Εξάρθρωση διεθνικής εγκληματικής οργάνωσης εμπορίας ανθρώπων και μαστροπείας – 17 συλλήψεις, όπλα και μεγάλα χρηματικά ποσά στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ.

Του Νίκου Τσιλιπουνιδάκη
Μια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος έφερε στο φως η πολύμηνη, συστηματική και στοχευμένη έρευνα της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος, η οποία οδήγησε στην εξάρθρωση διεθνικής εγκληματικής οργάνωσης με δράση στην εμπορία ανθρώπων, τη μαστροπεία αλλοδαπών γυναικών, τη διοργάνωση παράνομων τυχερών παιγνίων τύπου «φρουτάκια» και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η επιχείρηση της Ελληνικής Αστυνομίας, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025, ανέδειξε τον επαγγελματισμό, την επιμονή και την αποτελεσματικότητα των στελεχών που χειρίστηκαν την υπόθεση, καταφέρνοντας ένα καίριο πλήγμα σε οργανωμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης ανθρώπων.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν συνολικά δεκαεπτά άτομα. Συγκεκριμένα, δεκατέσσερα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά στελέχη, συνελήφθησαν στο πλαίσιο της συντονισμένης αστυνομικής επιχείρησης, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται συνολικά σαράντα άτομα. Παράλληλα, συνελήφθησαν ακόμη τρία άτομα, τα οποία κατηγορούνται –κατά περίπτωση– για μαστροπεία, καθώς και για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και όπλων.
Η έρευνα, που διεξήχθη από το Τμήμα Καταπολέμησης Διακίνησης και Εμπορίας Ανθρώπων και Αγαθών, αποκάλυψε ότι η οργάνωση δρούσε τουλάχιστον από τον Νοέμβριο του 2023, έχοντας αναπτύξει ένα διεθνές, δομημένο και ιεραρχημένο δίκτυο. Τα μέλη της εντόπιζαν γυναίκες κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης και της Αφρικής και, εκμεταλλευόμενα την ευάλωτη κοινωνική και οικονομική τους θέση, τις εξαπατούσαν με υποσχέσεις για υψηλά κέρδη, προωθώντας τες στη συνέχεια στην πορνεία στην Ελλάδα. Σε μία περίπτωση διαπιστώθηκε ακόμη και η κατ’ επίφαση επίκληση δεσμού χρέους (debt bondage), τον οποίο το θύμα όφειλε να «αποπληρώσει».
Όπως προέκυψε, η εγκληματική οργάνωση διαχειριζόταν πέντε οίκους ανοχής, εκ των οποίων οι τέσσερις υπεκμισθώνονταν από εταιρεία, διαχειριστής της οποίας ήταν αρχηγικό μέλος της οργάνωσης. Παράλληλα, παρείχε καταλύματα στις εκδιδόμενες γυναίκες που έφταναν στη χώρα από το εξωτερικό, τα οποία ανήκαν σε εταιρεία ιδιοκτησίας της ηγεσίας της οργάνωσης. Μέλη της είχαν επίσης δημιουργήσει και διαχειρίζονταν ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, μέσω των οποίων διαφημίζονταν υπηρεσίες σεξουαλικού χαρακτήρα.
Στην κορυφή της εγκληματικής δομής βρίσκονταν τρία αδέλφια, τα οποία είχαν τον πλήρη έλεγχο της δραστηριότητας. Ήταν υπεύθυνα για τη στελέχωση των οίκων ανοχής με εκδιδόμενες γυναίκες, για τη διαχείριση της συμπεριφοράς τους, για τη χάραξη της «οικονομικής πολιτικής» της οργάνωσης, την κατανομή αρμοδιοτήτων στα μέλη, καθώς και για την παροχή οδηγιών και τον συνεχή έλεγχο της δράσης τους. Τα αρχηγικά στελέχη είχαν συχνή φυσική παρουσία στους οίκους ανοχής, παρεμβαίνοντας άμεσα σε ζητήματα που επηρέαζαν την εύρυθμη λειτουργία τους, ενώ δεν δίσταζαν να επιπλήττουν τα μέλη όταν διαπίστωναν μειωμένη οικονομική απόδοση.
Άλλα μέλη της οργάνωσης συνεπικουρούσαν τα ηγετικά στελέχη στη στρατολόγηση και στη διαχείριση των εκδιδόμενων γυναικών, καθώς και του υπηρετικού προσωπικού. Παράλληλα, μέλη εργάζονταν ως υπηρετικό προσωπικό στους οίκους ανοχής, παρουσιάζοντας τα «προγράμματα» γενετήσιων υπηρεσιών στους υποψήφιους πελάτες και παραλαμβάνοντας τα χρηματικά ποσά, ενώ άλλοι είχαν ρόλο φυλάκων και «τσιλιαδόρων», καθώς και οδηγών μεταφοράς των γυναικών.
Επιπλέον, διευθυντικό μέλος της οργάνωσης είχε αναπτύξει παράλληλη εγκληματική δραστηριότητα στον τομέα των τυχερών παιγνίων, έχοντας την κύρια διαχείριση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, στο οποίο άλλα μέλη εμφανίζονταν ως αφανείς ιδιοκτήτες και υπεύθυνοι λειτουργίας. Το συγκεκριμένο κατάστημα λειτουργούσε με «κλειστό» πελατολόγιο και διέθετε μηχανισμό άμεσης απενεργοποίησης των οθονών των τυχερών παιγνίων σε περίπτωση ελέγχου.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο ηγετικός πυρήνας είχε αποκομίσει σημαντικά χρηματικά ποσά από την παράνομη δραστηριότητα και είχε προχωρήσει σε ενέργειες νομιμοποίησης των εσόδων αυτών μέσω αγορών ακινήτων, οχημάτων, επενδύσεων και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Για τις ενέργειες αυτές λάμβαναν συμβουλές από υπόχρεα πρόσωπα, όπως λογιστές και φοροτεχνικούς.
Κατά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, οίκους ανοχής και επαγγελματικούς χώρους, οι αστυνομικές αρχές κατέσχεσαν πολεμικό τυφέκιο, πυροβόλο πιστόλι, δύο πιστόλια κρότου, θήκες πιστολιών, εκατόν τριάντα τέσσερα φυσίγγια, τρία σπρέι πιπεριού, πέντε μαχαίρια, μεταλλικό ρόπαλο του μπέιζμπολ, δύο αλεξίσφαιρα γιλέκα, πτυσσόμενο γκλομπ, χρηματικό ποσό 70.570 ευρώ, καθώς και συνάλλαγμα σε δολάρια ΗΠΑ, λίρες Αγγλίας και δηνάρια Βόρειας Μακεδονίας. Επιπλέον, κατασχέθηκαν δύο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, δύο μοτοσυκλέτες, τριάντα ένα κινητά τηλέφωνα, ένα tablet, δύο χρηματοκιβώτια, δεκαεπτά ρολόγια, έξι φορητοί πομποδέκτες με φορτιστές και ακουστικά, οκτώ usb sticks, τρεις κάρτες μνήμης, αντάπτορας καρτών, φορητός ψηφιακός καταγραφέας φωνής, συσκευή ανίχνευσης σημάτων, δεκαεννέα κεντρικές μονάδες υπολογιστή, καθώς και πεντακόσια σαράντα ένα προφυλακτικά.
Μέχρι στιγμής έχουν ταυτοποιηθεί και απελευθερωθεί τέσσερα θύματα εμπορίας ανθρώπων, υπήκοοι Κολομβίας, Βενεζουέλας και Βραζιλίας. Στα θύματα παρασχέθηκε άμεσα κατάλληλη αρωγή και προστασία μέσω των εξειδικευμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων “Our Rescue” και “A21”.
Η υπόθεση συνιστά ένα ισχυρό και ουσιαστικό πλήγμα στα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων και μαστροπείας, αναδεικνύοντας τον καθοριστικό ρόλο και την υψηλή επιχειρησιακή επάρκεια των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος.