«Στα Βορίζια έχασα μάνα και αδελφό. Δεν με κυρίευσε το μίσος»

Δημοσιεύτηκε στις 10/11/2025 07:16

«Στα Βορίζια έχασα μάνα και αδελφό. Δεν με κυρίευσε το μίσος»

Με την κάμερα της «Κ» ακολουθήσαμε τον Μιχάλη Χαραλαμπάκη στο χωριό της Κρήτης που μονοπωλεί τις τελευταίες ημέρες την επικαιρότητα. Μας άνοιξε το σπίτι του και μας μίλησε για τη σφαγή του ’55 που τον άφησε ορφανό, τη φονική μανία που ξαναζεί ο τόπος σήμερα και την ανάγκη οι άνθρωποι να γαληνέψουν και να αφήσουν τα παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς μίσος

Της Ιωάννας Μπρατσιάκου

ΑΠΟ ΤΟΤΕ που συνταξιοδοτήθηκε, ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης τα πρωινά πίνει τον καφέ του παρέα με τους φίλους του. Οχι όμως τις τελευταίες ημέρες που την επικαιρότητα μονοπωλεί η αιματηρή συμπλοκή στη γενέτειρά του, τα Βορίζια. Στο χωριό των 500 περίπου κατοίκων, στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη, δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πέντε τραυματίστηκαν όταν μέλη αντίπαλων οικογενειών άνοιξαν πυρ εκατέρωθεν.

«Είναι οδυνηρό. Σαν να ζω σήμερα τα γεγονότα που δεν έζησα πριν από 70 χρόνια», λέει στην «Κ» ο συνταξιούχος δάσκαλος, αναφερόμενος σε παλαιότερη συμπλοκή που είχε αιματοκυλήσει το κρητικό χωριό, ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου του 1955. Ηταν μόλις οκτώ μηνών και μέσα σε λίγη ώρα έχασε τη μάνα και τον αδερφό του από χειροβομβίδα που έσκασε στο πόδι του πατέρα του, ο οποίος επέζησε, ως εκ θαύματος.

«ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΜΑΥΡΑ»

«Τα πρώτα χρόνια μετά το φονικό, εδώ μέσα ήταν όλα μαύρα. Γύρω από τα κρεβάτια είχαν έναν πλεκτό, τον οποίο τον είχαν βάψει μαύρο. Εμένα με είχαν ντύσει στα μαύρα. Τα ρούχα μας ήταν όλα μαύρα, αλλά πιο πολύ ήταν η καρδιά μας μαύρη», θυμάται με συγκίνηση ο κ. Χαραλαμπάκης. Ο ίδιος, μωρό ακόμα, δεν έχει μνήμες από την ημέρα του φονικού. Ούτε και ο πατέρας του όμως μίλησε ποτέ στα παιδιά του για αυτό.

«Ισως δεν ήθελε να μας εμποτίσει το μίσος εναντίον των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι έφυγαν από το χωριό. Κάποιοι μπήκαν για λίγο φυλακή, βγήκαν, δεν ξαναγύρισαν εδώ πέρα. Με τους συγγενείς τους βέβαια δεν είχαμε επαφές. Με τα συγγενικά παιδιά των φονιάδων ωστόσο μεγαλώσαμε μαζί, ζήσαμε τη φτώχεια, τη δυστυχία μαζί. Δεν μας κυρίευσε το μίσος. Δεν φταίγανε αυτά σε τίποτα. Αλλά ήταν αγέννητα, άλλα ήταν στην ηλικία τη δική μου. Δεν κρατήσαμε μίσος».

Ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης (δεξιά) σε νηπιακή ηλικία μαζί με άλλα παιδιά του χωριού.

Στη διαδρομή από το Ηράκλειο προς τα Βορίζια, η ιστορία του τόπου ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Τούρκοι, Γερμανοί και Κρητικοί αντιστασιακοί έδωσαν στα βουνά αυτά τις δικές τους μάχες. Το χωριό πυρπολήθηκε δύο φορές επί Τουρκοκρατίας. Βάση ανταρτών κατά την Κατοχή, υπέστη σκληρά αντίποινα από τους Γερμανούς, βομβαρδίστηκε και κάηκε σχεδόν ολοσχερώς. Κατά τον κ. Χαραλαμπάκη εκείνες ήταν οι εποχές που η «ορμή» των Βοριζιανών διοχετευόταν σε σωστό σκοπό.

