Δικαίωμα Εκταφής: Τι προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

Του Νίκου Τσιλιπουνιδάκη
Τις τελευταίες ημέρες έχει ανοίξει έντονη συζήτηση για το εάν είναι νομικά δυνατή η εκταφή των θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη. Το θέμα έχει προκαλέσει αντιδράσεις, ερωτήματα αλλά και παραπληροφόρηση. Ο Επιστημονικός Σύνδεσμος Δικηγόρων «Οι Ποινικολόγοι» εξέδωσε αναλυτικό δελτίο τύπου, προκειμένου να αποσαφηνίσει τι ισχύει βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Γιατί εκδόθηκε;
Ο Σύνδεσμος θέλει να ξεκαθαρίσει στο κοινό ότι η εκταφή είναι δικονομικά επιτρεπτή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και να βάλει τέλος σε σενάρια που δημιουργούν σύγχυση.
Τι προβλέπει ο νόμος;
Συλλογή αποδείξεων (άρθρο 251 ΚΠΔ)
Ο ανακριτής μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη είναι απαραίτητη για τη διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων – αυτό περιλαμβάνει και την εκταφή, αν είναι αναγκαία.
Ανάλυση DNA (άρθρο 201 ΚΠΔ)
Προβλέπεται ως ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης. Αν απαιτηθεί νέα λήψη ή εξέταση γενετικού υλικού, η εκταφή μπορεί να αποτελέσει μέσο γι’ αυτό.
Συμπληρωματική ανάκριση (άρθρο 309 ΚΠΔ)
Ο Εισαγγελέας Εφετών, μετά το πέρας της ανάκρισης, μπορεί να επιστρέψει τη δικογραφία στον ανακριτή για νέες πράξεις (π.χ. εκταφή) εφόσον θεωρεί ότι έτσι θα προκύψουν κρίσιμα στοιχεία.
Χρονοδιάγραμμα (άρθρο 248 ΚΠΔ)
Αν διαταχθεί συμπληρωματική ανάκριση, πρέπει να ολοκληρωθεί σε 30 ημέρες Τα συμπερασματα για την εκταφή υπο προυποθεσεις λοιπόν είναι τα εξής:
Η εκταφή είναι νομικά δυνατή.
Αποφασίζεται αποκλειστικά από τις δικαστικές αρχές, εφόσον κρίνουν ότι μπορεί να φέρει νέα αποδεικτικά στοιχεία.
Δεν είναι αυτόματη διαδικασία ούτε δικαίωμα των συγγενών – αλλά ανακριτική πράξη που υπάγεται στον Εισαγγελέα και τον Ανακριτή.
Με απλά λόγια: η εκταφή μπορεί να διαταχθεί, αλλά μόνο αν πείσει τις δικαστικές αρχές ότι είναι αναγκαία για την αποκάλυψη της αλήθειας. Διαβάστε το Δελτίο τύπου
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ «ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΙΟΙ»
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΚΤΑΦΗΣ
Την τελευταία εβδομάδα έχουν δημιουργηθεί νομικά ερωτήματα αναφορικά με την δυνατότητα εκταφής των θυμάτων των Τεμπών στο ισχύον δικονομικό πλαίσιο.
Με το παρόν επιδιώκουμε την ενημέρωση του κοινού για τις δικονομικές δυνατότητες, προκειμένου να αποφεύγονται πιθανά σενάρια παραπληροφόρησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 251 ΚΠΔ: «1. Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 249 παρ. 2 και 3 οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος».
Στο άρθρο 201 ΚΠΔ ορίζεται η ανάλυση DNA ως μία ειδικότερη μορφή πραγματογνωμοσύνης και ανακριτικής πράξης για τη διαπίστωση. Ειδικότερα ορίζεται στην παρ. 1 ότι: «1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid- DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 309 ΚΠΔ, «εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο.
[…] Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη, για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή».
Ο εισαγγελέας εφετών οφείλει να κρίνει ανεξάρτητα για το αν θα πρέπει να επιστραφεί η δικογραφία στον ανακριτή με δεύτερη παραγγελία και εφόσον προκύψουν νέα κρίσιμα στοιχεία. Η απόφαση για συμπληρωματική ανάκριση δεν είναι υποχρεωτική αλλά επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε Εισαγγελέα. Η δε απόρριψη αιτήματος πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη και επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών για επανεκτίμηση των αιτημάτων.
Επομένως, στην συγκεκριμένη περίπτωση η εκταφή των θυμάτων των Τεμπών είναι δυνατή κατόπιν επιστροφής της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών από τον Πρόεδρο Εφετών, προκειμένου να συμπληρωθεί η ανάκριση και εφόσον κριθεί ότι από την πράξη αυτή είναι πιθανό να ανακαλυφθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία. Είναι μία διαδικασία που γίνεται ταχύτατα σύμφωνα με το άρθρο 248 ΚΠΔ παρ. 5 εδ. Γ’: «Αν ο εισαγγελέας παραγγείλει ή το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διατάξει συμπληρωματική ανάκριση, ο ανακριτής οφείλει να την περατώσει μέσα σε τριάντα ημέρες, αφότου η δικογραφία περιήλθε σε αυτόν.»
Εν κατακλείδι, από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι είναι δυνατή η διενέργεια εκταφής και ανακριτικών πράξεων. Το αν αυτό είναι προς την κατεύθυνση της ανακάλυψης της αλήθειας, θα κριθεί κυριαρχικά από τις δικαστικές αρχές και μόνο, οι οποίες έχουν γνώση του δικογραφικού υλικού και των έως τώρα πράξεων.