Ιωάννης Βελισσαρίου: Ο πλέον ζηλευτός θάνατος

Δημοσιεύτηκε στις 26/11/2025 17:45

Ιωάννης Βελισσαρίου: Ο πλέον ζηλευτός θάνατος

Ο Βελισσαρίου πέθανε ηρωικά με τη φράση: «Στη Σόφια!» Και προς αυτήν πλησίασε! Πώς όμως φονεύθηκε και ποιες οι τελευταίες στιγμές του; Θ’ αφήσουμε να απαντήσει ο Ανθυπίατρος του 9ου Ευζ. Τάγματος, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μπούκουρας, ο οποίος από την αρχή του πολέμου βρισκόταν στο Τάγμα του Βελισσαρίου, και ενώ δεν ήταν «μάχιμος», παραταύτα ήταν στην
πρώτη γραμμή της μάχης […] προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του, ιδιαίτερα στους βαριά τραυματίες […].

Επίσης λόγω της επιμέλειας που τον διέκρινε στα καθήκοντά του, του υψηλού πνευματικού του επιπέδου και της παρατηρητικότητάς του, είχε την αμέριστη εκτίμηση του Βελισσαρίου. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι διέσωσε πολλά λεπτομερειακά στοιχεία από τη μάχη του Σαραντάπορου μέχρι και εκείνης του Υψώματος 1.378, μέσα από τις 600 σελίδες του ανέκδοτου προσωπικού του πολεμικού ημερολογίου, που είχε την καλοσύνη με πολλή αγάπη να μου το δωρίσει «τιμής ένεκεν», ως αξιωματικό και ανηψιό του Βελισσαρίου.

Λέγει λοιπόν ο Μπούκουρας:

Την ενάτην ώραν της 13 Ιουλίου ευρισκόμεθα εν πλήρει μάχη. Το Βουλγαρικόν πυροβολικόν έστειλε ακατάπαυτα τα βλήματά του εις τας προφυλακάς μας. Τα πολυβόλα του ήλθαν να συνοδεύσουν με τον απαίσιον ήχον των. Τα πρώτα αίματα εχύθησαν ήδη. Όλαι αι έφοδοι όμως των συνεχώς ενισχυομένων Βουλγάρων εθραύοντο εις το απόρθητον τείχος των ευζώνων του Βελισσαρίου. Εις την χάλαζαν των σφαιρών των πολυβόλων και των οβίδων του εχθρού την ενδεκάτην ώραν 60 εκτός μάχης. Ιατρός, νοσοκόμοι διεκόμιζον τους ζώντας τραυματίας εις τα μετόπισθεν.

Αι τάξεις των γενναίων ηραιώνοντο, αυτός άκαμπτος, μεγαλοπρεπής, όρθιος οδήγη τους ήρωάς του προς τον θάνατο μη υποχωρών. Όρθιος εξώρμα με το μαστίγιον εις τας χείρας και ήτο μεγαλοπρεπής και αγρίως ωραίος. Δεν είναι δυνατόν να μιμηθεί κανείς τον τόνον και αδύνατον να παραστήσει την επίδρασιν. Η φωνή του ηλέκτριζε και έκαμνε τον θάνατον γλυκύν. Το αναλογίζομαι ακόμη μετά του ιδίου ρίγους και συγκινήσεως που πάντοτε εδοκίμασα. Οι διακόσιοι πεντήκοντα μέχρι στιγμής εναπομείναντες γύρω του από το ηρωικό του τάγμα εχρειάζοντο ενθάρρυνσιν και έδιδε το παράδειγμα, εκτεθειμένος, εντελώς ακάλυπτος εις το επαναληφθέν πυρ του εχθρού, το οποίον τώρα, ότε αι θέσεις εγένοντο καταφανείς, επήρχετο ακράτητον και έπιπταν διαρκώς αι οβίδες, και ετραυματίζοντο ευχαριστημένοι ίσως τώρα υπό τα όμματα του αρχηγού των.

