«Ήταν ωραίο να λούζομαι στο αίμα του εκτελεστή μου» – Δέκα χρόνια μετά, ο τελευταίος όμηρος του Μπατακλάν

Ο Αρνό Σιμονέν, σήμερα 51 ετών, στέκεται ως ζωντανή μαρτυρία μιας εφιαλτικής νύχτας που σημάδεψε τη Γαλλία και την Ευρώπη. Δέκα χρόνια μετά τις συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015, ο Σιμονέν μίλησε στην Telegraph από ένα μπαρ του Παρισιού για την κόλαση που έζησε ως ο «τελευταίος όμηρος» του Μπατακλάν, της αίθουσας συναυλιών όπου έχασαν τη ζωή τους 90 άνθρωποι.
Ο ίδιος, μαζί με τη σύζυγό του, Μαρί, βρίσκονταν εκεί για να παρακολουθήσουν τους Eagles of Death Metal, όταν στις 9:47 μ.μ. τρεις τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους εισέβαλαν και άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το απόκοσμο σφύριγμα των σφαιρών καθώς περνούσαν ξυστά» θυμάται. Εκείνοι που τόλμησαν να κοιτάξουν πίσω, δέχονταν καταιγισμό πυρών και έπεφταν νεκροί.
Το ζευγάρι και άλλοι θεατές βρέθηκαν στριμωγμένοι σε έναν στενό διάδρομο, ένα αδιέξοδο στον πρώτο όροφο. «Εκείνη τη στιγμή, λες στον εαυτό σου ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Υπήρχε μόνο χρόνος να πω Σ’ αγαπώ στη Μαρί», αφηγείται.
Οι τρομοκράτες συνέλαβαν δώδεκα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των Σιμονέν, και τους κράτησαν ομήρους για περισσότερο από δύο ώρες, εν μέσω διαπραγματεύσεων με την αστυνομία. Τη φρίκη δεν την έβλεπες μόνο, την άκουγες. «Δεν είδαμε ανθρώπους να πεθαίνουν. Ακούγαμε το θάνατο τους. Μπορούσαμε να ακούσουμε όλη αυτή τη σφαγή», θυμάται ο Σιμονέν.
Η τελική εφόρμηση των επίλεκτων αστυνομικών μονάδων RAID και BRI ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η Μαρί και άλλοι όμηροι κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά ο Αρνό βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μια σκάλα, ανάμεσα στους δύο εναπομείναντες τρομοκράτες, τον Ισμαέλ Ομάρ Μοστεφαΐ και τον Φουέντ Μοχάμεντ-Αγκάντ.

Η τελευταία πράξη του τρόμου ήταν σύντομη και συγκλονιστική. Ο πρώτος τρομοκράτης πυροδότησε το γιλέκο αυτοκτονίας του. Ο δεύτερος έπεσε στην κάτω σκάλα και τον αποτελείωσαν οι αστυνομικοί την ώρα που προσπαθούσε να φτάσει στον πυροκροτητή. Ο Σιμονέν μόλις και κατάφερε να απομακρυνθεί ελάχιστα από τις εκρήξεις.
Βαθιά σοκαρισμένος, χωρίς ακοή, ο Σιμονέν έπεσε στο έδαφος, καλυμμένος με αίμα. «Στάθηκα τυχερός. Πρέπει να ήταν θέμα εκατοστών», εξομολογείται. Θεωρούσε τον εαυτό του τελειωμένη υπόθεση. «Η πλάτη μου ήταν όλη ζεστή και κολλώδης, και υπέθεσα ότι θα πέθαινα μέσα σε 10 λεπτά».

Ωστόσο, η συνειδητοποίηση ήρθε με ένα απίστευτο σοκ: το αίμα που τον σκέπαζε δεν ήταν δικό του. Ήταν των τρομοκρατών. Κοίταξε ψηλά και είδε τα σπλάχνα ενός εκ των δραστών να έχουν κολλήσει στο ταβάνι και να στάζουν πάνω του. «Ήταν σαν την τελική σκηνή του ‘Άλιεν’», περιγράφει για τη φρικιαστική στιγμή που ήταν και μια μορφή κάθαρσης για τον ίδιο.
«Δεν βλέπω εφιάλτες γι’ αυτό», αποκαλύπτει. «Αντίθετα, ήταν μια υπερβατική στιγμή. Τους ήθελα νεκρούς, και δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ήταν ωραίο να λούζομαι στο αίμα του εκτελεστή μου».
Ο Σιμονέν χρησιμοποίησε αυτά ακριβώς τα λόγια κοιτάζοντας στα μάτια τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ, τον μοναδικό επιζώντα τρομοκράτη των επιθέσεων, κατά τη διάρκεια της δίκης του το 2022.


Για πολλούς επιζώντες, ο εφιάλτης παραμένει ζωντανός. Η Σοφί Παρρά, 41 ετών, η οποία δέχθηκε δύο σφαίρες, περιγράφει τη μάχη της με τη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD), παρόλο που η EMDR θεραπεία «έσωσε τη ζωή της».
Η καθημερινότητα στο Παρίσι ήταν ανυπόφορη, καθώς «η 11η περιφέρεια, τα καφέ, ακόμη και το μετρό, όλα την τρομοκρατούσαν». Ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, «αρκεί μόνο ένας θόρυβος, ένα πρόσωπο που μπορεί να μου θυμίσει έναν τρομοκράτη, και τότε, μπαμ, τελείωσε».
Ωστόσο, μέσα από το κοινό τραύμα γεννήθηκε η ελπίδα. Ο Σιμονέν και άλλοι όμηροι σχημάτισαν μια άτυπη ομάδα φίλων, τους potages, μια σύντμηση των λέξεων potes (φίλοι) και ôtages (όμηροι).
Ο άφθαρτος δεσμός, που βρήκε τη λύτρωση στην ανθρώπινη σύνδεση, αποτέλεσε την έμπνευση για την πρόσφατα κυκλοφορούμενη, βραβευμένη μίνι-σειρά Des Vivants (Όσοι Έζησαν).

«Ένα κομμάτι μου μπορεί να πέθανε εκείνο το βράδυ, αλλά νέα βλαστάρια τώρα φυτρώνουν από το νεκρό ξύλο» είπε ο Σιμονέν.
Δέκα χρόνια μετά, οι επιζώντες εκφράζουν ανησυχία για τα μέτρα ασφαλείας. Ο Σιμονέν παραπονιέται ότι οι χώροι ψυχαγωγίας δεν έχουν ενισχύσει επαρκώς τα μέτρα ασφαλείας.
«Έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσε να συμβεί ξανά από τη μια μέρα στην άλλη σε οποιοδήποτε φεστιβάλ ή συναυλία», λέει. «Δεν έχουμε μάθει πραγματικά τα μαθήματα. Ως επιζών, αυτό με ενοχλεί» λέει.
Η οργή κορυφώνεται για τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ο οποίος εκτίει την αυστηρότερη ποινή του γαλλικού νόμου, αλλά βρίσκεται υπό έρευνα για πιθανή χρήση USB δίσκου με τζιχαντιστική προπαγάνδα μέσα στη φυλακή.
«Αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε έναν τρομοκράτη στη φυλακή, τι μπορούμε;» αναρωτιέται ο Γιαν Λαφολί, άλλος επιζών.

Ωστόσο, η απόφαση να συνεχίσουν να ζουν, να ξαναχτίσουν τις ζωές τους και να τιμούν τους νεκρούς αποτελεί την ύψιστη μορφή αντίστασης.
Ο Γκρεγκορί Ραϊμπενμπέργκ, ιδιοκτήτης του μπαρ La Belle Equipe όπου σκοτώθηκαν 21 άνθρωποι, ξαναλειτούργησε τον χώρο.
«Είναι ένας τρόπος να δείχνουμε το μεσαίο δάχτυλο σε αυτούς που μας το έκαναν αυτό… Δεν πρόκειται να μας καταστρέψετε… Ζούμε με τις αξίες μας» είπε.