
Μετά από μια εβδομάδα έντονης διπλωματικής δραστηριότητας για το Ουκρανικό με πρωταγωνιστή τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αναρωτιόμαστε: πήρε ο Τραμπ οτιδήποτε από τον Βλαντιμίρ Πούτιν για τις ΗΠΑ, τους συμμάχους ή την Ουκρανία; Τι παραχωρήσεις απέσπασε ο Τραμπ από όσους Ευρωπαίους του ζήτησαν να μην εγκαταλείψει την Ουκρανία;
Η απάντηση που δίνει ένας από τους κορυφαίους ειδικούς Διεθνών Σχέσεων στις ΗΠΑ είναι ξεκάθαρα «όχι» και ο λόγος είναι ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι… «κάκιστος διαπραγματευτής».
Ο συνδυασμός της αλλόκοτης συνόδου στην Αλάσκα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και της γκροτέσκας συγκέντρωσης των ηγετών του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον μας υπενθυμίζει ότι ο Τραμπ είναι αληθινός δάσκαλος της «τέχνης της παραχώρησης», αναφέρει σε ανάλυσή του στο Foreign Policy ο Στήβεν Γουόλτ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
«Δεν προετοιμάζεται, δεν βάζει τους υφισταμένους του να στρώσουν το έδαφος εκ των προτέρων και φτάνει σε κάθε συνάντηση χωρίς να ξέρει τι θέλει ή ποια είναι τα κόκκινα όριά του. Δεν έχει στρατηγική και δεν ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες, οπότε απλώς αυτοσχεδιάζει» σημειώνει.
Ο Γουόλτ θυμίζει την συνάντηση του Τραμπ με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν στην πρώτη του θητεία. Τη χαρακτηρίζει άλλη μια «άσχετη συνάντηση τύπου ριάλιτι» καθώς «αυτό που πραγματικά λαχταρά ο Τραμπ είναι η προσοχή, σε συνδυασμό με δραματικές εικόνες που υποβάλλουν ότι αυτός έχει το πάνω χέρι».
Ωστόσο, η ουσία οποιασδήποτε συμφωνίας ενδέχεται να κάνει είναι δευτερεύουσα, αν όχι αδιάφορη, γι’ αυτό και μερικές από τις εμπορικές συμφωνίες που ανακοίνωσε πρόσφατα είναι λιγότερο ευνοϊκές για τις ΗΠΑ απ’ όσο ισχυρίζεται, υπογραμμίζει ο Γουόλτ.
Ελαφριοί Αμερικανοί κόντρα σε Πούτιν και Λαβρόφ
Η επιτυχής διαπραγμάτευση με σοβαρό αντίπαλο, σύμφωνα με τον Αμερικανό καθηγητή, απαιτεί ψυχρή και αμείλικτα ρεαλιστική εκτίμηση των συμφερόντων, της ισχύος και της αποφασιστικότητας κάθε πλευράς.
«Αλλά όταν «ελαφριοί» σαν τον Τραμπ, τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και τον ερασιτέχνη διπλωμάτη Στιβ Γουίτκοφ αναμετρώνται με πρόσωπα όπως ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ή ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, να περιμένετε ότι η άλλη πλευρά θα ξαφρίσει τις αμερικανικές τσέπες για τα καλά» σημειώνει ο Γουόλτ.
«Δεν πρόκειται να γοητεύσετε έναν ηγέτη σαν τον Πούτιν ώστε να κάνει παραχωρήσεις απλώς επειδή του είστε αρεστοί ή επειδή στρώσατε κόκκινο χαλί στον διάδρομο, και δεν θα πάτε πουθενά αν αφεθείτε σε ευσεβείς πόθους ή αν εκτοξεύετε απειλές ή υποσχέσεις που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά».
Οι Δυτικοί δεν καταλαβαίνουν την αιτία του προβλήματος
Ο Αμερικανός ειδικός σημειώνει ότι η βαθύτερη ρίζα του προβλήματος είναι μια θεμελιώδης ασυμμετρία κινήτρων ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση, μια ασυμμετρία που απορρέει από την αντίληψη της απειλής και τον ορισμό των ζωτικών συμφερόντων από κάθε πλευρά.
«Ο Πούτιν μπορεί να είχε πολλούς λόγους γι’ αυτά που έκανε, αλλά ο σημαντικότερος ήταν ο φόβος -διαδεδομένος σε όλο το ρωσικό πολιτικό φάσμα- ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία» λέει.
Επικρίνει τις ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Δύσης που αρνούνται να δουν η αέναη διεύρυνση του ΝΑΤΟ -κι ειδικά η πρόσκληση του 2008 προς την Ουκρανία και τη Γεωργία να προετοιμάσουν αιτήσεις για μελλοντική ένταξη- ήταν στρατηγικό σφάλμα.
Γι’ αυτό και ο Πούτιν ζητάει ειρηνευτική συμφωνία ενώ οι υπέρμαχοι της διεύρυνσης την οποία αρνούνται οι υπέρμαχοι της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ.
«Τίποτε από αυτά δεν δικαιολογεί τον παράνομο προληπτικό πόλεμο του Πούτιν, αλλά είναι δύσκολο να λήξει μια σοβαρή σύγκρουση αν κανείς δεν αναγνωρίζει και δεν αντιμετωπίζει τους λόγους που την προκάλεσαν εξαρχής» υπογραμμίζει.
Οι Ρώσοι έχουν το πλεονέκτημα
Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι ότι η Μόσχα έχει δείξει προθυμία να θέσει την οικονομία της σε πολεμική βάση και να θυσιάσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές για να πετύχει τους στόχους της, ενώ οι δυτικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας δεν το έχουν κάνει και δεν θα το κάνουν.
Οι Ουκρανοί έχουν κάνει τεράστιες και ηρωικές θυσίες για να υπερασπιστούν τη χώρα τους, και οι δυτικές χώρες έχουν παράσχει στο Κίεβο πολλά χρήματα, όπλα, πληροφορίες, εκπαίδευση και διπλωματική στήριξη, αλλά ήταν σαφές εξαρχής ότι κανείς άλλος στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική δεν επρόκειτο να στείλει τις δικές του ένοπλες δυνάμεις να πολεμήσουν και να πεθάνουν εκεί.
Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι το ΝΑΤΟ έπρεπε να είχε εισέλθει το ίδιο στον πόλεμο, και τους σέβομαι για τη συνέπειά τους, αλλά ποτέ δεν πλησίασαν να πείσουν τα ενδιαφερόμενα εκλογικά σώματα ή τους ηγέτες τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ρωσία έχει αποκτήσει το πλεονέκτημα στο πεδίο της μάχης, εν μέρει και λόγω κάποιων ουκρανικών ατοπημάτων (πχ Κουρσκ). Όσοι επιμένουν ακόμη ότι η μόνη αποδεκτή έκβαση είναι να ανακτήσει η Ουκρανία όλη τη χαμένη της επικράτεια και έπειτα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, οφείλουν να εξηγήσουν ακριβώς πώς προτείνουν να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Μέχρι να παρουσιάσουν μια συνεκτική και πειστική στρατηγική για το πώς θα γίνει αυτό το θαύμα, το να περιμένει κανείς να τα κερδίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι πέρα για πέρα παράλογο.
Άρα έχει δίκιο ο Τραμπ;
Το γεγονός ότι οι Δυτικοί φέρνουν ευθύνη για το ξέσπασμα του πολέμου, όμως δεν σημαίνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δίκιο που παίρνει το μέρους του Πούτιν, σύμφωνα με τον Γουόλτ.
Ακόμη κι αν ορισμένες από τις απαιτήσεις του Πούτιν θα πρέπει να αναγνωριστούν σε μια μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία, άλλες πρέπει να απορριφθούν συνοπτικά, όπως η απαίτηση να αποσυρθούν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ από ορισμένα κράτη-μέλη ή να «αποναζιστικοποιηθεί» και να αφοπλιστεί εν μέρει η Ουκρανία.
«Αν η Ρωσία επιμένει ότι πρέπει να προστατευθεί από εξωτερικές δυνάμεις που φοβάται ότι ίσως κάποτε σταθμεύσουν στην Ουκρανία» λέει, «τότε η Ουκρανία πρέπει να προστατευθεί από νέες ρωσικές επιθέσεις και να της επιτραπεί να διαθέτει τα μέσα αυτοάμυνας».
Αυτή η τελευταία ανησυχία εξηγεί γιατί η Ουκρανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενδιαφέρονται για κάποια μορφή εγγύησης ασφάλειας, ενδεχομένως στα πρότυπα του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ αλλά χωρίς τυπική ιδιότητα μέλους.
Όμως, για τον Γουόλτ, αυτή η ιδέα αντιμετωπίζει δύο τουλάχιστον προφανείς αντιρρήσεις. Πρώτον, το Άρθρο 5 δεν είναι αεροστεγής δέσμευση ασφάλειας και σίγουρα όχι εξασφάλιση που ενεργοποιεί αυτόματα την αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων για να βοηθήσουν κράτος-μέλος που δέχθηκε επίθεση. Δεύτερον, Ακόμη κι αν τελικά συμφωνηθεί κάποια μορφή εγγύησης ασφάλειας για την Ουκρανία, γιατί να την πάρει κανείς στα σοβαρά με τον Τραμπ πρόεδρο;
Υπάρχει λύση, αλλά δεν μπορεί να τη δώσει ο Τραμπ
Ποιο είναι το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς; Με βάση το πώς εξελίχθηκαν οι μάχες και το γεγονός ότι η Ρωσία ενδιαφέρεται περισσότερο γι’ αυτό το ζήτημα απ’ όσο οι μη Ουκρανοί, η Μόσχα πρόκειται να πάρει μέρος από αυτά που ήθελε. Αλλά, δεδομένων των τεράστιων κόστους που ήδη έχει πληρώσει και της προοπτικής ακόμη μεγαλύτερων απωλειών αν η Ουκρανία εξακολουθήσει να λαμβάνει γενναιόδωρη εξωτερική στήριξη, θα πρέπει να είναι εφικτό να της αρνηθούμε όσα δεν συμφέρει τη Δύση να δώσει.
Αντί για την μπρος-πίσω προσέγγιση του Τραμπ και την προθυμία του να τσακώνεται με τους Ευρωπαίους συμμάχους του σε μια σειρά από άλλα ζητήματα, σημειώνει ο Αμερικανός, ο καλύτερος τρόπος να πετύχουμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία είναι ο εξής:
«Οι ΗΠΑ να διατηρήσουν ενιαίο μέτωπο με την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ να συνεχίσει να παρέχει στην Ουκρανία γενναιόδωρη στρατιωτική στήριξη, και η Ουκρανία και οι ΗΠΑ να επιδιώξουν σοβαρές και καλά προετοιμασμένες διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία στη βάση ρεαλιστικής εκτίμησης της διαπραγματευτικής θέσης κάθε πλευράς».
«Αν, ωστόσο, ψάχνετε κάποιον να διεξαγάγει σοβαρές και καλά προετοιμασμένες διαπραγματεύσεις» εκτιμά ο Γουόλτ, «η διεύθυνση 1600 Pennsylvania Avenue δεν θα ήταν η επιλογή μου».