Αλλ’ ιδού μία δύο οβίδες, η μία κατόπιν της άλλης, έσπασαν υπεράνω της κεφαλής του, μένει όμως ακλόνητος. Ουδέ κατά βήμα μετήλλαξε θέσιν. Τρίτη μη διαρραγείσα μεθ’ ορμής εισέδυσε έμπροσθέν του, βαθύτατα ανατινάξασα ολόκληρα τμήματα πηλού και κονιορτού συγχρόνως, όστις τον κατεκάλυψε. Ο Ηλιού εν νεφέλαις δεν θα ήτο περισσότερον ατάραχος! Ανέμενε έως ου κατέπεσε ο κονιορτός και τώρα γαλήνιος απετάθη προς τους στρατιώτας. «Άι! Τι τους φοβείσθε, ανάθεμά τους αν ξέρουν να σκοπεύουν. Να, μόνον λάσπη και σκόνη με γέμισαν».

Ο Καζανάς (σ.σ. υπολοχαγός, διοικητής λόχου) όρθιος διά νευμάτων μού υπεδείκνυε το επικίνδυνον της θέσεώς του μη τολμών να παρατηρήση τι. Αλλά και τις ετόλμα να συστήση απομάκρυνσιν; Ο αείποτε αψηφήσας τον θάνατον να απομακρυνθή του κινδύνου προ των ομμάτων των δεκατιζομένων ανδρών του; Προ του ιδίου του εγωισμού που τον ήθελε ανώτερον της φήμης του και των κατορθωμάτων του, θα ήτο αστείον και να δοκιμάση κανείς. Θα εδέχετο κανένα από εκείνα τα αυστηρά και περιφρονητικά βλέμματα που πολλών φιλοτιμίας παρακαίρως εταπείνωσαν.

Νέος κρότος και μία συγχρόνως φωνή με ετίναξεν και έστρεψα την κεφαλήν. Ο Ταγματάρχης εκυλίετο εις την κλιτύν. Έπεσεν εκείνος με τας λέξεις: «Α! Καζανά, έπεσα». Διατηρώ στην ψυχή μου το παράπονόν μου και κάποιαν μνησικακίαν κατά του Καζανά διά την προτίμησιν. Ο Ταγματάρχης μου, όστις με περιέβαλλε με τόσα δείγματα εκτιμήσεως, την στιγμήν που μόνον εμού ίσως είχε ανάγκη την συνδρομήν να ζητήση, αντί να στραφεί προς εμέ απετάθη προς τον υπολοχαγόν του. Αλλά τι ήμην εγώ εν σχέσει προς τον ήρωα υπολοχαγόν διοικητή του 1ου λόχου, που εχάνετο διώκων και κατακεραυνών τον εχθρόν εις παν παράγγελμα; Όλοι οι άξιοι κοντά του κατείχον θέσιν και οι εκλεκτότεροι ήσαν οι φίλοι του. Ποιος θα είχε το δικαίωμα να τεθή προ του Καζανά εις την χορείαν των συμπολεμιστών του;

Έστρεψα κλαίων ασυναισθήτως διά πρώτην ίσως φοράν εις την ζωήν μου, πριν εισέτι ο άλλος κινηθή. «Ω, τα είδατε Ταγματάρχα μου! Να! Όλο εκτεθειμένος. Τώρα τι θα γίνωμεν εμείς;» […]

Τον έσυρα μετά κόπου βαρύν προς τα δένδρα. Ο Παπακωνσταντίνου ο τραυματιοφορέας μου και οι σαλπιγκταί του με εβοήθησαν. Διήνοιξα τα ρούχα του. Μια πληγή άνευ εξόδου κάτωθεν της δεξιάς κλειδός έχυνεν αιμορροούσα ηπίως. Η βολίς είχε εισδύσει εις τον πνεύμονα. Του προσεφέραμεν πάσαν βοήθειαν. Δις εις ελάχιστον χρόνον είχε λιποθυμήσει και δις συνήλθε.

