Καθηγητής Χάρβαρντ για Τραμπ: «Δεν τερμάτισε πολέμους… είναι ανυπόμονος, κακός ειρηνοποιός»

Θυμόμαστε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει ότι μέσα στο 2025 τερμάτισε τουλάχιστον οκτώ πολέμους. Μα από Γάζα μέχρι Σουδάν και Πακιστάν, ο Αμερικανός πρόεδρος παρά τους κομπασμούς του δεν κατάφερε να σιγήσουν τα όπλα. Για τον διαπρεπή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στήβεν Γουόλτ, ο Τραμπ είναι κακός ειρηνοποιός επειδή ο ίδιος και η ομάδα του αγνοούν κάποιες… προϋποθέσεις. Ποιές είναι αυτές;
Κάνοντας, αρχικά, έναν σύντομο απολογισμό της «ειρηνευτικής» δράσης του Τραμπ στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, ο Γουόλτ καταδεικνύει πόσο απογοητευτικά είναι τα έως τώρα τα αποτελέσματα.
Στη Γάζα, για παράδειγμα, το ειρηνευτικό σχέδιο των 20 σημείων δεν έχει τερματίσει τη βία ανάμεσα σε Ισραήλ και Χαμάς. Αντίθετα, έχει διευκολύνει την «σε αργή κίνηση» κατάκτηση της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ και τη βίαιη μεταχείριση των Παλαιστινίων εκεί. Σχεδόν 400 άμαχοι Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί, η ανθρωπιστική βοήθεια παραμένει περιορισμένη και ανεπαρκής και οι ειρηνευτικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι θα επέβλεπαν τις επόμενες φάσεις της εκεχειρίας δεν έχουν ακόμη συγκροτηθεί. Στην Ουκρανία, ο πόλεμος συνεχίζεται κανονικά.
Παρόμοια, ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι έβαλε τέλος στον «συνοριακό πόλεμο» ανάμεσα στην Καμπότζη και την Ταϊλάνδη έχει διαψευστεί από πολλαπλά γεγονότα: τα δύο κράτη πρόσφατα ξανάρχισαν να συγκρούονται, και ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, ξεκαθάρισε τηλεφωνικά στον Τραμπ ότι: «Η Ταϊλάνδη θα συνεχίσει να πραγματοποιεί στρατιωτικές ενέργειες μέχρι να μη νιώθουμε πλέον καμία βλάβη και απειλή για τη γη και τον λαό μας».
Επικοινωνιακός θόρυβος μόνο
Το ίδιο τραγικό μοτίβο, συνεχίζει ο Γουόλτ, εκτυλίσσεται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου η υποστηριζόμενη από τη Ρουάντα πολιτοφυλακή M23 έχει επαναλάβει τις επιθέσεις της κατά των κονγκολέζικων δυνάμεων και έχει επεκτείνει τον εδαφικό της έλεγχο. Ακόμη και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, παραδέχθηκε ότι αυτό αποτελεί «ξεκάθαρη παραβίαση» της κατάπαυσης πυρός που υποτίθεται ότι μεσολάβησε ο Τραμπ.
Στο Σουδάν, οι αμερικανικές προσπάθειες για τερματισμό του βάναυσου εμφυλίου δεν έχουν οδηγήσει πουθενά. Ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, αποδόμησε τους ισχυρισμούς του Τραμπ ότι σταμάτησε κάποιες σύντομες συνοριακές αψιμαχίες ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν.
Η Αίγυπτος και η Αιθιοπία παραμένουν σε αντιπαράθεση για ένα αμφιλεγόμενο φράγμα στον Νείλο, παρά τις σποραδικές παρεμβάσεις του Τραμπ.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σημειώνει ο Αμερικανός καθηγητής, οι ισχυρισμοί του Τραμπ ότι προώθησε την υπόθεση της ειρήνης είναι κυρίως υπερβολή και επικοινωνιακός θόρυβος.
Δεν τερματίζονται έτσι οι πόλεμοι
Για τον Γουόλτ, ο τερματισμός πολέμων και η δημιουργία διαρκούς ειρήνης σπάνια είναι εύκολοι, και συνήθως απαιτεί είτε μια καθαρή νίκη της μίας πλευράς, είτε την αμοιβαία αναγνώριση ότι δεν υπάρχει τίποτα να κερδηθεί συνεχίζοντας τις συγκρούσεις. Στη δεύτερη περίπτωση, και οι δύο πλευρές πρέπει να δεχθούν ότι δεν θα πάρουν όλα όσα θέλουν και να επικεντρωθούν στο να εξασφαλίσουν αρκετά από όσα χρειάζονται ώστε να είναι ικανοποιημένες.
