Τρόφιμα: Οι παγκόσμιες δαπάνες για εισαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά σχεδόν 8% το 2025

Οι παγκόσμιες δαπάνες για εισαγωγές τροφίμων αναμένεται να αυξηθούν κατά σχεδόν 8% σε ετήσια βάση το 2025, με την αύξηση να οδηγείται από τις τιμές του καφέ και του κακάο, αγαθών που αγοράζονται κυρίως από πλούσιες χώρες, ενώ οι τιμές των δημητριακών και της ζάχαρης έχουν μειωθεί, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η αύξηση οφείλεται εν μέρει σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν πολλές χώρες μεγάλους παραγωγούς
Οι εισαγωγές βασικών τροφίμων προβλέπεται να φτάσουν τα 2,22 τρισεκατομμύρια δολάρια φέτος, σηματοδοτώντας το δεύτερο συνεχόμενο έτος αύξησης μετά από μια σύντομη μείωση το 2023.
Αυτή η αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των τιμών για προϊόντα υψηλής αξίας όπως ο καφές, το κακάο, το τσάι και τα μπαχαρικά, των οποίων οι τιμές εισαγωγής έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο 34,5%, αλλά αντιμετωπίζουν ισχυρή ζήτηση, εξηγεί ο FAO στην έκθεσή του για τις παγκόσμιες αγορές τροφίμων.
Επίσης η αύξηση οφείλεται εν μέρει σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν πολλές χώρες μεγάλους παραγωγούς (Βραζιλία, Ινδονησία και Βιετνάμ για τον καφέ και Ακτή Ελεφαντοστού και Γκάνα για το κακάο).
Αύξηση υπάρχει στην τιμή του κακάο.
Η αξία των εισαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων αναμένεται επίσης να αυξηθεί κατά 16,4% το 2025, λόγω της ζήτησης και της μειωμένης προσφοράς λόγω ασταθών καιρικών φαινομένων, αυξημένου κόστους παραγωγής και τοπικών επιζωοτιών.
Αντίθετα, οι χαμηλότερες τιμές δημητριακών και ζάχαρης μετριάζουν το ύψος των δαπάνων.
Τι ισχύει για τις δαπάνες για χώρες χαμηλού εισοδήματος
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι δαπάνες για εισαγωγές τροφίμων για χώρες χαμηλού εισοδήματος αναμένεται επομένως να μειωθούν «ελαφρώς» σε σύγκριση με το 2024 (0,2%) και να έχουν «μικρή αύξηση» στην υποσαχάρια Αφρική.
Ωστόσο, οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες βιώνουν μια απότομη αύξηση στις δαπάνες τους για έλαια και ποτά.
Μελλοντικά, ακόμη και αν οι τιμές του καφέ και του κακάο και τα κόστη εφοδιαστικής αλυσίδας αναμένεται να μειωθούν, «η αστάθεια του καιρού, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες διατηρούν τον κίνδυνο υψηλού κόστους εισαγωγών, ιδιαίτερα για τις ευάλωτες περιοχές», προειδοποιεί ο FAO.
Στο άμεσο μέλλον, άφθονες συγκομιδές δημητριακών τροφοδοτούν την αγορά: καλαμπόκι, σιτάρι, ρύζι, σημειώνει ο FAO, ο οποίος προβλέπει επίσης μια «σημαντική» αύξηση της ζήτησης για σιτάρι και, ιδίως, το ρύζι.
Ο ρυθμός κατανάλωσης φυτικών ελαίων αναμένεται να ξεπεράσει την παραγωγή, με χαμηλότερη παραγωγή σόγιας λόγω της μειωμένης καλλιέργειας στην Αργεντινή, την Ινδία, την Ουκρανία και τις ΗΠΑ.
«Η ανάκαμψη της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων αποτελεί θετικό σημείο καμπής για τη σταθερότητα της αγοράς», τονίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος του FAO, Μάξιμο Τορέρο.
«Ωστόσο, πίσω από αυτά τα στοιχεία, παραμένουν συνεχιζόμενοι κίνδυνοι, όπως ακραίες καιρικές συνθήκες ή εύθραυστες εμπορικές σχέσεις, που θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν γρήγορα την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση», προσθέτει.
Επιπλέον, όσον αφορά τα λιπάσματα, ο FAO επισημαίνει ότι η κατανάλωσή τους αυξήθηκε κατά την καλλιεργητική περίοδο 2024/25, μετά από μια περίοδο μειωμένης χρήσης που συνδέεται με ζητήματα τιμών και διαθεσιμότητας.
Τον Σεπτέμβριο, η τιμή ενός καλαθιού λιπασμάτων αναφοράς ήταν 489 δολάρια ανά τόνο, μειωμένη κατά 40% από την τιμή ρεκόρ του Απριλίου 2022, αλλά εξακολουθεί να είναι πάνω από τα επίπεδα του 2024.