
Η δολοφονία του δεξιού influencer Τσάρλι Κερκ αποτέλεσε τραγικό γεγονός για το στρατόπεδο του Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως, πριν… «κρυώσει» καν το πτώμα, ο πρόεδρος και οι πιο σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του στο κίνημα Maga τη μετέτρεψαν σε εργαλείο πολιτικής επίθεσης.
Αντί για μια περίοδο εθνικής περισυλλογής, η Ουάσιγκτον παρακολουθεί μια συντονισμένη εκστρατεία εναντίον φιλελεύθερων ομάδων, μέσων ενημέρωσης, πανεπιστημίων και της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών.
Ο Τραμπ και οι συνεργάτες του κατηγόρησαν, χωρίς αποδείξεις, «ριζοσπάστες της αριστεράς» για τη δολοφονία, και σύντομα έστρεψαν τα πυρά τους εναντίον γνωστών επικριτών τους.
Οι δηλώσεις αυτές, σύμφωνα με πολιτικούς επιστήμονες, δεν είναι τυχαίες: εντάσσονται στη στρατηγική του να παρουσιάζει κάθε κριτική ως απειλή και κάθε αντίπαλο ως «εσωτερικό εχθρό».
Από τη ρητορική στην εκδίκηση
Στην τελετή μνήμης του Κερκ, η χήρα του – μετά τα πυροτεχνήματα – μίλησε για συγχώρεση.
Ο Τραμπ, ωστόσο, απάντησε με θυμό: «Μισώ τους αντιπάλους μου και δεν τους εύχομαι το καλύτερο».

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ παρακολουθεί δίπλα στην Έρικα Κερκ, κατά τη διάρκεια της τελετής μνήμης για τον σύζυγό της, τον δολοφονημένο συντηρητικό σχολιαστή Τσάρλι Κερκ, στο State Farm Stadium στην Αριζόνα των ΗΠΑ, στις 21 Σεπτεμβρίου 2025. REUTERS/Carlos Barria
Οι λέξεις του, μακριά από το ήθος ενός ηγέτη, ενίσχυσαν το κλίμα πόλωσης και καχυποψίας.
Πριν ακόμη συλληφθεί ο δράστης, ο Τραμπ είχε ήδη κατηγορήσει την «αριστερή ρητορική» για τον θάνατο του Κερκ και υποσχέθηκε να «τσακίσει τους ριζοσπάστες αριστερούς» και όσους «τους χρηματοδοτούν».
Η υπόθεση αυτή λειτούργησε ως μία τέλεια αφορμή για την έναρξη μιας εκτεταμένης εκστρατείας νομικών και πολιτικών επιθέσεων.
Ο δισεκατομμυριούχος Τζορτζ Σόρος, εδώ και χρόνια στόχος ακροδεξιών θεωριών συνωμοσίας, βρέθηκε για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο.
Ο Τραμπ ζήτησε ανοιχτά τη σύλληψή του, επικαλούμενος αβάσιμες κατηγορίες περί παραβίασης του νόμου περί εκβιασμού (RICO), ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησε έρευνα κατά των Ιδρυμάτων Open Society.
Η στοχοποίηση της κοινωνίας των πολιτών
Η επίθεση στον Σόρος και τις φιλελεύθερες οργανώσεις δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Στίβεν Λεβίτσκι του Χάρβαρντ, πρόκειται για την εφαρμογή της «πρώτης σελίδας του αυταρχικού εγχειριδίου»: τη χρήση ενός τραγικού γεγονότος ως πρόσχημα για την καταστολή πολιτικών αντιπάλων.
«Οι αυταρχικοί ηγέτες χρησιμοποιούν την πολιτική βία ως δικαιολογία για να κυνηγήσουν τους εχθρούς τους», σημειώνει ο Λεβίτσκι.
«Στόχος είναι να παραλύσει η κοινωνία των πολιτών, να αποδυναμωθούν οι χρηματοδότες και να φιμωθούν οι επικριτές».
Η απάντηση των Ιδρυμάτων Σόρος ήταν άμεση: χαρακτήρισαν τις ενέργειες της κυβέρνησης «πολιτικά υποκινούμενες επιθέσεις» που επιχειρούν να τρομοκρατήσουν φιλανθρωπικούς οργανισμούς και να περιορίσουν τη δημοκρατική δράση.
Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από 3.700 οργανισμοί υπέγραψαν επιστολή καταγγέλλοντας την «εκστρατεία εκφοβισμού» της κυβέρνησης.

An image of slain conservative commentator Charlie Kirk is placed at a memorial in his honour, at Utah Valley University in Orem, Utah, U.S., September 29, 2025. REUTERS/Jim Urquhart
Πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης
Η εκμετάλλευση της Δικαιοσύνης για πολιτικούς σκοπούς αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τον αυταρχισμό.
Ο Τραμπ απέλυσε εισαγγελείς που αρνήθηκαν να ασκήσουν διώξεις με αμφίβολα στοιχεία και αντικατέστησε τους έμπειρους νομικούς με πιστούς υποστηρικτές.
Έτσι, κατηγορήθηκαν πρόσωπα που είχαν προηγουμένως συγκρουστεί μαζί του, όπως ο πρώην διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ και η γενική εισαγγελέας της Νέας Υόρκης Λετίτια Τζέιμς.
Για πολλούς νομικούς, αυτή η τακτική θυμίζει «δικαστικό αυταρχισμό» – την υποταγή του δικαίου στην πολιτική βούληση του ηγέτη.
Ο πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας Πολ Ρόζενζβαϊγκ προειδοποιεί ότι «η χρήση του νόμου RICO για να κυνηγηθεί ο Σόρος είναι νομικά αβάσιμη και πολιτικά επικίνδυνη».
Το αφήγημα του «εσωτερικού εχθρού»
Παράλληλα με τις διώξεις, ο Τραμπ εντείνει τη ρητορική περί «εγχώριων τρομοκρατών».
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, ο Τραμπ χαρακτήρισε το αριστερό κίνημα Antifa «εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση», αν και σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία δεν υπάρχει τέτοια ονομασία.
Στην ομιλία του προς στρατιωτικούς ηγέτες, υποστήριξε ότι «η Αμερική δέχεται εισβολή από μέσα» και ότι οι πόλεις που διοικούνται από Δημοκρατικούς πρέπει να «τακτοποιηθούν» – ακόμα και με τη βοήθεια του στρατού.
Οι δηλώσεις αυτές παραβιάζουν το πνεύμα του νόμου Posse Comitatus, που απαγορεύει τη χρήση ομοσπονδιακών στρατευμάτων για εσωτερική επιβολή της τάξης. Ωστόσο, για τον Τραμπ, η στρατιωτική εμπλοκή φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως πολιτικό μήνυμα παρά ως νομικό πρόβλημα.
Σύμφωνα με τον Λάρι Νομπλ, πρώην νομικό σύμβουλο της Ομοσπονδιακής Εκλογικής Επιτροπής, «όταν ένας πρόεδρος μιλά για ‘εσωτερικούς εχθρούς’ και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο στρατιωτικής δράσης στις πόλεις τους, παραβιάζει την ίδια τη φιλοσοφία πάνω στην οποία ιδρύθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες».

Ένας άνδρας που φοράει καπέλο με τη φράση «Make America Great Again» αντιδρά σε εκδήλωση της Turning Point USA στο πανεπιστημιακό campus της Utah State University, στο Λόγκαν της Γιούτα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2025. REUTERS/Cheney Orr
Το ψεύτικο αφήγημα της «αριστερής βίας»
Αν και ο Τραμπ επιμένει να συνδέει τη «ριζοσπαστική αριστερά» με την πολιτική βία, τα επίσημα στοιχεία λένε άλλη ιστορία.
Έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το 2024 έδειξε ότι η ακροδεξιά τρομοκρατία εξακολουθεί να είναι μακράν η πιο θανατηφόρα μορφή εγχώριου εξτρεμισμού.
Αντίστοιχα, το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών σημειώνει ότι, ενώ η αριστερή βία αυξήθηκε το 2025, οι επιθέσεις από την ακροδεξιά παραμένουν υπερπολλαπλάσιες.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Τραμπ επιλέγει να στοχοποιεί αποκλειστικά την αριστερά, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα.
Η επιστροφή της συνωμοσιολογίας
Ο πολιτικός επιστήμονας Ράσελ Μιούρχεντ από το Ντάρτμουθ επισημαίνει ότι ο Τραμπ «χρησιμοποιεί τη δολοφονία Κερκ για να επανενεργοποιήσει τη ρητορική των συνωμοσιών». Σύμφωνα με τον ίδιο, η στρατηγική αυτή μετατρέπει ειρηνικούς πολιτικούς αντιπάλους σε «εχθρούς του κράτους».
Όταν ολόκληρες πολιτικές ομάδες παρουσιάζονται ως «δίκτυα εγχώριας τρομοκρατίας», ανοίγει ο δρόμος για τη νομιμοποίηση της καταστολής.
Η ρητορική αυτή έχει ήδη αρχίσει να παράγει αποτελέσματα: πολιτικοί αντίπαλοι απειλούνται με συλλήψεις, δημοσιογράφοι στοχοποιούνται, και πανεπιστήμια δέχονται πιέσεις για το περιεχόμενο των ερευνών τους.
Η ατμόσφαιρα θυμίζει περισσότερο καθεστώτα όπου η διαφωνία εξομοιώνεται με προδοσία.

Ένα άτομο που φοράει ένα μπλουζάκι σε υποστήριξη του Charlie Kirk στέκεται δίπλα σε μια αμερικανική σημαία που κρέμεται από έναν σταυρό με την επιγραφή «Ο Χριστός είναι Βασιλιάς», ενώ ένα παιδί κρατά μια πλακάτ σε υποστήριξη της ICE, κοντά στα κεντρικά γραφεία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) την ημέρα της επίσκεψης της Υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Kristi Noem, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, ΗΠΑ, στις 7 Οκτωβρίου 2025.
Η αυταρχική καμπύλη
Οι αναλυτές συγκλίνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ αξιοποιεί τον θάνατο του Κερκ αποτελεί επικίνδυνο βήμα προς την αυταρχική ολίσθηση.
Ο καθηγητής Πίτερ Σέιν του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης σημειώνει ότι «ο Τραμπ χρησιμοποιεί υπερβολική και συχνά ψευδή ρητορική για να δικαιολογήσει αντισυνταγματικές υπερβάσεις εξουσίας».
Είτε πρόκειται για την πολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης, είτε για την απειλή στρατιωτικής εμπλοκής σε αμερικανικές πόλεις, το μοτίβο είναι σαφές: η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του προέδρου και η στοχοποίηση κάθε αντιφρονούντα.
Από το πένθος στη φίμωση
Ένα μήνα μετά τη δολοφονία, η αρχική οδύνη της αμερικανικής δεξιάς έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση της σε έναν πολιτικό κυνισμό.
Ο θάνατος γεγονός που θα μπορούσε να ενώσει, χρησιμοποιείται πλέον ως εργαλείο για να διχάσει.
Ο Τραμπ παρουσιάζει τη χώρα ως πεδίο μάχης ανάμεσα σε «πατριώτες» και «προδότες», μια αφήγηση που τροφοδοτεί τη βία και απονομιμοποιεί τη διαφωνία.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι, αν αυτή η ρητορική συνεχιστεί, η γραμμή που χωρίζει τη δημοκρατία από τον αυταρχισμό θα γίνει όλο και πιο λεπτή.
Και τότε, το ερώτημα δεν θα είναι πώς πέθανε ο Τσάρλι Κερκ — αλλά πώς μια δημοκρατία άφησε τον εαυτό της να πεθάνει μαζί του.