Operation Biting: Πώς να κλέψεις ένα ραντάρ από τον Χίτλερ με 100 αλεξιπτωτιστές και πολλή τύχη

Τα πράγματα στο μέτωπο ήταν ζοφερά. Οι Γερμανοί προέλαυναν ασταμάτητα και η Βρετανία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να περιμένει την πολυπόθητη ανατροπή της πορείας του πολέμου – μια ανατροπή που θεωρούσαν βέβαιη, έστω κι αν δεν ήξεραν πότε θα έρθει. Εκείνη τη στιγμή, η Επιχείρηση Biting φαινόταν ικανή να αλλάξει τις ισορροπίες.
Αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από τις ακτές της Μάγχης εντόπισαν σε απόκρημνο βράχο, κοντά στο μικρό ψαροχώρι Μπρουνεβάλ, μια εγκατάσταση ραντάρ των Ναζί. Δεν ήταν ένα απλό μηχάνημα, αλλά μια προηγμένη συσκευή Würzburg της Telefunken – κρίσιμο κομμάτι του ναζιστικού δικτύου που εντόπιζε τις βρετανικές μοίρες μαχητικών και βομβαρδιστικών. Τότε γεννήθηκε η ιδέα μιας παράτολμης αποστολής: οι ειδικές δυνάμεις θα εισέβαλλαν, θα άρπαζαν το πολύτιμο ραντάρ από τα χέρια του Χίτλερ και θα αποκάλυπταν τα μυστικά της τεχνολογίας του, προσφέροντας ταυτόχρονα ένα βαρύ πλήγμα στο γόητρο του εχθρού.

Η συστοιχία ραντάρ του Würzburg από οπτική γωνία που δείχνει τον εξοπλισμό σε προφίλ
Operation Biting
Η επιχείρηση «Biting» – μια νυχτερινή αποστολή στις 27 προς 28 Φεβρουαρίου 1942, όπου μια μικρή ομάδα μηχανικών ανέλαβε να αποσυναρμολογήσει και να μεταφέρει το γερμανικό ραντάρ, ενώ εκατό αλεξιπτωτιστές του Λόχου C της 1ης Αεροπορικής Μεραρχίας παρείχαν κάλυψη απέναντι στις εχθρικές άμυνες και το βρετανικό ναυτικό περίμενε να τους περισυλλέξει – ίσως ανήκει στα «ψιλά γράμματα» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά παραμένει μια συναρπαστική ιστορία τόλμης.
Όταν ο ιστορικός Μαξ Χέιστινγκς την αναπλάθει, το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Οι τριακόσιες σελίδες του Operation Biting διαβάζονται σαν καταιγιστικό μυθιστόρημα· όχι οποιοδήποτε, αλλά από εκείνα τα γεμάτα «ηλεκτρισμό» έργα του Άλιστερ ΜακΛίν, όπως το Where Eagles Dare ή το The Guns of Navarone.

Εκπαίδευση για επιδρομή τριών υπηρεσιών στη βορειοανατολική Γαλλία Οι αλεξιπτωτιστές καλύπτουν την παραλία ενώ γίνεται η επιβίβαση σε αποβατικά σκάφη
«Δεν ήταν μια μεγάλη επιχείρηση, αλλά κατέληξε εξαιρετικά καλά, με αίσιο τέλος για τους Βρετανούς», γράφει ο Χέιστινγκς.
Ο 79χρονος ιστορικός καταγράφει με λεπτομέρεια τις προετοιμασίες, ενώ η περιγραφή της δράσης ξεχωρίζει για τον ρεαλισμό και την ένταση. Περισσότερο όμως φαίνεται να τον συναρπάζουν οι προσωπικότητες. Ο Ρέτζιναλντ Τζόουνς, ιδιοφυής επιστήμονας. Ο Φρέντερικ «Μπόι» Μπράουνινγκ, επικεφαλής της νεοσύστατης δύναμης αλεξιπτωτιστών, που δεν είχε ακόμη τον κόκκινο μπερέ – και σύζυγος της συγγραφέως Δάφνης ντι Μωριέ. Και τέλος, ο Ζιλμπέρ Ρενώ, ο γνωστός «συνταγματάρχης Rémy» της γαλλικής Αντίστασης, τον οποίο όμως ο συγγραφέας χαρακτηρίζει απερίφραστα «ακατάλληλο» για την αποστολή.

Οβελιαίο χαμηλό επίπεδο του ραντάρ «Würzburg» κοντά στο Μπρουνεβάλ της Γαλλίας, τραβηγμένο από τον Sqn Ldr A.E. Hill στις 5 Δεκεμβρίου 1941. Φωτογραφίες όπως αυτή επέτρεψαν σε μια ομάδα επιδρομών να εντοπίσει και να εξαφανίσει τα ζωτικά εξαρτήματα του ραντάρ τον Φεβρουάριο του 1942 για ανάλυση στη Βρετανία
Ένα βήμα τη φορά
«Κάθε φορά που ξεκινώ ένα βιβλίο, σκέφτομαι: τι μπορώ να πω στους αναγνώστες μου που δεν γνωρίζουν ήδη;» λέει ο Χέιστινγκς. «Αν και πολύ μικρό, το Operation Biting είναι γεμάτο σπουδαίους χαρακτήρες και μου αρέσει να γράφω γι’ αυτούς. Και έπειτα υπάρχουν και οι ειδικές δυνάμεις. Και η ανάγκη του Τσόρτσιλ να δείξει ότι οι Βρετανοί εξακολουθούσαν να πολεμούν με σθένος, παρόλο που δεν συνέβαιναν πολλά και υπήρχε ακόμη μια εκστρατεία στην ήπειρο. Πρέπει να θυμάστε ότι μεταξύ 1940 και 1944, παρά τη Βόρεια Αφρική και τη Βιρμανία, ο μισός βρετανικός στρατός παρέμενε στο αγγλικό έδαφος, περιμένοντας να επιστρέψει στη Γαλλία»
Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, όπως σημειώνει το El País English, έλεγε στον εαυτό του πως, αν οι μεγάλες νίκες δεν ήταν εφικτές, θα έπρεπε να αρκούν οι μικροί θρίαμβοι.
Η επιχείρηση «Biting» πράγματι στέφθηκε με επιτυχία. «Ήταν μια τεράστια νίκη», γράφει ο Χέιστινγκς, «αλλά εκείνη τη νύχτα η τύχη στάθηκε ολοκληρωτικά στο πλευρό των Βρετανών». Ορισμένοι από τους αλεξιπτωτιστές του στιβαρού ταγματάρχη Τζον Φροστ είτε δεν πρόλαβαν να λάβουν μέρος στη μάχη είτε έφτασαν καθυστερημένα.
Κατά την αποχώρηση, οι άνδρες έμειναν εκτεθειμένοι για 45 ολόκληρα λεπτά στην παραλία, περιμένοντας τις βάρκες να τους περισυλλέξουν. «Αν οι Γερμανοί είχαν οργανωθεί καλύτερα ή αν αντεπιτίθεντο, το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό», σημειώνει ο συγγραφέας. Όμως τα γερμανικά στρατεύματα κινήθηκαν αργά και αδέξια. Αυτό γέμισε τους Βρετανούς με την αυταπάτη ότι ο εχθρός θα συμπεριφερόταν πάντα έτσι – μια αυταπάτη που, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, θα τους κόστιζε ακριβά.

Ο Πίκαρντ εξετάζει ένα γερμανικό κράνος που λήφθηκε μετά την επιδρομή
Μια νεοσύστατη ομάδα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της
Περιέργως, επικεφαλής των εγκαταστάσεων ραντάρ στο Μπρουνεβάλ —όπου βρίσκονταν τα συστήματα Freya και Würtzburg, αλλά και ένας οίκος ανοχής στο κοντινό Étretat— ήταν ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Φερδινάνδος της Πρωσίας, δισέγγονος της βασίλισσας Βικτωρίας και ξάδελφος του Μαουντμπάττεν (αρχικά Μπάτενμπεργκ). Ο Χέιστινγκς δεν χάνει την ευκαιρία να σχολιάσει ότι ο γαλαζοαίματος αξιωματικός απολάμβανε μια μάλλον άνετη απόσπαση στη Γαλλία — όπως του έλεγαν χαρακτηριστικά οι Γερμανοί βετεράνοι με τους οποίους μίλησε: «στην κατεχόμενη Γαλλία ζούσαμε σαν θεοί». Ο φον Προύσεν, όπως ήταν γνωστός, απουσίαζε αδικαιολόγητα τη στιγμή που ξεκινούσε η επίθεση.
Οι αλεξιπτωτιστές, τότε ακόμη μια δύναμη σε εμβρυακό στάδιο και χωρίς ανεμόπτερα, σχημάτισαν κλοιό ασφαλείας και με καταιγιστικά πυρά κατέλαβαν τις βασικές γερμανικές θέσεις. Την ίδια ώρα, οι μηχανικοί αποσυναρμολογούσαν βιαστικά το ραντάρ, μαζί με το χαρακτηριστικό του πιάτο και τον εξοπλισμό του.
Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με ταχύτατη υποχώρηση και μερικούς αιχμαλώτους Ναζί τεχνικούς ως «λάφυρα». Ο απολογισμός: μόλις δύο Βρετανοί και πέντε Γερμανοί νεκροί.

Ένα μοντέλο κλίμακας με ακριβείς λεπτομέρειες από τη μεγάλη αναγνωριστική φωτογραφία του γερμανικού σταθμού ραδιοεντοπισμού στο Μπρουνεβάλ της Βόρειας Γαλλίας.
Αφήγηση βγαλμένη από τη ζωή
«Με εντυπωσίασαν τα στατιστικά στοιχεία: τόσοι πυροβολισμοί, τόσος θόρυβος, και όμως λίγοι νεκροί. Είναι εκπληκτικό πόσες σφαίρες χρειάζονται για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο», σημειώνει ο Χέιστινγκς. Στη Νορμανδία, θυμίζει, οι περισσότερες απώλειες προήλθαν από πυρά όλμων· στο Μπρούνεβαλ, όμως, οι Γερμανοί δεν διέθεταν καν. Αντιθέτως, διέθεταν πολλά πολυβόλα.
«Ήμουν ανταποκριτής στα Φόκλαντ και θυμάμαι μια νύχτα με ασταμάτητους πυροβολισμούς. Πίστευα πως το επόμενο πρωί θα ήταν όλοι νεκροί· κι όμως, οι απώλειες ήταν ελάχιστες», αφηγείται. Σε τι οφείλεται αυτό; «Στους πολέμους, πολλοί στρατιώτες πυροβολούν απλώς προς την κατεύθυνση του εχθρού, χωρίς να σημαδεύουν. Αν κοιτάξει κανείς την Ουκρανία, οι περισσότεροι νεκροί προέρχονται από βόμβες ή drones, όχι από πυροβολισμούς».
Ο Χέιστινγκς τονίζει ότι μιλά όχι μόνο ως ιστορικός, αλλά και ως πρώην αλεξιπτωτιστής, με προσωπική εμπειρία από τέτοιες επιχειρήσεις. . «Η εμπειρία μου είναι ότι οι επιχειρήσεις αλεξιπτωτιστών είναι συχνά μια αβέβαιη περιπέτεια, αν όχι μια καταστροφή, ειδικά τη νύχτα. Το 1963, σε ηλικία 17 ετών, πήρα μέρος σε μια πτώση στην Κύπρο. Ήμασταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι από τους αλεξιπτωτιστές της Biting, ακόμη και με Mae West (σωσίβια) και φώτα θέσης, αλλά ολόκληρο το τάγμα ήταν διασκορπισμένο. Σκέφτηκα: ‘Αν έτσι γίνεται σε καιρό ειρήνης, πώς θα είναι στον πόλεμο;’»

Υποναύαρχος Λούις Μαουντμπάττεν Αρχηγός Συνδυασμένων Επιχειρήσεων. Ο Μαουντμπάττεν επιθεωρώντας βαθμοφόρους του ναυτικού που συμμετείχαν στην επιδρομή Μπρουνεβάλ.
«Ουάου! Αυτό είναι καλύτερο από το σεξ!»
Χρειάζεται ασύλληπτο θάρρος για να πηδήξεις στο κενό από χιλιάδες πόδια ύψος. Ένας αλεξιπτωτιστής θυμάται το πρώτο του άλμα με μια αφοπλιστική φράση: «Ουάου! Αυτό είναι καλύτερο από το σεξ!». Όμως την εποχή της επιχείρησης «Biting» το ρίσκο ήταν τεράστιο. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές δεν είχαν εφεδρικά αλεξίπτωτα· μια αστοχία σήμαινε βέβαιο θάνατο. Και δεν ήταν μόνο αυτό: έπεφταν νύχτα, στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, μέσα στο χιόνι, ξέροντας πως ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να βρεθούν περικυκλωμένοι. «Έχω βαθύ θαυμασμό για εκείνους τους άνδρες που πολέμησαν ακόμη κι όταν όλα έδειχναν ότι τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους Γερμανούς», τονίζει ο Χέιστινγκς.
Τι είναι, όμως, αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους ξανά και ξανά στον πόλεμο; «Στον 20ό αιώνα, η στρατιωτική εμπειρία διαμόρφωσε ολόκληρες γενιές με τρόπους που δεν μπορούμε πια να φανταστούμε», λέει. «Οι νέοι εκείνοι είχαν μεγαλώσει στη σκιά ενός προηγούμενου πολέμου. Η στρατιωτική παράδοση ήταν πηγή υπερηφάνειας. Στα οικογενειακά άλμπουμ έβλεπες γονείς και παππούδες με στολή. Και, βεβαίως, υπήρχαν πάντα κάποιοι που έψαχναν την περιπέτεια και έπρεπε να αποφεύγονται· οι περισσότεροι όμως ήθελαν απλώς να γυρίσουν στο σπίτι ζωντανοί».
Γιατί λοιπόν, μετά το επιτυχημένο πλήγμα στο Μπρουνεβάλ, οι Βρετανοί δεν τόλμησαν παρόμοιες επιθέσεις στις βάσεις των V-1 και V-2; Η απάντηση είναι απλή και αποκαλυπτική: «Οι πύραυλοι βρίσκονταν πολύ πιο βαθιά στην εχθρική ενδοχώρα και ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν», εξηγεί ο Χέιστινγκς. «Το Μπρουνεβάλ ήταν μόλις 80 μίλια απέναντι από τη Μάγχη. Εκείνο το άλμα, όσο παράτολμο κι αν φαινόταν, ήταν εφικτό».

Γιατί όμως θεωρείται σημαντική η εν λόγω επιχείρηση;
Για τον Χέιστινγκς η επιχείρηση έδωσε «στους Βρετανούς ένα προβάδισμα δύο ή τριών μηνών, αλλά η πραγματική επιτυχία ήταν η προπαγανδιστική του παραγωγή καθώς η επίθεση πλαισιώθηκε ως νίκη επί των Γερμανών σε μια εποχή που υπήρχαν τόσες πολλές στρατιωτικές ταπεινώσεις».
Σε μια εποχή γεμάτη ταπεινώσεις και ήττες, το Μπρουνεβάλ παρουσιάστηκε ως νίκη — και αυτή η νίκη, έστω και μικρή, έδωσε πίστη σε έναν λαό που την είχε απελπισμένα ανάγκη.
Στις σελίδες του, ο Χέιστινγκς δεν μιλά μόνο ως ιστορικός. Μιλά σαν άνθρωπος που ξέρει ότι ο πόλεμος γράφεται και στις λεπτομέρειες: στο ότι τα πρώτα πολυβόλα Sten, το όπλο-σύμβολο των κομάντος, κατασκευάστηκαν στο ίδιο εργοστάσιο του Λίβερπουλ που έφτιαχνε παιδικά σετ Meccano· ή στο ότι οι αλεξιπτωτιστές, μόλις πάτησαν στη χιονισμένη γη της κατεχόμενης Γαλλίας, έσπευσαν να ουρήσουν — όχι μόνο ως πράξη συμβολική, αλλά γιατί οι κύστες τους ήταν γεμάτες από φόβο, ένταση και ατελείωτες κούπες τσάι.
Κι ύστερα, πίσω από τα μεγάλα γεγονότα, βρίσκονται οι σιωπηλές χειρονομίες μνήμης. Όπως τότε που ο γιος του ζήτησε να φορέσει την παλιά του στολή αερομεταφερόμενου σε ένα πάρτι μεταμφιεσμένων. Ο Χέιστινγκς αρνήθηκε. «Με ρώτησε γιατί όχι, αφού δεν επρόκειτο να την ξαναφορέσω. Του είπα πως δεν έχει σημασία». Σε αυτήν τη φράση χωρά όλη η σοβαρότητα με την οποία κουβαλάει την ιστορία: η στολή δεν είναι απλώς ένα ρούχο, είναι μνήμη, είναι βάρος, είναι μια υπενθύμιση ότι πίσω από κάθε ηρωική αφήγηση υπήρχαν άνδρες που έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα.
*Πηγή: El Pais English