Δημήτρης Τσάτσος: Ειλικρίνεια προθέσεων και αγωνιών

Δημοσιεύτηκε στις 24/04/2024 13:23

Δημήτρης Τσάτσος: Ειλικρίνεια προθέσεων και αγωνιών

Αν αληθεύει η διαπίστωση ότι παράδοση δημιουργείται μόνον εκεί όπου υπάρχει συνέχεια αλλά και ρήξη, τότε ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο την παράδοση της οικογένειάς του στο χώρο της επιστήμης του δικαίου.

Ο Θεμιστοκλής Τσάτσος υπήρξε γι’ αυτόν –κατά τρόπο πανηγυρικά ομολογημένο– ο πατέρας και ο δάσκαλος που επηρέασε καθοριστικά τη φυσιογνωμία του γιου του. Τα πρώτα συνεπώς συστατικά της επιστημονικής φυσιογνωμίας του Δ. Θ. Τσάτσου είναι γενετικά και αφορούν το πιο κρίσιμο στοιχείο: το επιστημονικό του ύφος και άρα το επιστημονικό του ήθος.

 

Σ’ αυτήν την αιτία οφείλει ο Δημήτρης Τσάτσος την γενικότερη παιδεία του, τις ανθρωπιστικές και αισθητικές βάσεις του επιστημονικού του λόγου. Στην ίδια αίτια οφείλει επίσης την διπλή επιστημονική του ιθαγένεια: Ελληνική και Γερμανική. Ιθαγένεια που αποκτά με τον ίδιο αυθεντικό και φυσικό τρόπο, όχι μόνο ως προϊόν σπουδής αλλά ως προσωπικό και επιστημονικό βίωμα.

Διαμορφώνεται κατά τον τρόπο αυτό το υπόστρωμα, θα έλεγα, της επιστημονικής του φυσιογνωμίας με έντονα ιδεαλιστικές επιρροές και εξίσου έντονη αίσθηση της πανεπιστημιακής και επιστημονικής πειθαρχίας που μόνο η εγγραφή σε μια παράδοση μπορεί να προσδώσει και να εγγυηθεί παρά τις μετέπειτα τομές.

Άλλωστε όλα πρέπει κατ’ ανάγκην να προσαρμοστούν προκειμένου να χωρέσουν στις πανεπιστημιακές προδιαγραφές ή μάλλον συμβάσεις και των δύο επιστημονικών πατρίδων: ο Δημήτρης Τσάτσος οφείλει να διέλθει μέσα από την στενή πύλη των τυπικών πανεπιστημιακών διαδικασιών, να αποδείξει την ικανότητά του στο χειρισμό των συμβατικών επιστημονικών θεμάτων προκειμένου να αποκτήσει τις προϋποθέσεις της υπέρβασής τους.

 

Με την ποιότητα του επιστημονικού του λόγου στη διδακτορική του διατριβή και στις δύο επί υφηγεσία πραγματείες του, μία γερμανική και μία ελληνική, ο Δημήτρης Τσάτσος αποκτά τους νομιμοποιητικούς τίτλους για μια πανεπιστημιακή και επιστημονική διαδρομή που είναι κάθε άλλο παρά συμβατική.

Η ενασχόληση με το δίκαιο και μάλιστα το δημόσιο δίκαιο απαιτεί μια βαθύτατη και ενσυνείδητη σχέση με την ιστορία και την πολιτική. Ο νομικός δεν μπορεί να είναι απαθής και ουδέτερος παρατηρητής των γεγονότων. Μετέχει ή μάλλον οφείλει να μετέχει ως υποκείμενο στη διαμόρφωση ή στην ανατροπή καταστάσεων, ιδίως όταν τίθενται εν αμφιβόλω οι ίδιες οι καταστατικές βάσεις του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού πολιτεύματος.

Η δικτατορία γίνεται έτσι η λυδία λίθος της ιδεολογικής, επιστημονικής και πολιτικής φυσιογνωμίας του Δ. Θ. Τσάτσου. Η έρευνα και η διδασκαλία του Συνταγματικού Δικαίου οφείλει να διεξάγεται την περίοδο εκείνη μέσα στο σκληρό εργαστήριο της πραγματικότητας, καθώς δεν υπάρχουν –όπως θα έλεγε ο Kelsen– οι βασικές προϋποθέσεις της ισχύος μιας συνταγματικής τάξης.

Αυτή η προσωπική, οικογενειακή, πανεπιστημιακή και πολιτική περιπέτεια τον μετατρέπει από ανερχόμενο και πολλά υποσχόμενο επιστήμονα και νέο, γοητευτικό πανεπιστημιακό δάσκαλο σε πολιτική προσωπικότητα πρώτης γραμμής. Σε ευρύτατης αποδοχής διανοούμενο που αγωνιά να συλλάβει και να διατυπώσει το νόημα της πολιτείας και των θεσμών με αυθεντικό, ευθύ και εξόχως πρωτότυπο τρόπο.

Η αντιστασιακή πράξη μετατρέπεται σε αίσθηση προσωπικής ευθύνης για την «κάθαρση», την αποχουντοποίηση του πανεπιστημίου. Η αντιδικτατορική εμπειρία μετατρέπεται σε ριζοσπαστικό για την εποχή του πολιτικό λόγο όχι μόνο για τα κόμματα και το θεσμικό τους ρόλο, αλλά και γενικότερα για τη συγκρότηση και τη λειτουργία ενός ουσιαστικού δημοκρατικού πολιτικού συστήματος σε μια ενθουσιώδη αλλά και αμήχανη μεταδικτατορική κοινωνία .

[…]

 

Η επιστημονική φυσιογνωμία του Δ. Θ. Τσάτσου διαμορφώνεται συνεπώς μέσα στην πειθαρχία του γερμανικού πανεπιστημίου, μέσα στην Ελληνική ιστορική, πολιτική και κομματική εμπειρία και μέσα στη διαρκή κινητικότητα του Ευρωπαϊκού θεσμικού γίγνεσθαι.

Όλα αυτά τα στοιχεία ενσωματώνονται στο επιστημονικό, πανεπιστημιακό, διδακτικό και συναδελφικό ύφος και ήθος του Δημήτρη Τσάτσου.

Απαιτείται υψηλός βαθμός ωριμότητας προκειμένου να αναγνωρίζει κάποιος τους ομότεχνούς του και να τους επιδαψιλεύει όλες τις τιμές. Αυτό έκανε και κάνει τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα ο Δ. Τσάτσος με βασικό παράδειγμα την αγάπη και την συναδελφικότητα με την οποία εισήγαγε τον χαρακτηρισμό του Αριστόβουλου Μάνεση ως κορυφαίου των Ελλήνων συνταγματολόγων.

Εξίσου ενθουσιώδης και γενναιόδωρη είναι πάντοτε η υποδοχή που επιφυλάσσει στους νέους επιστήμονες. Υπόδειγμα ακαδημαϊκής και επιστημονικής ευρυχωρίας, ενίοτε και επιείκειας, που δεν θίγει όμως κατά βάθος την απόλυτη διανοητική αυστηρότητα των κριτηρίων με τα οποία αξιολογούνται στην συνείδησή του τα επιμέρους επιστημονικά μεγέθη.

Ο Δ. Τσάτσος σέβεται κατά τόπο απόλυτο τον ακροατή του και άρα την επιστημονική διαφωνία και «ετερότητα». Σέβεται εξίσου κάθε είδος ακροατηρίου –φοιτητικό, επιστημονικό, κοινοβουλευτικό, δικαστικό, κοινωνικό– και εμφανίζεται ενώπιόν του με το δέος του ανθρώπου που γνωρίζει το θέμα του και θέτει στον εαυτό του πιο πολλές και πιο αυστηρές ερωτήσεις από ό,τι ο πιο κακόπιστος ή άγονος ακροατής.

Ακόμη περισσότερο σέβεται τον προνομιακό του αναγνώστη. Αυτόν που καλείται να τον ακολουθήσει στη διαδρομή μιας αποδεικτικής διαδικασίας ή μιας προσωπικής εξομολόγησης. Τα δύο, άλλωστε, αυτά στοιχεία συμπλέκονται όταν ο λόγος δεν είναι απλώς επιστημονικός αλλά γίνεται κάτι πολύ παραπάνω: μετατρέπεται σε στοχασμό.

 

Είναι γι’ αυτό απολύτως αναγκαίο να διαγνώσει κάποιος τις λεπτές αλλά σαφείς διακρίσεις του επιστημολογικού του συστήματος: στο λόγο του Δημήτρη Τσάτσου δεν πρέπει κανείς να συγχέει τον επιστημονικό φιλελευθερισμό και τον ερμηνευτικό σχετικισμό, με την ευγένεια του ύφους και με την απόλυτη διανοητική και αποδεικτική πειθαρχία των επιχειρημάτων.

Ο Δ. Τσάτσος για λόγους πολιτικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων είναι επιστημονικά φιλελεύθερος, με την έννοια της ανεκτικότητας σε σχέση με τη διαφωνία, την άλλη εκδοχή, ακόμη και την απόρριψη των δικών του αποφάσεων. Είναι άλλωστε στην Ελλάδα ο κατεξοχήν εκφραστής του ερμηνευτικού σχετικισμού, που μόνο άσχετοι ή κακόπιστοι ταυτίζουν με την απόλυτη ελευθερία των προερμηνευτικών επιλογών ή την αποδοχή των πολιτικών ή προσωπικών σκοπιμοτήτων του ερμηνευτή.

Ο ερμηνευτικός σχετικισμός δεν είναι άλλωστε μέθοδος ερμηνείας ή επιστημολογική στάση. Είναι θεμελιώδες στοιχείο της αρχής του κράτους δικαίου και δικονομικός κανόνας συνταγματικής
περιωπής.

[…]

 

Η αναζήτηση ενός ορισμού της πολιτικής, η πεποίθηση ότι οι πολιτικές και ιστορικές εκκρεμότητες είναι μια εγγύηση ελευθερίας, η ανάγκη για διαρκή καλλιέργεια και ανύψωση του πολιτικού μας πολιτισμού και κυρίως η αμφισβήτηση ως προϋπόθεση για την ίδια την υπόσταση του πολίτη και του διανοούμενου είναι οι σταθεροί θεματικοί άξονες του πολιτικού και δοκιμιακού λόγου του Δημήτρη Τσάτσου που απευθύνονται ταυτοχρόνως στους πάρα πολλούς και τους πάρα πολύ λίγους.

Γι’ αυτό έχει τη δύναμη να καθίσταται από ένα σημείο και μετά εξομολογητικός: γιατί διαθέτει το όπλο της ειλικρίνειας των προθέσεων και των αγωνιών του.

Λόγω αυτών και άλλων πολλών παρόμοιων αιτίων ο Δημήτρης Τσάτσος έχει προ πολλού καταστεί ένα μεγάλο «δύσχρηστο» επιστημονικό μέγεθος. Μια πολυσήμαντη και πολυδιάστατη «περίπτωση» για το στερέωμα της επιστήμης, του Συνταγματικού Δικαίου. Μια ολόκληρη συνιστώσα της. Ίσως μάλιστα η τριβή και η εξοικείωση να μη μας επιτρέπει μερικές φορές, εδώ στη χώρα μας, να αντιληφθούμε πλήρως όλες τις διαστάσεις της.

Με τη διαβεβαίωση, λοιπόν, ότι έχουμε συνείδηση των μεγεθών του, εμείς οι μαθητές, οι φίλοι, οι συνάδελφοί του, του στέλνουμε χαιρετισμό τιμής και αγάπης. Και κυρίως του λέμε ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί υπάρχει.

*Αποσπάσματα από εκτενές κείμενο που είχε συντάξει ο Ευάγγελος Βενιζέλος πριν από 21 χρόνια, το Μάιο του 2003, και επιγράφεται «Η θέση του Δημήτρη Θ. Τσάτσου στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου».

Ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος, που έφυγε από τη ζωή στις 24 Απριλίου 2010, σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε διαπρεπής συνταγματολόγος, διεθνώς αναγνωρισμένος και τιμημένος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτειολογίας σε ελληνικά και γερμανικά πανεπιστήμια.

Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974, γενικός εισηγητής όλης της αντιπολίτευσης για το Σύνταγμα του 1975 και ευρωβουλευτής επί μία δεκαετία (1994-2004).

 

Όπως έχει γραφτεί, ο Τσάτσος αναζητούσε διαρκώς την ιδανική σύνθεση και ισορροπία ανάμεσα στα δύο ευγενή πάθη του: την αγάπη του για την ιδεατή Πολιτεία και την πίστη του στην αξία και στη δύναμη της πολιτικής. Η ιδέα της Πολιτείας τον ενέπνεε και η πολιτική τον προκαλούσε ακατάπαυστα.

Εμπνευσμένος δάσκαλος και συγγραφέας, ο Τσάτσος επιδόθηκε σε μια βαθυστόχαστη συγγραφή (στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα) μελετών και συγγραμμάτων που αφορούσαν το Σύνταγμα, την έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, την Πολιτεία και τα κόμματα, καθώς και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

in.gr

Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook