Τέμπη: Προβληματίζει η επάρκεια της απόρριψης από τη δικαιοσύνη του αιτήματος εκταφής

Η θεμελίωση του αιτήματος εκταφής ανάγεται στην προστασία του ιδιωτικού βίου και της προσωπικότητας του θανόντος και των οικείων του, όπως τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται τόσο στο εθνικό κανονιστικό πλαίσιο – Σύνταγμα και αστικές διατάξεις -, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο διαδικαστικός χειρισμός τέτοιων αιτημάτων συμπλέκεται με τις πλέον ευαίσθητες εκφάνσεις του πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας – πολλώ δε μάλλον, καθώς ο θάνατος έχει αναιρέσει τη βούληση του ίδιου του υποκειμένου επί της υλικότητας του φυσικού σώματος .
Το γεγονός ότι από τις επιλογές των κατά νόμο πλησίστιων τεκμαίρεται το βέλτιστο συμφέρον του θανόντος αρκεί για να γίνει αντιληπτή η ιερότητα και το ηθικό βάρος της υποκατάστασης. Εξυπακούεται συνεπώς ότι η πολιτειακή συναίνεση σε αιτήματα εκταφής εκ μέρους των οικείων ή οι αποφάσεις δικαστικών αρχών για επιβολή της εκταφής ως αναπόφευκτο μέτρο, στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης, προϋποθέτουν οριακές σταθμίσεις και συνιστούν per se εξαιρετικά δυσχερή διαδικασία.
Εισαγωγικές διευκρινήσεις
Δύο εισαγωγικές διευκρινίσεις επί του θέματος: κατά πρώτον, προφανώς, δεν παρασιωπάται το γεγονός ότι θλιβερή αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος σημειώματος αποτέλεσε η εν εξελίξει απεργία πείνας πατέρα θύματος στην τραγωδία των Τεμπών, καθώς και τα προηγουμένως απορριφθέντα αιτήματα εκταφής που είχαν υποβληθεί από άλλους γονείς επίσης θυμάτων. Κατά δεύτερον, χωρίς να παροράται η πρωτίστως ανθρώπινη διάσταση του ζητήματος, πρόθεση της γράφουσας είναι στις λίγες γραμμές που ακολουθούν, να περιοριστεί αποκλειστικά στην επιγραμματική ανάδειξη νομικών παραμέτρων σχετικών με την άσκηση και τους θεμιτούς περιορισμούς του δικαιώματος.
Ερμηνευτικές κατευθύνσεις για την οριοθέτηση του αιτήματος εκταφής αντλούνται οπωσδήποτε από την αναδίφηση στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Πάγια θέση του Δικαστηρίου είναι η υποχρέωση των κρατών – μελών να διαθέτουν επαρκές κανονιστικό πλαίσιο χειρισμού των επίμαχων αιτημάτων.
Εν προκειμένω, οι απαιτήσεις για due process αφορούν μεταξύ άλλων, τη νομοθετική σαφήνεια των εθνικών ρυθμίσεων σε σχέση με τη διαδικασία, τον προσδιορισμό των αρμόδιων οργάνων, καθώς επίσης και την επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων, εάν τελικώς το αίτημα απορριφθεί.
Από την περιπτωσιολογία του Δικαστηρίου, σημειώνουμε ενδεικτικά την αναγνώριση δικαιώματος εκταφής στη σύζυγο για τη μεταφορά της σορού του συζύγου της σε άλλο κοιμητηριακό χώρο προς εκπλήρωση της τελευταίας βούλησης του θανόντος.
Αναγκαία εκταφή
Σε άλλες αποφάσεις, η εκταφή κρίθηκε αναγκαία για περαιτέρω διερεύνηση των αιτίων αεροπορικού δυστυχήματος, παρά την ενάντια βούληση που διατυπώθηκε από τους οικείους των θυμάτων. Ζήτημα επίσης, τέθηκε και σε σχέση με την επιστροφή της σορού τρομοκράτη στην οικογένειά του, καθώς μετά το θάνατό του που επήλθε ως συνέπεια συμπλοκής με τις διωκτικές αρχές, έλαβε χώρα ομαδική ταφή ενενήντα πέντε ατόμων φερόμενων ως μετεχόντων σε τρομοκρατική επιχείρηση.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι επίσης, η νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τα κριτήρια για την πληρότητα και αποτελεσματικότητα των ερευνών που διεξάγουν τα κράτη – μέλη ειδικά σε περιπτώσεις έλευσης θανατηφόρου βλάβης, με ευθύνη ή παραλείψεις δημόσιων οργάνων.
Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ αξιώνει εχέγγυα ανεξαρτησίας των διενεργούντων και εποπτευόντων την έρευνα οργάνων, αξιοποίηση κάθε θεμιτού αποδεικτικού μέσου ώστε να προκύψουν αδιάσειστα στοιχεία τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τη ζημιογόνο αιτία, όσο και ως προς την κατανομή ευθυνών. Ομοίως, απαιτείται επαρκής προσβασιμότητα της διαδικασίας εν τη εξελίξει της στα μέλη των οικογενειών προκειμένου τα τελευταία να είναι σε θέση να ασκήσουν τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματά τους.
Το Δικαστήριο επισημαίνει μάλιστα ότι ενώ είναι σημαντική η ταχύτητα ολοκλήρωσης της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης, προέχει ωστόσο, η έμφαση των αρμόδιων εποπτικών οργάνων στην ενδελεχή συλλογή και αξιοποίηση στοιχείων προκειμένου να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τη διαδικαστική αρτιότητα· κυρίως, σε ό,τι αφορά τον αξιόπιστο, αμερόληπτο και διαφανή χαρακτήρα της διαδικασίας ως sine qua non της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοκρατική λειτουργία των θεσμών.
Στα καθ’ ημάς, εξ όσων γνωρίζουμε από δημοσιεύματα του τύπου, η επανειλημμένη άρνηση των δικαστικών αρχών να ανταποκριθούν στο αίτημα εκταφής για τη διενέργεια τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων στηρίχθηκε στην εδραία πεποίθηση των τελευταίων ότι «η πυρόσφαιρα και η εξ αυτής πυρκαγιά προκλήθηκε από τη δημιουργία και ανάφλεξη … εκνεφώματος αερολύματος ελαίου σιλικόνης … και όχι από άλλη αιτία και δη τυχόν μεταφερόμενη ποσότητα υδρογονάνθρακα».
Υιοθέτηση
Η θέση του ανακριτή υιοθετεί κατά βάση, την πορισματική έκθεση του Γενικού Χημείου του Κράτους και μερίδας ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων. Πλην, δεν πρόκειται για αναντίλεκτη διαπίστωση δεδομένου ότι τόσο στο πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ), όσο και σε λοιπές εκθέσεις έγκυρων κατά τεκμήριο, επιστημόνων υποστηρίχθηκαν διαφορετικές εκδοχές ως προς τα αίτια της πυρκαγιάς, η οποία ακολούθησε τη σύγκρουση. Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη επιστημονικού consensi, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το αίτημα εκταφής δεν αφορά αποκλειστικά τη διερεύνηση των αιτίων της επιγενόμενης πυρκαγιάς, αλλά και την ταυτοποίηση των παραδοθέντων λειψάνων, επιτείνει τον προβληματισμό ως προς την επάρκεια της απορριπτικής αιτιολογίας.
Νομική παραδοξότητα
Και πάντως, εν προκειμένω δεν μπορεί να παραβλεφθεί μια ακόμα νομική παραδοξότητα της υπόθεσης. Ανάλογα αιτήματα προσκρούουν κατά κανόνα, σε άρνηση των οικείων, όταν επισπεύδουσες είναι οι κρατικές αρχές, στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης έκνομων πράξεων προκειμένου να αντλήσουν κρίσιμα πραγματολογικά στοιχεία, αναγκαία για την ακριβή ανασύσταση των συνθηκών τέλεσης του εγκλήματος.
Εδώ, επισπεύδοντες είναι οι ίδιοι οι οικείοι των θανόντων στο τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα, η δε εκταφή των σορών ζητείται επιμόνως από τις οικογένειές τους, καθώς οι τελευταίες ευθέως αμφισβητούν την πληρότητα, ακρίβεια και αμεροληψία της μέχρι τώρα διαδικασίας. Συντρέχει συνεπώς, το σύνολο των κατά ΕΔΔΑ προϋποθέσεων για την ικανοποίηση του αιτήματος προκειμένου να αποκατασταθεί η ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη των πενθούντων «στην προσήλωση των δημόσιων λειτουργών στο κράτος δικαίου» και ώστε επιπλέον, να διασκεδαστεί κάθε υπόνοια «για ανοχή [ή παρασιώπηση] έκνομων πράξεων» εκ μέρους των αρχών. Η ρητώς εκπεφρασμένη δυσπιστία των αιτούντων και η συστηματικά επαναφερόμενη διεκδίκηση επανεξέτασης των σορών μαρτυρά την κατάλυση του τεκμηρίου φερεγγυότητας των ασκούντων αρμοδιότητα.
Συνοχή και δικαιοσύνη
Δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή χωρίς ουσιαστική δικαιοσύνη – δικαιοσύνη δηλαδή, χειραφετημένη από δικονομικές υπεκφυγές και γραφειοκρατική αποστασιοποίηση -. Στην υπόθεση των Τεμπών ειδικά, επειδή η απώλεια αφορά τη βίαιη διάρρηξη της γονεϊκής σχέσης, η δικαιοσύνη προσομοιάζει περισσότερο κατά περιεχόμενο – ίσως μάλιστα και να συμπίπτει -, με την αρχαιοελληνική πρόσληψη της κάθαρσης ως μονοδρόμου για την αποτροπή της ύβρεως.
Για την πληρότητα δε, της αλληλουχίας, θυμίζουμε ότι η «νέμεσις» και η «τίσις» έπονται νομοτελειακά. Έχουν ήδη προδιαγραφεί· την αναπόφευκτη έλευσή τους επισύρει η «ύβρις». Αδιάψευστη εμπειρική γνώση, με προαιώνιο ιστορικό βάθος και αδιάλειπτη επαληθευσιμότητα.
*Η Dr Αικατερίνη Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών