».
Η Ευρώπη, λοιπόν, δεν είναι σε κρίση. Είναι το παγκόσμιο ποδόσφαιρο που βρίσκεται σε σημείο ρήξης.
Κι ενώ η FIFA επιδιώκει πολιτικούς και εμπορικούς στόχους, το παιχνίδι κινδυνεύει να χάσει το μεγαλύτερο σταθερό του θεμέλιο: την ισορροπία ανάμεσα στην παγκοσμιότητα και την ποιότητα.
Η Ευρώπη δεν ζητά κυριαρχία. Ζητά αναλογικότητα. Και το νέο Μουντιάλ δείχνει να μην της τη δίνει.