Ο Τραμπ βομβάρδισε το Ιράν – Θα ξεκινήσει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος με ένα ποστ στα social media;

Μέχρι τώρα είχαμε έναν παγκόσμιο πόλεμο που τυπικά ξεκίνησε επειδή ένας Γιουγκοσλάβος πατριώτης σκότωσε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και έναν παγκόσμιο πόλεμο που ξεκίνησε όταν η ναζιστική Γερμανία εισέβαλλε στην Πολωνία υποτίθεται σε απάντηση σε επιθέσεις «Πολωνών σαμποτέρ» που στην πραγματικότητα ήταν άντρες των SS. Το ερώτημα είναι τώρα εάν θα έχουμε έναν παγκόσμιο πόλεμο που θα ξεκινήσει με ένα ποστ του Ντόναλντ Τραμπ στα social media.
Προφανώς οι ιστορικές αναλογίες δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς συνθήκες ιστορικά πρωτότυπες. Ακόμη και όταν οι ημερομηνίες σπρώχνουν προς τα εκεί: 22 Ιουνίου 1941 ήταν η ημερομηνία που η ναζιστική Γερμανία ξεκίνησε την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα οδηγώντας στην είσοδο της ΕΣΣΔ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έμελλε να αποδειχτεί καθοριστική.
Και δεν βοηθούν οι αναλογίες όχι γιατί ο σημερινός κόσμος δεν είναι βαθιά διαιρεμένος, πρωτίστως ανάμεσα στη Δύση (ή τον Παγκόσμιο Βορρά) και όλο τον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά γιατί σε πείσμα μιας σχετικής ρητορικής δεν έχουμε τη διαίρεση ανάμεσα σε ανταγωνιστικούς πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς που τροφοδότησε και τους δύο προηγούμενους παγκόσμιους πολέμους και που, με άλλους όρους, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε στην αναπαραγωγή της έντασης αλλά ταυτόχρονα στην αποτροπή της μεγάλης σύγκρουσης, ίσως εξαιτίας της επίγνωσης ότι ο επόμενος πόλεμος θα ήταν, με πρακτικούς όρους, και ο τελευταίος, αφήνοντας την ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τον πυρηνικό χειμώνα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ξέρει – και αυτό είναι ταυτόχρονα και η πιο επικίνδυνη πλευρά του τρόπου με τον οποίο κινείται – ότι η απόφασή του να βομβαρδίσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, με χρήση πολύ μεγάλων διατρητικών βομβών, η πρώτη τέτοιου είδους άμεση επίθεση στο Ιράν, δεν θα πυροδοτήσει άμεσα έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Μπορεί η Ρωσία και η Κίνα να διατηρούν καλές σχέσεις με το Ιράν και να έχουν συνεργασία σε διάφορα επίπεδα, αλλά δεν κανένα βαθμό δεν έχουν π.χ. τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Βρετανία και η Γαλλία για την ακεραιότητα της Πολωνίας. Προφανώς και θα εκφράσουν την αντίδρασή τους και θα λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στο πλαίσιο των δικών τους σχεδιασμών αλλά δεν θα απαντήσουν.
Η ίδια η απόφαση του Τραμπ, που φαίνεται να είναι μια υπαναχώρηση από τη δήλωσή του των προηγούμενων ημερών ότι θα αποφασίσει μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, μοιάζει σαν μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο βασικές γραμμές που διαμορφώθηκαν στην Ουάσιγκτον.
Η μία ήταν που παραδοσιακά συνδέεται με τα πιο «επεμβατικά» τμήματα του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου, και η οποία θεωρούσε ότι ο πόλεμος κατά του Ιράν που ξεκίνησε το Ισραήλ, ήταν μια ευκαιρία ώστε οι ΗΠΑ να εμπλακούν, να καταστρέψουν σημαντικές υποδομές του Ιράν και να διαμορφώσουν μια συνθήκη που να οδηγήσει σε «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη, αν και με αρκετή ασάφεια ως προς το πώς κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Η άλλη ήταν αυτή που συνδεόταν με τον ίδιο τον κύκλο του Τραμπ και αντιστοιχούσε μια «απομονωτική» αποστροφή προς τις μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις και θεωρούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αποφύγουν του forever wars στους οποίους ενεπλάκησαν Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η επίθεση επικέντρωσε, όπως άλλωστε είχε πρακτικές προαναγγελθεί στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και δεν παρουσιάστηκε ως η εκκίνηση μιας πιο παρατεταμένης εμπλοκής με τις δηλώσεις να επικεντρώνουν στο πυρηνικό πρόγραμμα και όχι σε συνολικότερη ανατροπή και «αλλαγή καθεστώτος».
