Πρόεδρος Δ.Σ.Η: «Η πραγματικότητα που θα διαμορφώσει ο νέος ποινικός κώδικας θα αναγκάσει την Κυβέρνηση να τον επανεξετάσει»

Δημοσιεύτηκε στις 22/02/2024 17:05

Πρόεδρος Δ.Σ.Η: «Η πραγματικότητα που θα διαμορφώσει ο νέος ποινικός κώδικας θα αναγκάσει την Κυβέρνηση να τον επανεξετάσει»

Εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων ψηφίζεται σήμερα το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του ποινικού κώδικα που θα φέρνει αλλαγές αναφορικά με την έκτιση της ποινής.  Για το συγκεκριμένο ζήτημα, μίλησε στον Politica 89.8 και τον Χρήστο Κώνστα, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου Νίκος Λογοθέτης που υποστήριξε πως: «Η πραγματικότητα που θα διαμορφώσει ο νέος ποινικός κώδικας θα αναγκάσει την Κυβέρνηση να τον επανεξετάσει».

Ο κ. Λογοθέτης, εξέφρασε τις ενστάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου που εναρμονίζεται με την Συντονιστική Επιτροπή και την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας. Για την αυστηροποίηση των ποινών αναφέρει πως: «Η αυστηροποίηση των ποινών είναι ξεπερασμένη. Δεν έχει αποδώσει τα μέγιστα, όπου έχει υπάρξει αυστηροποίηση των ποινών. Δεν πρέπει να επιβάλλεται πως σε οποιαδήποτε ποινή άνω των 2 ετών πως θα πρέπει να εκτελείται μέρος της. Υπάρχουν ζητήματα που για εμάς δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης από το νομοθέτη στο δικαστή.»

Μάλιστα ο κ. Λογοθέτης εκτιμά πως μια νέα αναθεώρηση εφόσον περάσουν από τη βουλή σήμερα οι Αλλαγές στο Νέο Ποινικό Κώδικα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι αναγκαία. Ειδικότερα τόνισε πως: «Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία και η επιχειρούμενη τροποποίηση των βασικών αυτών νομοθετημάτων της ελληνικής έννομης τάξης είναι η έβδομη κατά σειρά, σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο των 5 ετών. Νομίζω ότι πολύ σύντομα θα υπάρξουν τροποποιήσεις των νέων κωδίκων. Θα υπάρξουν ασφυχτικές πιέσεις στα σωφρονιστικά καταστήματα που θα οδηγήσουν την κυβέρνηση σε νέα τροποποίηση του ποινικού κώδικα.»

Σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου σημειώνει ως προς τα σημεία με τα οποία διαφωνεί με το νέο Ποινικό Κώδικά:

ΙΙ) Οι προς ψήφιση διατάξεις που αφορούν τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:

(α) Προκαλούν μετά βεβαιότητας συμφόρηση στα ποινικά ακροατήρια, αφού οι σχετικές ρυθμίζεις περιορίζουν τα «φίλτρα» της προδικασίας, καθιστώντας την απευθείας παραπομπή κανόνα. Εξ αυτού του λόγου αναμένεται η ραγδαία αύξηση των εκδικαζόμενων στο ακροατήριο υποθέσεων και ως εκ τούτου η επικαλούμενη επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας θα αποτελέσει στην ουσία επιτάχυνση της παραπομπής στο ακροατήριο, με συνακόλουθη επιβράδυνση της εκδίκασης και περαίωσης των ποινικών υποθέσεων. Εν ολίγοις θα επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα, από τα σκοπούμενα, αποτελέσματα.

Παράλληλα συσσωρεύεται η εκδίκαση του συνόλου σχεδόν των πλημμεληματικών παραβάσεων στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, παραγνωρίζοντας την δυναμική των ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απαιτούν σε πολλές περιπτώσεις πολυμελείς συνθέσεις που παρέχουν μεγαλύτερης έκτασης εγγυήσεις ευθυκρισίας και ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων ανά δικάσιμο, αφού το δικαστικό έργο επιμερίζεται σε όλα τα μέλη της σύνθεσης και όχι σε ένα δικαστή, τα σύνθετα ουσιαστικά και νομικά ζητήματα αντιμετωπίζονται ευκολότερα και ταχύτερα στις συσκέψεις, η ποινική δικαιοσύνη απονέμεται πληρέστερα και αποτελεσματικότερα. Η συμπίεση της ποινικής ύλης σε δικαστήρια μονομελούς σύνθεσης θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας στην υποβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων, στην αύξηση των ουσιαστικών ή νομικών σφαλμάτων και στην δημιουργία κλίματος ανασφάλειας δικαίου.

(β) Εγείρουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας, ειδικά οι ρυθμίσεις που περιορίζουν την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και Εφετείων καθώς και την  ουσιαστική δικαιοδοτική συμβολή και των ενόρκων στα ποινικά δικαστήρια μικτής σύνθεσης, περιορίζοντάς τον ρόλο τους στην κατάφαση ή μη της ενοχής και στο ύψος της βασικής ποινής.

(γ) Παραβιάζουν την αρχή της δίκαιης δίκης καθώς είναι προδήλως αντίθετη στην ΕΣΔΑ η ουσιαστική κατάργηση των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι στην περίπτωση του Τριμελούς Εφετείου, το οποίο θα κρίνει με άλλη σύνθεση τις εφέσεις των αποφάσεων του αυτού δικαστηρίου (παραβίαση δηλαδή τόσο του αριθμητικού όσο και του ποιοτικού κριτηρίου που πρέπει να πληροί ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο).

(δ) Επιφέρουν ανεπίτρεπτους δογματικούς τριγμούς στον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ποινικής δίκης που διαπνέεται από τις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας, οι διατάξεις που επιχειρούν να περιστείλουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και να επιβάλλουν οι προανακριτικές καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων να αναγιγνώσκονται από το Δικαστήριο, παρά την αντίθεση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του καθώς και οι διατάξεις εκείνες που μετατρέπουν σε διαπιστωτική την κατ’ έφεση δίκη, στην οποία δεν θα κλητεύονται μάρτυρες εμποδίζοντας ουσιαστικά την εκ νέου εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης. Οι διατάξεις αυτές, ευθέως αντίθετες στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ απειλούν να ναρκοθετήσουν την έννοια της δίκαιης δίκης.

(ε) Περιστέλλουν θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου αφού με την εισαγόμενη διάταξη του άρθρου 349 Κ.Π.Δ καταργούν το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή συνηγόρου, το οποίο είναι κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα. Οι ποινικές δίκες θα μπορούν να αναβάλλονται αναρίθμητες φορές λόγω παρέλευσης του ωραρίου του δικαστικού γραμματέα, αλλά μόνο μία φορά στο πρόσωπο οποιουδήποτε διαδίκου ή του συνηγόρου του, παραγνωρίζοντας την σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, τις πολλαπλές υποχρεώσεις ενός συνηγόρου καθώς και του δικαιώματος ενός διαδίκου να τον εκπροσωπήσει συνήγορος της επιλογής του. Ταυτόχρονα ισοδυναμεί με περιστολή υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου τόσο η αύξηση των εκκλητών ορίων στις πρωτόδικες καταδικαστικές αποφάσεις κατά περίπτωση, όσο και η επιβολή βαρύτατων δικαστικών εξόδων από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης που εκκινούν από 600€ και φτάνουν κατά περίπτωση τα 4.000€, διατάξεις ιδιαίτερα προβληματικές και από συνταγματικής άποψης.


Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook