Μπούμερανγκ η πείνα των λαών στα πλούσια κράτη – «Ταΐστε τους τώρα, ειδάλλως θα το πληρώσετε»

Πρόσφατα η διεθνής κοινότητα έγινε μάρτυρας μια καλά συντονισμένης τεχνητής επισιτιστικής κρίσης στη Λωρίδα της Γάζας. Μπορεί ο βασικός ένοχος να είναι το Ισραήλ, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πλουσιότερες χώρες τσιγκουνεύονται όλο και περισσότερο να βοηθήσουν πληθυσμούς που χρειάζονται επισιτιστική βοήθεια. Γνωρίζουν όμως ότι θα το πληρώσουν;
Μετά από πέντε χρόνια σταθερής αύξησης, η συνολική διεθνής βοήθεια μειώθηκε κατά 9% το 2024 με τον ΟΟΣΑ να προβλέπει ότι αυτή θα μειωθεί έως και 17% το 2025.
Σύμφωνα με το Global Network Against Food Crises, μια συνεργασία δωρητριών χωρών και ανθρωπιστικών και αναπτυξιακών οργανισμών, ο παγκόσμιος προϋπολογισμός επισιτιστικής βοήθειας μπορεί να μειωθεί έως και κατά 45% μεταξύ 2024 και φέτος.
Φυσικά, οι συνέπειες αυτών των περικοπών ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρές για πληθυσμούς που χρειάζονται επισιτιστική βοήθεια.
Το 2024, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης (WFP) βοήθησε 124 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, αλλά αναμένει θα πέσει η αρωγή του κατά 21% το 2025 λόγω απότομων περικοπών στη χρηματοδότηση από μεγάλους δωρητές. Η συνεισφορά της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο πρόγραμμα έχει μειωθεί κατά 55% από το 2024, με αντίστοιχες μειώσεις από τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο.
Ορισμένες επιχειρήσεις πεδίου αναγκάστηκαν να μειώσουν τις ημερήσιες μερίδες που διανέμουν σε κάτω από 300 θερμίδες, λιγότερο από ένα μικρό γεύμα. 16 εκατ. άνθρωποι διατρέχουν κίνδυνο να χάσουν κάθε επισιτιστική βοήθεια, ακόμη κι ενώ η παγκόσμια πείνα επιδεινώνεται.
Τα παράλογα μαθηματικά
Ενώ λοιπόν η συρρίκνωση των ανθρωπιστικών προϋπολογισμών σηματοδοτεί εξασθένηση της παγκόσμιας αλληλεγγύης προς τους μειονεκτούντες, ο επικεφαλής οικονομολόγος στο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης του ΟΗΕ (WFP) Αρίφ Χουσάιν, δίνει και μια άλλη διάσταση: αυτή της αποσταθεροποίησης των εύπορων κοινωνιών.
«Ακριβώς σε περιόδους αστάθειας η συλλογική δράση έχει τη μεγαλύτερη σημασία, διότι όταν η ανθρωπιστική βοήθεια περικόπτεται, οι κρίσεις κάνουν μετάσταση» λέει σε ανάλυσή του στο περιοδικό Foreign Affairs.
Υπογραμίζει το αυτονόητο, ότι η επισιτιστική ανασφάλεια οδηγεί σε εκτοπισμό των ανθρώπων, καθώς σύμφωνα με μελέτη του WFP κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης της επισιτιστικής ανασφάλειας συσχετίζεται με αύξηση 1,9% στις εκροές προσφύγων. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι για κάθε πρόσθετο έτος που επιμένει μια βίαιη σύγκρουση -παράγοντας επισιτιστική ανασφάλεια- οι εκροές προσφύγων που προκύπτουν από αυτήν τη σύγκρουση αυξάνονται σχεδόν κατά 0,4%.
Στη συνέχεια, οι πρόσφυγες εκ των πραγμάτων μετακινούνται πρώτα σε γειτονικές χώρες, συχνά ανεπαρκώς εξοπλισμένες για να τους απορροφήσουν. «Όταν αυτές οι κοινωνίες αδυνατούν να διαχειριστούν την εισροή, οι άνθρωποι προχωρούν προς πιο μακρινούς προορισμούς» λέει ο οικονομολόγος, εννοώντας φυσικά τις πλούσιες, όπως οι ευρωπαϊκές.
Το 2024, τα κράτη του ΟΟΣΑ δαπάνησαν 24,2 δισ. δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια που έφτασε περίπου σε 198 εκατ. ανθρώπους, ή περίπου 120 δολάρια ανά άτομο. «Κι όμως οι ίδιες χώρες δαπάνησαν 27,8 δισ. δολάρια, ή 9.200 δολάρια ανά άτομο, για να βοηθήσουν μόλις τρία εκατ. πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο εντός των συνόρων τους» υπογραμμίζει, συμπεραίνοντας ότι «είναι πολύ φθηνότερο να σιτίσεις μια οικογένεια εκεί όπου ζει παρά να τη στηρίξεις ως πρόσφυγα όταν η πείνα την εξαναγκάζει να φύγει».
«Για τις πλούσιες χώρες, η αγνόηση της επισιτιστικής ανασφάλειας στο εξωτερικό είναι συνεπώς οικονομικά παράλογη» σημειώνει. «Η αποτυχία να δράσουμε τοπικά εγγυάται υψηλότερα κόστη αργότερα» αλλά και πολιτικές αντιδράσεις στο εσωτερικό των χωρών προορισμών. «Οι μεγάλες εισροές εκτοπισμένων ανθρώπων συχνά αποσταθεροποιούν την εγχώρια πολιτική μιας χώρας, τροφοδοτώντας τον διχασμό και τον εξτρεμισμό».
Τι λείπει από την εξίσωση
Γι΄ αυτό και ο Χουσάιν είναι πεπεισμένος ότι κάθε ευρώ που δαπανάται για την αποτροπή της ακραίας πείνας εξοικονομεί πολλά περισσότερα που θα έπρεπε διαφορετικά να δαπανηθούν για την αντιμετώπιση κρίσεων.
Μπορεί οι πλούσιες χώρες να επιμένουν ότι παραμένουν προσηλωμένες στον τερματισμό βίαιων συγκρούσεων, όπως στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, αλλά, σύμφωνα με τον οικονομολόγο: αυτό που λείπει από την εξίσωση, είναι η αναγνώριση ότι η επισιτιστική ασφάλεια είναι θεμέλιο της ειρήνης.
Η πείνα δημιουργεί μια αλυσιδωτή κατάσταση που οδηγεί σε γεωπολιτική αστάθεια. Η επισιτιστική ανασφάλεια υπονομεύει τη νομιμοποίηση των πληγεισών κρατών, εντείνει τον ανταγωνισμό για σπάνιους πόρους και μειώνει το κόστος ευκαιρίας της βίας. Εξτρεμιστικές ομάδες εκμεταλλεύονται την απόγνωση, χρησιμοποιώντας την τροφή ως εργαλείο στρατολόγησης και την πείνα ως όπλο επιρροής. Η σχέση μεταξύ πείνας και σύγκρουσης είναι κυκλική· η μία τροφοδοτεί την άλλη».
Έτσι, για τον Χουσάιν «Οι προσπάθειες για διαπραγμάτευση εκεχειριών και ειρηνευτικών συμφωνιών πρέπει να περιλαμβάνουν πρόνοιες που διασφαλίζουν ότι οι οργανώσεις βοήθειας μπορούν να παραδίδουν συνδρομή και ότι τα συστήματα τροφίμων μπορούν να ανακάμπτουν».
Τι χρειάζεται
Γι’ αυτό ο οικονομολόγος απαιτεί οικονομική διορατικότητα και πολιτικό θάρρος, καθώς για τον ίδιο η πρόκληση δεν είναι τεχνική -αφού ο κόσμος γνωρίζει πώς να παράγει και να διανέμει τροφή- αλλά πολιτική.
«Οι κυβερνήσεις, οι πολυμερείς θεσμοί, οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί και οι δωρητές του ιδιωτικού τομέα πρέπει επειγόντως να αποκαταστήσουν και να επεκτείνουν προβλέψιμη, πολυετή χρηματοδότηση για ανθρωπιστικά και αναπτυξιακά προγράμματα».
Φυσικά, τονίζει ότι η συνεχής επέμβαση για να σωθούν οι ίδιες ζωές χωρίς να αντιμετωπίζονται τα ριζικά αίτια της πείνας δεν είναι αποδοτική ως προς το κόστος.
«Αυτά τα προγράμματα πρέπει να χρηματοδοτούνται τακτικά ακόμη και σε δημοσιονομικές υφέσεις, ώστε να αποφεύγονται ετήσιοι κύκλοι αβεβαιότητας που διαταράσσουν τις επιχειρήσεις πεδίου. Επειδή η πείνα και η έλλειψη πόρων οδηγούν σε βίαιη σύγκρουση και μετανάστευση, το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ, η Αφρικανική Ένωση, η ΕΕ και η G-7 πρέπει να καταστήσουν την επισιτιστική ασφάλεια βασικό πυλώνα των στρατηγικών τους πλαισίων», καταλήγει ο Χουσάιν.