Ωστόσο, προσθέτει πως σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να διευθετηθεί ένα πλήθος λεπτομερειών: «πού θα χαραχθούνε τα σύνορα, πιθανές αποζημιώσεις, επαναπατρισμός αιχμαλώτων, αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων, εγγυήσεις ασφαλείας διαφόρων ειδών και μηχανισμοί (όπως η ανάπτυξη ουδέτερων ειρηνευτικών δυνάμεων) για την παρακολούθηση των όρων και τη μείωση του «προβλήματος δέσμευσης» (δηλαδή της πιθανότητας η μία ή η άλλη πλευρά να υπαναχωρήσει στο μέλλον). Ιδανικά, μια ειρηνευτική συμφωνία θα δείχνει και τον δρόμο προς τη μακροπρόθεσμη συμφιλίωση, μια διαδικασία που συνήθως παίρνει πολύ χρόνο. Αμερόληπτοι τρίτοι διαμεσολαβητές μπορούν να διευκολύνουν όλα αυτά τα βήματα και να βοηθήσουν ώστε μια συμφωνία να «κρατήσει»».
«Είναι ανυπόμονος»
Ο Τραμπ είναι κακός ειρηνοποιός επειδή ο ίδιος και η ομάδα του αγνοούν όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Ο ίδιος ο Τραμπ είναι παροιμιωδώς ανυπόμονος και αδιάφορος για τις λεπτομέρειες.
Σε αντίθεση με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, που πέρασε ατελείωτες ώρες πείθοντας Αιγύπτιους και Ισραηλινούς αξιωματούχους να υπογράψουν τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978, ή με τον πρώην πρόεδρο Θίοντορ Ρούζβελτ, που αφιέρωσε σχεδόν έναν μήνα για να μεσολαβήσει στη συμφωνία που έληξε τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905, ο Τραμπ ούτε θέλει ούτε μπορεί να «σηκώσει μανίκια» και να αναπτύξει δημιουργικές προτάσεις που να γεφυρώνουν τα χάσματα ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Και επειδή έχει τόσο μικρή διάρκεια προσοχής, οι αντίπαλοι ξέρουν ότι μπορούν απλώς να τον «περιμένουν» και να επιστρέψουν στις εχθροπραξίες μόλις εκείνος στραφεί σε κάτι άλλο.
Ο Αμερικανός καθηγητής του Χάρβαρντ ξεκαθαρίζει ότι η άμεση εμπλοκή του προέδρου δεν είναι πάντα απαραίτητη, αρκεί ο πρόεδρος να ορίζει ικανούς εκπροσώπους για να συνεχίσουν το έργο. «Δυστυχώς, ο Τραμπ προτιμά να βασίζεται σε ερασιτέχνες διπλωμάτες, όπως ο Στιβ Γουίτκοφ ή ο Τζάρεντ Κούσνερ, αντί για επαγγελματίες διπλωμάτες με την απαραίτητη εξειδίκευση, και δεν εμπιστεύεται έμπειρους αξιωματούχους για να κρίνουν αν μια πιθανή συμφωνία είναι εφαρμόσιμη ή όχι».
Σημειώνει ότι η εχθρότητα Τραμπ προς το «βαθύ κράτος» είναι σαν αυτοτραυματισμός, «γιατί η εξειδικευμένη συμβουλή έχει τεράστια αξία και οι επαγγελματίες διπλωμάτες τείνουν να αποδίδουν καλύτερα από τους πολιτικούς διορισμένους» υπογραμμίζει ο Γουόλτ, θυμίζοντας το σχόλιο του καθηγητή Τζόναθαν Μόντεν του University College London, «[ο Τραμπ] θέλει να τον αντιλαμβάνονται ως το κέντρο … Άρα η ποιότητα της προετοιμασίας, η ποιότητα της εξειδίκευσης, η ποιότητα της διπλωματικής διαπραγμάτευσης είναι όλες εξαιρετικά χαμηλές».
Δεν είναι αμερόληπτοι
Ο Γουόλτ καταλήγει πως ακόμη και όσοι υπερασπίζονταν τη «καουμπόικη διπλωματία» του Τραμπ αναγνωρίζουν ότι «αν η ειρήνη βασίζεται σε κούφιες συμφωνίες —σε πρόχειρα έγγραφα μιας σελίδας με γενικόλογα σημεία που παρουσιάζονται πανηγυρικά στον Λευκό Οίκο— τότε είναι πιθανό να μη διαρκέσει για πολύ».
Δεδομένου ότι κάποιοι εκ των απεσταλμένων του δεν είναι αμερόληπτοι, ο Γουόλτ διαπιστώνει ότι «το αποτέλεσμα είναι ότι κάποια από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν τους εμπιστεύονται, και οι διαμεσολαβητές είναι πιθανό να πιέσουν για μονομερείς λύσεις που δεν οδηγούν πουθενά ή που καταρρέουν λίγο μετά την υπογραφή τους». Αυτό, σημειώνει ο καθηγητής φάνηκε πολύ στην έση Ανατολή, «δεδομένων των φιλοϊσραηλινών συμπαθειών του Γουίτκοφ, του Κούσνερ και του Αμερικανού πρέσβη στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι» όπως επίσης και με την «περιφρόνηση του Τραμπ προς την Ουκρανία και στον θαυμασμό του για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν».