Τράπεζες: Νέα δύναμη πυρός 2 δις για «φθηνά» δάνεια σε ΜμΕ

Την δυνατότητα αξιοποίησης 2 δισ. ευρώ δανειακών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ακόμη και μετά τον επίσημο χρονικό ορίζοντα λήξης του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2026, δίνει στην Ελλάδα η πρόταση αναθεώρησης του «Ελλάδα 2.0», η οποία αναμένεται να εγκριθεί από το Ecofin στις 12 Δεκεμβρίου.
Όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη η μεταφορά αυτού του ποσού ως κεφαλαιακή ενίσχυση στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ/HDB) αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο πολιτικής για την ενίσχυση της πρόσβασης των επιχειρήσεων – κυρίως των μικρομεσαίων – σε φθηνή χρηματοδότηση.
Επί της ουσίας η αλλαγής είναι διπλή. Πρώτον, αποτρέπει τον κίνδυνο να χαθούν πόροι από το ελληνικό πρόγραμμα σε περίπτωση που η αγορά δεν απορροφήσει εγκαίρως τα διαθέσιμα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Τους τελευταίους μήνες η ζήτηση για νέα δάνεια έχει μειωθεί αισθητά, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας, της επιβράδυνσης της οικονομίας, αλλά και της προσεκτικής στάσης των τραπεζών και των επιχειρήσεων απέναντι σε νέες επενδυτικές κινήσεις. Με τη μεταφορά στην ΕΑΤ, οι πόροι «απεντάσσονται» ουσιαστικά από τον αυστηρό χρονικό περιορισμό του Ταμείου και μπορούν να αξιοποιηθούν με μεγαλύτερη ευελιξία τα επόμενα χρόνια.
Δεύτερον, δημιουργείται ένας νέος μηχανισμός μακροχρόνιας πρόσβασης των ΜμΕ σε χαμηλότοκα δάνεια. Η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες, θα μπορεί πλέον να «μοχλεύσει» τα 2 δισ. ευρώ και να προσφέρει προϊόντα χρηματοδότησης με όρους αισθητά ευνοϊκότερους από αυτούς της αγοράς. Για πολλές ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις – που συχνά δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν ρευστότητα λόγω περιορισμένων εξασφαλίσεων ή χαμηλής πιστοληπτικής βαθμίδας – η ύπαρξη ενός σταθερού, κρατικά ενισχυμένου εργαλείου χρηματοδότησης λειτουργεί ως ανάχωμα απέναντι σε περιόδους οικονομικής πίεσης.
Μόνιμος μηχανισμός στήριξη της επιχειρηματικότητας
Παράλληλα, η ενίσχυση της ΕΑΤ με πρόσθετα κεφάλαια επιτρέπει στη χώρα να αποκτήσει μια πιο ανθεκτική αναπτυξιακή τράπεζα, η οποία μπορεί να συνεχίσει να παίζει ρόλο στα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων και πέρα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα με συγκεκριμένες προθεσμίες. Έτσι, η παρέμβαση αυτή δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική λύση για να μη χαθούν πόροι, αλλά μια στρατηγική επιλογή για τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης της επιχειρηματικότητας.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το όφελος είναι άμεσο: σταθερή πρόσβαση σε κεφάλαια με χαμηλότερο κόστος δανεισμού, αύξηση της προβλεψιμότητας στη χρηματοδότηση και δυνατότητα σχεδιασμού επενδύσεων χωρίς τον φόβο ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα εκλείψουν από το 2026 και μετά. Ταυτόχρονα, αναμένεται να διευκολυνθούν επενδύσεις σε ψηφιακό μετασχηματισμό, πράσινη μετάβαση και αναβάθμιση παραγωγικών μονάδων – τομείς που παραμένουν χαμηλά χρηματοδοτημένοι στη χώρα.
Συνολικά, η κίνηση αυτή λειτουργεί ως «ασφαλιστική δικλείδα» για το ελληνικό πρόγραμμα αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και ως σημείο εκκίνησης για μια νέα εποχή πιο στοχευμένης και προσιτής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι κατά πόσο η αγορά θα ανταποκριθεί με νέα επενδυτικά σχέδια και αν οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν ενεργά το εργαλείο που δημιουργείται.