Με έναν τρόπο ο Τραμπ έσπευσε να ανακοινώσει και αυτός το δικό του Mission Accomplished κατά τα πρότυπα του Τζορτζ Μπους, δηλώνοντας ότι καταστράφηκαν οι πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Ωστόσο, τα πράγματα σπανίως πάνε σύμφωνα με τον όποιον αρχικό σχεδιασμό. Καταρχάς δεν είναι δεδομένο ποια είναι η έκταση της πραγματικής καταστροφής των πυρηνικών εγκαταστάσεων, ακριβώς επειδή έχουν σταματήσει οι σχετικοί έλεγχοι. Αυτό από μόνο του φέρνει το ερώτημα εάν θα υπάρξουν και νέες επιθέσεις. Έπειτα με δεδομένη την απουσία ελέγχων (ακριβώς επειδή έχουν καταρρεύσει οι σχετικές διαπραγματεύσεις) δεν γνωρίζουμε ποια και πόσο μεγάλη θα είναι η καθυστέρηση στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αν και στον βαθμό που αυτό συνεχίζεται. Τέλος, αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε το είδος της ιρανικής απάντησης και πού θα επικεντρωθεί, εάν δηλαδή θα προσπαθήσει να στοχοποιήσει κάποιες από τις αμερικανικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή ή εάν θα προσπαθήσει να κάνει πράξη τις απειλές για διακοπή ή σοβαρή παρακώλυση της ναυσιπλοΐας στα Στενά του Ορμούζ.
Ούτε γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή εάν η σχετική καθυστέρηση με την οποία έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το Ιράν να απαντάει τα τελευταία χρόνια πρώτον θα επαναληφθεί και δεύτερον εάν θα ερμηνευτεί από όσους κατεξοχήν πίεζαν – πρώτα και κύρια την κυβέρνηση του Ισραήλ που πέτυχε το μεγάλο στόχο της που ήταν η αμερικανική επίθεση – για μεγαλύτερη αμερικανική ένοπλη εμπλοκή ως ένα παράθυρο ευκαιρίας για νέες επιθέσεις στην κατεύθυνση όχι απλώς της διακοπής του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αλλά της «αλλαγής καθεστώτος».
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι έχουμε μπει σε έναν κύκλο βίας από τον οποίο δεν θα υπάρξει μια εύκολη έξοδος. Το ίδιο το γεγονός ότι πλέον «κανονικοποιείται» σε επίπεδο δυτικής πολιτικής η πλήρης περιφρόνηση όχι μόνο του διεθνούς δικαίους (τόσο ο πόλεμος του Ισραήλ σε βάρος του Ιράν όσο και οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στερούνται οποιασδήποτε νομιμοποίησης τυπικής και ουσιαστικής) όσο και η άμεση καταφυγή σε πολεμικές επιχειρήσεις (ας προσθέσουμε εδώ και την ουσιαστική νομιμοποίηση από τη Δύση των γενοκτονικών πρακτικών στη Γάζα που πλέον έχουν πάρει τη μορφή των ασκήσεων σκοποβολής σε βάρος αμάχων που προσπαθούν να φτάσουν στην ανθρωπιστική βοήθεια) στην πραγματικότητα διαμορφώνουν ένα πεδίο όπου η ανάφλεξη μπορεί να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.
Ο συνδυασμός ανάμεσα στη συνειδητή επιλογή του Ισραήλ να επενδύσει στην ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή, ως έναν τρόπο να μετατοπιστεί η προσοχή από όσα συμβαίνουν στη Γάζα αλλά και για να απαλλαγεί από έναν ισχυρό ανταγωνιστή στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, το γεγονός ότι παρά τα στοιχεία «απομονωτικής» ρητορικής μερίδας του τραμπικού σύμπαντος, οι ΗΠΑ δεν έχουν μετατοπιστεί από μια στρατηγική προβολής ισχύος τόσο απέναντι σε ισχυρές τοπικές δυνάμεις όσο και απέναντι σε δυνητικές ευρασιατικής συγκλίσεις που θα ισχυροποιούσαν τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα, την εμφανή ανικανότητα της Ευρώπης – μετά την αποτυχία της τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα – να αποτελέσει έναν πόλο που θα υπερασπίζεται τη λογική της διαπραγμάτευσης και της διπλωματικής επίλυσης των αντιθέσεων – αντιθέτως πλέον προκρίνει τον επανεξοπλισμό της –, όλα αυτά δείχνουν ότι ούτως ή άλλως έχουμε μπει σε μια νέα ιστορική φάση, με πολύ μεγαλύτερους κινδύνους και πολύ βαθύτερα ρήγματα.