Σήμερα, τι έχει μείνει από αυτό το ένδοξο παρελθόν; «Δυστυχώς τίποτα», λέει. «Χρησιμοποιούσαν δήθεν το παρελθόν για να δικαιολογήσουν το παρόν, το οποίο δεν έχει καμία σχέση. Τον τελευταίο καιρό στο χωριό βασίλευε η ψευτοκαπετανιά. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει. Πολλές φορές από τους πυροβολισμούς δεν τολμούσαμε να βγούμε έξω. Κάθονταν στο σπίτι, κάνανε παρέες, βγάζανε τα όπλα και γαζώνανε. Το κροτάλισμα του όπλου φαίνεται ότι τους ικανοποιούσε ή τους εμπέδωνε την κυριαρχία, το καπετανιλίκι, ότι εγώ είμαι εδώ».

 

 

Ο πατέρας του Μιχάλη Χαραλαμπάκη, κατά τη διάρκεια της δίκης για τη σφαγή στα Βορίζια. Διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής: «Ο Μανώλης Χαραλαμπάκης έχασε τη γυναίκα του και τον γιο του από την έκρηξη της χειροβομβίδος. Το δικό του το κορμί έχει φάει κάπου 50 βλήματα. Τρανός ο πόνος που του σφάζει την καρδιά. Λέει: “Πονεί η καρδιά μου, πονεί πολύ, Φλόγα έχω μέσα μου που με καίει. Εχω ένα ηφαίστειο που δεν θα σβύση ούτε μετά έναν αιώνα”. Προσπαθεί να τον καθησυχάση ο εισαγγελεύς: “Σώπα. Το ηφαίστειο με την απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να σβύση”».

«ΔΕΝ ΦΟΒΑΣΑΙ ΜΠΑΜΠΑ;»

Στην είσοδο του χωριού πάνοπλοι αστυνομικοί ελέγχουν το αυτοκίνητο και τις αποσκευές μας. Τρύπες από σφαίρες στους τοίχους των σπιτιών. Ιχνη αίματος στο πεζοδρόμιο. «Δεν φοβάσαι μπαμπά;». Η κόρη του στο τηλέφωνο απορεί όταν της λέει ότι είναι στο πατρικό με δημοσιογράφους της Καθημερινής. Τη λένε Δόξα, όπως και τη μητέρα του.

«Μεγάλωσα με το κενό της μάνας», μας λέει μέσα στο γεμάτο με φωτογραφίες της δωμάτιο. «Η εικόνα που έχω στο μυαλό μου δεν ξέρω αν είναι πραγματική ή αν είναι φανταστική, μόνο από φωτογραφίες και από διηγήσεις άλλων ανθρώπων. Είναι ένα κενό δυσαναπλήρωτο», ομολογεί. Η μητέρα του ωστόσο πρόλαβε να αφήσει κάποιες «εντολές» τις οποίες ο ίδιος ακολούθησε. «Δάσκαλος έγινα γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της. Ελεγε “θα τον κάνω δάσκαλο”. Και βέβαια μπόρεσα και το έκανα χάρη στον αδερφό μου, που έμεινε πίσω να φυλάει τα πρόβατα που ήθελε ο πατέρας. Στον Χαραλάμπη το οφείλω ότι μπόρεσα να σπουδάσω».

Λίγα μέτρα πιο πέρα, στο σπίτι του Χαραλάμπη και της Αγάπης, μας προσφέρουν ζεστή μυζήθρα από τα πρόβατά τους και μέλι από τα μελίσσια τους. «Σας αγαπώ σα τσι κόρες μου. Αλήθεια σου λέω», μας αγκαλιάζει η Αγάπη. «Είναι φιλόξενο το χωριό μας, μια μειοψηφία το χαλάει», λέει ο σύζυγός της. «Εδώ είναι οι ρίζες και αν αποκοπούμε από τις ρίζες, χαθήκαμε», συμπληρώνει ο κ. Μιχάλης. «Εύχομαι να μη συνεχίσει το κακό. Να ηρεμήσουν οι άνθρωποι. Να γαληνέψουν. Να λογικευτούν. Και να αφήσουν τα παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς μίσος. Τι φταίνε τα παιδιά; Αυτή τη στιγμή βάζουμε σε υποθήκη τις ζωές τους».

Βίντεο: Μαρία Σιδηροπούλου
Ρεπορτάζ: Ιωάννα Μπρατσιάκου
Αρχειακό υλικό: Ευστάθιος Στιβακτάκης – Stivas Studio Ohio
Ευχαριστούμε τον ιστορικό ερευνητή Κωνσταντίνο Μαμαλάκη

Πηγή: kathimerini.gr

 


Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook