The Marbles: Νέο ντοκιμαντέρ για τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων του Παρθενώνα – «Κλεμμένη περιουσία»

Με το ντοκιμαντέρ του The Marbles [Tα Μάρμαρα] ο κινηματογραφιστής Ντέιβιντ Γουίλκινσον εξετάζει την αλαζονεία του Λόρδου Έλγιν και υπενθυμίζει την ανάγκη για επαναπατρισμό των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα.
Από τον Λόρδο Βύρωνα το 1810 μέχρι τον Κρίστοφερ Χίτσενς τη δεκαετία του 1980, η επιστροφή των Mαρμάρων του Παρθενώνα είναι ένα επίμονο ζήτημα που απασχολεί την παγκόσμια πολιτιστική ατζέντα.
Το ντοκιμαντέρ The Marbles επιχειρεί μια νέα, ολοκληρωμένη και «απολύτως διαυγή καταγραφή της υπόθεσης, αντιπαραβάλλοντας την ιστορική λεηλασία από τον Έλγιν με τη σύγχρονη παραδοχή του Βρετανικού Μουσείου πως η ιδιοκτησία είναι αμφισβητούμενη» σημειώνει ο The Guardian.
Είναι αυτή η ταινία η καταλυτική δύναμη που θα ωθήσει τη βρετανική κυβέρνηση να αναλάβει δράση;

Κλεμμένη περιουσία
Ο Ντέιβιντ Γουίλκινσον, μέσα από ένα εξαιρετικά προσωπικό και προσεκτικά δομημένο ντοκιμαντέρ, ανανεώνει τη συζήτηση για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
Εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια, το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο εκθέτει με περηφάνια τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, εκτελώντας μια αξιοπρεπέστατη εκπαιδευτική λειτουργία, ενώ παράλληλα αποδέχεται, αν και όχι επίσημα, ότι η ιδιοκτησία τους είναι κλεμμένη περιουσία.
Ο Λόρδος Έλγιν ουσιαστικά λεηλάτησε αυτά τα αρχαιολογικά τεχνουργήματα, και η υποτιθέμενη αγορά τους δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο πέρα από δωροδοκία.
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το γεγονός ότι το έγγραφο άδειας ή «φιρμάνι» από την τότε κυρίαρχη Οθωμανική Αυτοκρατορία παραμένει άφαντο, υφιστάμενο μόνο σε ιδιαίτερα ύποπτες χειρόγραφες μεταφράσεις.

Αλαζονεία Έλγιν και σιωπή στα έδρανα
Ο Γουίλκινσον αφηγείται με ενδιαφέρον τον κυνισμό και την αλαζονεία του Έλγιν, αλλά παράλληλα αναδεικνύει το νέο πλαίσιο της πολιτικής των μουσείων καθώς πολλά ιδρύματα, ειδικά στη Σκωτία —η οποία ηγείται του κινήματος—επιστρέφουν επίμαχα αντικείμενα.
Ο ακτιβιστής και ηθοποιός Μπράιαν Κοξ, ένας από τους πιο αποφασισμένους υπερασπιστές του επαναπατρισμού τους, δηλώνει στον Γουίλκινσον πως εάν τα Γλυπτά του Παρθενώνα είχαν βρεθεί στο Εδιμβούργο και όχι στο Λονδίνο, θα είχαν επιστρέψει στην Αθήνα εδώ και πολύ καιρό.
Ο Γουίλκινσον έχει υπογραμμίσει σε πολλές συνεντέυξεις τους πως η Σκωτία έχει μακρά παράδοση στον επαναπατρισμό -ήδη από το 1947- και η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο Γουεστμίνστερ «χρειάζεται να ακολουθήσει το παράδειγμα της».
Ωστόσο, η βρετανική πολιτική σκηνή παραμένει επιφυλακτική. Κανένας πολιτικός δεν επιθυμεί να εμπλακεί, υποψιαζόμενος ότι αυτό σημαίνει μόνο προβλήματα. Θεωρείται ιδιαίτερα απίθανο ο Κέιρ Στάρμερ να παραδώσει στους δεξιούς του αντιπάλους ένα νέο όπνο στον «πολιτιστικό πόλεμο» σημειώνει το ντοκιμαντέρ.
Το κόστος της ιστορίας
Το ντοκιμαντέρ δεν περιορίζεται στην καταγραφή των γεγονότων. Παρουσιάζει νέες, ευφάνταστες τεχνικές ανάδειχξης των αρχαιοτήτων όπως για παράδειγμα, τη χρήση της ψηφιακής και εικονικής πραγματικότητας που θα μπορούσε, θεωρητικά, να παρουσιάσει την εικόνα των Γλυπτών του Παρθενώνα όπως θα έμοιαζαν στην Ακρόπολη, προσφέροντας μια νέα μουσειακή εμπειρία.
Ο σκηνοθέτης επιδεικνύει γενναιοδωρία και ανοιχτό μυαλό σημειώνει ο The Guardian καθώς επιτρέπει στο «βρετανικό» αφήγημα να ακουστεί, τη θέση δηλαδή ότι η «μουσειακή κουλτούρα είναι διεθνής» και ότι η μεταφορά των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα είναι μια «οπισθοδρομική και νατιβιστική, εθνικιστική ενέργεια».

Εδώ εγείρεται και η μόνη μικρή ένσταση ή ερώτημα που δεν απαντά η ταινία. Δεδομένου ότι η αισθητική διάσταση είναι τόσο σημαντική —τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούσαν μέρος ενός καλλιτεχνικού συνόλου εντός της Ακρόπολης— δεν είναι απογοητευτικό ότι δεν θα επανατοποθετηθούν, αλλά απλώς θα εκτεθούν σε ένα άλλο μουσείο κοντά στην Ακρόπολη;
Επιπλέον, το Μουσείο της Ακρόπολης χρεώνει 20 ευρώ το εισιτήριο, σε αντίθεση με την ελεύθερη είσοδο του Βρετανικού Μουσείου.
Παρά τον προβληματισμό αυτό, το The Marbles είναι μια στοχαστική και μελετημένη υπόθεση υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην πατρίδα τους.
«Φανταστείτε τη Μόνα Λίζα κομμένη στη μέση»
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, ο αείμνηστος μαχητικός δημοσιογράφος και συγγραφέας, υπερασπίστηκε με σθένος την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Για τον φιλέλληνα Χίτσενς το αίτημα ήταν και βαθιά προσωπικό καθώς στο βιβλίο του The Parthenon Marbles: The Case for Reunification, ο μαχητικός Άγγλος διανοητής επιχειρηματολογούσε υπέρ του επαναπατρισμού, όχι από ρομαντικό φιλελληνισμό, αλλά ως «φόρο τιμής στο αδιαίρετο της τέχνης», τονίζοντας ότι η αισθητική αποκατάσταση του συνόλου του Παρθενώνα είναι απαραίτητη για την ανθρωπότητα.
Ο Χίτσενς όπως και άλλοι φιλελεύθεροι διανοητές έχουν διαχρονικά καταδικάσει τον Λόρδο Έλγιν ως βάνδαλο.
Ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν, διέταξε τη βίαιη αποξήλωση —με λοστούς και πριόνια— των έργων τέχνης από την Ακρόπολη, μεταφέροντάς τα στη Βρετανία.
Αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι τα απέκτησε νόμιμα ή ότι τα έσωσε από την οθωμανική παραμέληση, η πραγματικότητα είναι λιγότερο ένδοξη: ο Έλγιν αναγκάστηκε να τα πουλήσει στο Βρετανικό Μουσείο για να αποφύγει τη χρεοκοπία μετά από ένα δαπανηρό διαζύγιο.
Αν και η Βρετανία είναι διχασμένη ο πολιτικός επιστήμονας, αρθρογράφος και ένας από τους πιο μαχητικούς υπερασπιστές της επιστροφής των Μαρμάρων στην Ελλάδα, έδινε ξεκάθαρη απάντηση: «Φανταστείτε τον πίνακα της “Μόνα Λίζα” κομμένο στη μέση με πριόνι».

Το βασικό επιχείρημα του Χίτσενς, το οποίο ο δημοσιογράφος Ραλφ Λέοναρντ στο Atlantic χαρακτηρίζει «αναπάντητο», είναι σχεδόν αποκλειστικά καλλιτεχνικό.
Ο Παρθενώνας σχεδιάστηκε από τον Φειδία ως ένα ενιαίο σύνολο, ένας ύμνος στη δόξα της Αθήνας. Η ζωφόρος του είναι μια συνεχής ζώνη, και οι μετόπες του αφηγούνται μυθολογικές μάχες.
Σήμερα, η αφήγηση αυτή είναι κατακερματισμένη: το σώμα της θεάς Ίριδας βρίσκεται στο Λονδίνο, το κεφάλι της στην Αθήνα. Ο μπροστινός κορμός του Ποσειδώνα βρίσκεται στην Αθήνα, το πίσω μέρος στο Λονδίνο. Η αποκατάσταση αυτής της παρωδίας, ώστε το έργο να εκτιμηθεί αισθητικά ως ενιαίο σύνολο, έχει καθυστερήσει τραγικά.
Επιπλέον, πολλά αντεπιχειρήματα που αντιμετώπισε ο Χίτσενς τη δεκαετία του 1980 έχουν πλέον «γεράσει άσχημα».

Ο ισχυρισμός ότι η Αθήνα δεν είναι το κατάλληλο «σπίτι» για τα Γλυπτά λόγω ρύπανσης και έλλειψης υποδομών έχει καταρριφθεί.
Η Ελλάδα είναι μια σταθερή δημοκρατία, και το υπερσύγχρονο Μουσείο της Ακρόπολης, που άνοιξε το 2009, έχει αποδείξει ότι οι Έλληνες είναι εξαιρετικοί θεματοφύλακες της αρχαιότητάς τους.
«Ο κόσμος αξίζει να δει την ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί ο Φειδίας στο σύνολό της» σημειώνει το Atlantic.
«Υπάρχει ακόμα χρόνος για να γίνει η πράξη της επιστροφής: όχι εκβιαστικά, με πιέσεις ή καταγγελίες, αλλά προσφερόμενη ελεύθερα, ως φόρος τιμής στο αδιαίρετο της Τέχνης και –γιατί να μην το πούμε χωρίς αμηχανία;– της Δικαιοσύνης» είχε υπερασπιστεί ο Χίτσενς -και σίγουρα είχε δίκιο.
Το ντοκιμαντέρ The Marbles κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας στις 7 Νοεμβρίου.