Ισχυρά δύσπνοια ομίλη προφανώς περί εσωτερικής αιμορραγίας. Ανήσυχος διαρκώς ο νους του εστρέφετο ακόμη προς την μάχην, ενώ με πρόχειρον φορείον τον απεμακρύναμεν απ’ αυτήν. Με την πρώτην απομάκρυνσίν μας οι άνδρες του λόχου μένεα πνέοντες ήρχισαν πυρά ομαδόν. Αντετάσσοντο προς τον επερχόμενον θάνατον πιστεύοντες ότι ούτω θα εξεδικούντο. Ουδεμία δύναμις ηδύνατο να τους συγκράτη ση. Όλοι εζήτησαν τον θάνατον. Ποία δύναμις εχθρική ήτο ικανή να αντιμετωπίση τους συντρόφους του Βελισσαρίου; Τι ήτο η ζωή άνευ του ήρωός των;

Όπισθεν μιας προεξοχής του εδάφους εσταματήσαμεν. Εφαίνετο ωχρός και ολίγον ήσυχος, παρεπονείτο όμως ότι τα χέρια του κουράζονται. «Δεν είναι τίποτε» είπα, μου απάντησε: «Δεν είναι άλλως τε γραφτό να κουρασθούν αυτά τα χέρια… Γιατρέ! Πολύ φοβούμαι πως δεν θα ξαναϋπηρετήσω την πατρίδα. Μόνον εκείνη δεν κουράζει τον θέλοντα να την υπηρετήση». Ένας σύνδεσμος περνά βιαστικός ζητώντας τον Ταγματάρχην. Πριν λάβει απάντησιν διακρίνει τον μανδύαν του: «Α, τραυματισμένος, δυστυχία μας!» «Πήγαινε λεβέντη μου επάνω, είναι άλλος διοικητής τώρα» λέγει. «Μη φοβάσαι όμως. Να ξεκουρασθώ λιγάκι και το βράδυ θα είμαι πάλι κοντά σας». Ω, μίλησε πολύ και νέα δύσπνοια με ανησυχίαν. Ένας βήχας έφερε λιποθυμίαν.

Συνήλθε και πάλιν. «Πώς πάνε τα παιδιά πάνω;» ρωτά. «Μείνετε ήσυχος, θα σας εκδικηθούν εκείνοι». «Ω, το πιστεύω, θα νικήσητε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τι κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά
σας όπως και στα Γιάννενα!» Ημιέκλεισε τα μάτια του. Εκκινήσαμεν εκ νέου. Εκείνος καθήμενος επί του φορείου είχε τας χείρας του υψηλά και με περιέβαλλε διά της δεξιάς «Α! Να έτσι είναι καλά, μπράβο σαλπιγκταί μου, αλλά πού είναι ο Βλάχος; Α! Ξέχασα γιατρέ, στο στόμα ήταν τραυματισμένος». «Ναι, αλλά μην ομιλείτε, σας κάμνει κακό». «Α, γιατρέ ευρήκες τη δύναμή σου, σ’ ακούω, να που ήλθε και η αράδα σου να διατάξης. Σ’ ακούω, όπως και συ τόσον καιρό».

Αίφνης ωχρίασε μέχρι λιποθυμίας. Ε φάνη να συνέρχεται. Τα χείλη του εψιθύρισαν. «Ναι! Στη Σόφια. Στη Σόφια, όπως είπαμε. Το τελευταίο ταξίδι δεν φαίνεται να είναι το πιο τυχερό!» Εκκινήσαμεν εκ νέου όπως πριν. Η πληγή αιμορροούσε, ολίγον ακουμβούσε επί του στήθους μου και αιματωμένος ο επίδεσμος έβρεχε την χλαίνην, την οποίαν διατηρώ αιματωμένην. Η ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του. Τον ενόμισα νεκρόν και όπως κατεβίβασα το χέρι του από τον ώμον μου διά να τον κατακλίνω έθεσα σ’ αυτό ένα κρυφό φίλημα.

Ήνοιξε όμως τα μάτια του και ως αισθανθείς την θέσιν του κοιτάζοντάς με κατάματα με ηρώτησε με εσβεσμένη την φωνή: «Τι είναι γιατρέ; Το νεκροφίλημα;» Εκοκκίνησα, έσπευσα να δικαιολογηθώ κάπως παιδιάστικα. «Όχι, αλλά ξεύρετε πρέπει να γυρίσω πίσω στο τάγμα μας. Να, εδώ είναι ο γιατρός του συντάγματος. Θα φροντίση καλλίτερα εκείνος». «Καλά, έχεις δίκαιο. Εξέχασα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε κρατήσω πλέον. Ανήκεις στο τάγμα. Πήγαινε γιατρέ μου τώρα, σε ευχαριστώ».

Σε λίγο ήρθε ο Συνταγματάρχης σύνοφρυς. Του παρέδωσα τας διόπτρας του και το περίστροφόν του. Έφυγα ρίπτων ένα τελευταίον βλέμμα χωρίς να έχω το θάρρος να του ευχηθώ καλήν αντάμωσιν. Θα ήτο το μόνον ψέμα αφ’ ότου υπηρέτησα υπό τας διαταγάς του. Τρεις ώρας αργότερον ο υψιπέτης αναβάτης του Δεμίρ Καπού κατήρχετο προς τον θάνατον. Την θλιβεράν είδησιν έφερεν εις το τάγμα εις των σαλπιγκτών. Εξεψύχησεν με τας λέξεις που και πριν είχεν ειπεί: «Και όπως είπαμε παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλι. Χαρίκλεια… Χαρίκλεια….» (Γκράντεβον, 20 Ιουλίου 1913, Κ. Μπούκουρας Ιατρός Τάγματος).

Ο θάνατός του σαν κεραυνός τούς τρύπησε όλους, αλλά και ταυτόχρονα τους ηλέκτρισε άναυδους μπρος στο μεγαλείο της μορφής του. Θάνατος που δεν απελπίζει, που δεν απογοητεύει, αλλά που εμπνέει και γεμίζει περηφάνια. Ο Βασιλιάς τότε, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατό του, είπε: «Τοιούτοι ήρωες δεν ζουν πολύ, δεν είναι δυνατόν να ζήσουν πολύ. Αυτός είναι ο ζηλευτός, ο πλέον ζηλευτός θάνατος. Δεν χρειάζονται συλλυπητήρια. Φέρτε μου χαρτί να συγχαρώ την γυναίκα του»: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων. Κωνσταντίνος – Βασιλεύς των Ελλήνων».

Αργά το απόγευμα της 13ης Ιουλίου, έξω από το νεκροταφείο του χωριού Γκράντεβο ανοίχτηκε ένας τάφος για τον Βελισσαρίου. Γύρω από τον τάφο ο Διοικητής της 6ης Μεραρχίας Συνταγματάρχης Νικ. Δελαγραμμάτικας και ο Διοικητής του 1ου Ευζ. Συντάγματος Αντισυνταγματάχης Διον. Παπαδόπουλος απαρηγόρητοι θρηνούν τον ασύγκριτο.

Ο στρατιωτικός ιερέας ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία, οι αξιωματικοί χαιρετούν […].

*Απόσπασμα από το σύγγραμμα του αποστράτου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας Ξενοφώντος Ν. Καράπα (1941-2020) «Ταγματάρχης Ιωάννης Β. Βελισσαρίου» (γ’ έκδοση της βιογραφίας του αειμνήστου ταγματάρχη Βελισσαρίου, 2013).

Ο ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου, διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων του Ελληνικού Στρατού, σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας, στις 12 Ιουλίου 1913, μεσούντος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.

Ο Βελισσαρίου, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Πλοέστι της Ρουμανίας στις 26 Νοεμβρίου 1861, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της στρατιωτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας.

Αναλυτικές πληροφορίες για την όλη στρατιωτική σταδιοδρομία του μπορείτε να βρείτε εδώ.

© Πηγή: In.gr


Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook