Goodfellas: Πώς ο Μάρτιν Σκορσέζε δημιούργησε το αντίπαλο δέος του Νονού – «Κενή, ματωμένη ζωή»

Ο Νονός θεωρείται ότι έβαλε τις ταινίες για τη Μαφία στο βάθρο της έβδομης τέχνης. Το Goodfellas του Μάρτιν Σκορσέζε συνέχισε ό,τι ξεκίνησε ο συνοδοιπόρος του Φράνσις Φορντ Κόπολα και 35 χρόνια πριν άλλαξε ξανά τον κινηματογράφο με τη συμμορία του.
Με αφορμή την επέτειο από την πρεμιέρα του Goodfellas το BBC έκανε μια αναδρομή στο πώς ο Σκορσέζε μαζί με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Ρέι Λιότα, αποτύπωσαν με τέτοια ρεαλιστική ένταση τον κόσμο της μαφίας, αποκαλύπτοντας τα μυστικά του σε συνέντευξη στο BBC το 1990.
Αρχικά, η ταινία είχε προκαλέσει ανησυχία στον Σκορσέζε. Η προηγούμενη ταινία του, Ο Τελευταίος Πειρασμός, είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, με διαδηλώσεις, απειλές κατά της ζωής του σκηνοθέτη και εμπρησμούς.
Το ίδιο φαινομενικά άσχημο ξεκίνημα είχε και το Goodfellas, καθώς στις πρώτες δοκιμαστικές προβολές αναφέρθηκαν αποχωρήσεις θεατών λόγω της βίαιης εισαγωγικής σκηνής, στην οποία ο χαρακτήρας του Τζο Πέσι μαχαιρώνει επανειλημμένα έναν τραυματισμένο γκάνγκστερ με ένα μαχαίρι κουζίνας.
Ωστόσο, ο Σκορσέζε δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Η ταινία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ ο ίδιος κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα για την καλύτερη σκηνοθεσία στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Ακολούθησαν έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, με τον Πέσι να αποσπά το βραβείο β’ ανδρικού ρόλου για τον τρομακτικό ρόλο του Τόμι ΝτεΒίτο, που βασίστηκε στον πραγματικό γκάνγκστερ Τόμας ΝτεΣιμόνε.
Μόλις δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της, η ταινία επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ για το Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου ως «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική».
Αληθινή ιστορία
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο του Νίκολας Πιλέτζι, Wiseguy, του 1985, και αφηγείται την πραγματική ιστορία του Ιρλανδο-Ιταλού Χένρι Χιλ, από την άνοδο έως την πτώση του στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Χιλ, από ένας πρόθυμος έφηβος που έκανε μικροδουλειές για γκάνγκστερς στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, ανεβαίνει στην ιεραρχία με τη βοήθεια του μέντορά του, Τζίμι Κόνγουεϊ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο, βασισμένος στον Τζέιμς Μπερκ) και του φίλου του, του ευέξαπτου ΝτεΒίτο (Τζο Πέσι).
Η καριέρα του στον κόσμο του υποκόσμου περιλαμβάνει τα πάντα: από πωλήσεις κλοπιμαίων και εμπρησμούς, μέχρι αεροπειρατείες και βάναυσες δολοφονίες.
Αποκορύφωμα της καριέρας του είναι η ληστεία της Lufthansa στο αεροδρόμιο Τζον Φ. Κένεντι το 1978, κατά την οποία κλάπηκαν 4,6 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά και κοσμήματα αξίας 800.000 ευρώ.

Το τέλος του ξεκίνησε μετά την εμπλοκή του στο εμπόριο ναρκωτικών και μια παράνοια που τροφοδοτούσε με κοκαΐνη.
Προκειμένου να αποφύγει τη φυλακή ή μια δολοφονία, αποφασίζει να γίνει πληροφοριοδότης του FBI, καταθέτοντας εναντίον των πρώην συνεργατών του και μπαίνοντας, μαζί με την οικογένειά του, στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Ένα κομμά της ιστορίας του Χιλ που αποτέλεσε έμπνευση για την κωμωδία My Blue Heaven της Νόρα Έφρον, συζύγου του Πιλέτζι, που κυκλοφόρησε επίσης το 1990.
Μια αυθεντική μεταφορά
Ο Σκορσέζε, ο οποίος είχε αποθεωθεί ως δημιουργός ήδη δύο δεκαετίες πριν με Mean Streets (1973), μια ηλεκτρισμένη περιγραφή της εγκληματικής ζωής που έζησε μεγαλώνοντας στη Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης, παραδέχτηκε το 1990 στο BBC ότι στην αρχή ήταν διστακτικός να επιστρέψει στην «γκανγκστερική υποκουλτούρα».
Τον κέρδισε, ωστόσο, η «υπέροχη ειλικρίνεια» των αναμνήσεων του Χιλ, όπως αυτές είχαν καταγραφεί από τον Πιλέτζι.
Ο σκηνοθέτης ήθελε η ταινία να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινή. Μάλιστα, προσέλαβε έναν πραγματικό εισαγγελέα των ΗΠΑ, τον Έντουαρντ ΜακΝτόναλντ, για να υποδυθεί τον εαυτό του, αναπαριστώντας την ίδια ακριβώς συζήτηση που είχε γίνει με τον πραγματικό Χιλ.
«Όλοι είχαμε το ίδιο δίλημμα, να κάνουμε μια ταινία που να είναι αληθινή», είχε πει ο Ρέι Λιότα για τις αμφιβολίες που υπήρχαν στο σετ.
Η γοητευτική πλευρά της εγκληματικής ζωής –τα χρήματα, η εξουσία και η δόξα– που γοήτευσαν τον Χιλ πρωταγωνιστούν στο πρώτο μέρος της ταινίας -ειδικά κατά τη διάρκεια της περίφημης τρίλεπτης σεκάνς, όπου μια ενιαία λήψη ακολουθεί τον Χιλ και τη μέλλουσα σύζυγό του Κάρεν (Λορέιν Μπράκο) από τον δρόμο, μέσα από τις κουζίνες του νυχτερινού κέντρου Copacabana, μέχρι ένα τραπέζι που έχει ετοιμαστεί ειδικά γι’ αυτούς.
«Ο γκάνγκστερ ανέκαθεν είχε μια διακριτική αίγλη επειδή αψηφά την εξουσία», είπε ο Ντε Νίρο που για να αποδώσει όσο πιο πειστικά ήταν δυνατόν τον χαρακτήρα του, μιλούσε τακτικά με τον Χιλ, ο οποίος βρισκόταν ακόμη κρυμμένος στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Αίμα, Κλάπτον, γέλιο, ζουμ
Ενώ το Goodfellas παρουσιάζει την επιφανειακή αίγλη της ζωής της Μαφίας, δεν διστάζει να δείξει την άγρια και απρόβλεπτη βία της.
Η ταινία είναι, τόσο αστείο όσο και φρικιαστική. Στο μέσο της, ο ΝτεΒίτο δανείζεται το μαχαίρι της διαβόητης εισαγωγικής σκηνής από τη μητέρα του, η οποία υποδύεται τον ρόλο της μητέρας του Σκορσέζε, ενώ του μαγειρεύει.
Η σκηνή Funny How? (Πόσο αστείο;) που περνά από το χιούμορ στον τρόμο, και πάλι πίσω στο χιούμορ, δεν υπήρχε στο βιβλίο, την πρόσθεσε ο Σκορσέζε όταν ο Πέσι του διηγήθηκε ένα ανάλογο περιστατικό που του συνέβη ως νεαρός σερβιτόρος.
Ο γρήγορος ρυθμός και η δυναμική κινηματογράφηση, με γρήγορα ζουμ και λήψεις με κάμερα στο χέρι, αποδίδουν τη δράση με έναν τρόπο που κόβει την ανάσα σημειώνει το BBC.
Ο Σκορσέζε είχε επεξεργαστεί σχολαστικά κάθε πλάνο, αποτυπώνοντας τον ξέφρενο ενθουσιασμό, αλλά και το πόσο γρήγορα μπορούν να ξεφύγουν τα πράγματα πέρα από κάθε έλεγχο.
Η μουσική ήταν ένα ακόμα καθοριστικό στοιχείο. Ο Σκορσέζε επέβαλε τον κανόνα ότι τα τραγούδια σε κάθε σκηνή έπρεπε να ταιριάζουν με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται η δράση.
Ο Σκορσέζε συχνά έβαζε μουσική στο σετ για να συγχρονίσει τη σκηνή με τους ρυθμούς της. Όπως είπε η επί χρόνια συνεργάτιδά του, Θέλμα Σκούνμεϊκερ, «στις σεκάνς όπου ο Ντε Νίρο σκοτώνει όσους συμμετείχαν στη ληστεία, γύριζε με το Layla του Έρικ Κλάπτον να παίζει, ώστε οι κινήσεις της κάμερας να ταιριάζουν ακριβώς με τα μουσικά μέτρα».
Η κληρονομιά των Καλών Παιδιών

Ενώ ο Νονός και οι συνέχειες του από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα εστιάζουν στους άνδρες στην κορυφή της ιεραρχίας της Μαφίας, προσδίδοντας μια μεγαλοπρεπή σοβαρότητα στη μυθολογία των γκάνγκστερ, η φρενήρης, «δυνατή» οπτική των Goodfellas έδειξε με άγρια ωμότητα το πόσο αδίστακτος είναι ο κόσμος του υποκόσμου και οι κανόνες του.
Καθώς η ταινία εξελίσσεται, η αίγλη της εγκληματικής ζωής φαίνεται πια απατηλή, ενώ η βία μοιάζει τρομακτικά πραγματική. Στο τέλος, η πλειονότητα των χαρακτήρων είναι είτε νεκροί, είτε στη φυλακή, είτε δυστυχισμένοι με τη ζωή που έχουν.
«Τελικά είναι μια κενή ζωή αυτή που ζουν», δήλωσε ο Σκορσέζε στο BBC το 1990. «Μια σοκαριστικά κενή ζωή καταστροφής, και όχι δημιουργίας».
Ο φωτογράφος που αιχμαλώτισε τις πιο δυνατές στιγμές
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Goodfellas, ο φωτογράφος Μπάρι Ουέτσερ ήταν συνεχώς παρών, αιχμαλωτίζοντας μοναδικές στιγμές του καστ και του συνεργείου απαθανατίζοντας το μπλοκμπάστερ του Μάρτιν Σκορσέζε που εξελίχθηκε σε κλασικό έργο του γκανγκστερικού είδους.
Πέρα από τις φωτογραφίες δράσης, ο Ουέτσερ τράβηξε αρκετά πορτρέτα των ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένων των θρύλων του Χόλιγουντ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι και του αείμνηστου Ρέι Λιότα.
View this post on Instagram
Μετά τον θάνατο του Λιότα τον Μάιο του 2022, ο Ουέτσερ δημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram δύο φωτογραφίες του ηθοποιού. Στη λεζάντα έγραψε: «Αναπαύσου εν ειρήνη Ρέι Λιότα. Συνεργάστηκα με τον Ρέι δύο φορές, με 30 χρόνια διαφορά. Στο Goodfellas και στο The Many Saints Of Newark. Ένας ολοκληρωμένος ηθοποιός που μπορούσε να εκραγεί με θυμό ή να υποδυθεί με διακριτικότητα. Αυτό το μανιακό γέλιο είναι αυτό που οι περισσότεροι θα θυμούνται. Έφυγε πολύ νωρίς».
Ο Ουέτσερ συνέχισε την επιτυχημένη του καριέρα, συνεργαζόμενος με σκηνοθέτες όπως ο Όλιβερ Στόουν, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σε μια σειρά από εξαιρετικές παραγωγές, όπως τα Ο Διάβολος Φοράει Prada, Creed, Η Συμμορία των 8 και Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει.
Ο Μπάρι Ουέτσερ θεωρείται από τους κορυφαίους του επαγγέλματός του, και σήμερα κατέχει τη θέση του Αντιπροέδρου της SMPSP (Εταιρεία Στατικών Φωτογράφων Κινηματογράφου) και του Εθνικού Αντιπροέδρου της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογραφιστών.
Έχει τιμηθεί με Βραβείο Συνολικής Προσφοράς από την SOC (Εταιρεία Χειριστών Κάμερας) και το περίφημο Βραβείο Εξαιρετικής Στατικής Φωτογραφίας Κινηματογράφου από την Ένωση Δημοσιογράφων.
Δείτε τη δουλειά του εδώ.