Σύνοδος Κορυφής ΕΕ: Νόμιμη η απέλαση μεταναστών σε τρίτες χώρες – Τι αλλάζει για τα κράτη-μέλη

Σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέκυψαν από τη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2025. Σύμφωνα με ανακοίνωση της προέδρου των «Πατριωτών», Αφροδίτης Λατινοπούλου, υιοθετήθηκε νομοθετική ρύθμιση που ενισχύει και διευρύνει την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», δίνοντας στα κράτη-μέλη νέα εργαλεία για τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης.
Με τη νέα αυτή κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά τη δυνατότητα να επιστρέφει μετανάστες που εισέρχονται παράτυπα στην ΕΕ σε χώρες εκτός Ευρώπης, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «ασφαλείς», χωρίς να απαιτείται η εξέταση αιτήσεων ασύλου εντός ευρωπαϊκού εδάφους. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη θα μπορούν ευκολότερα να αποφασίζουν αν μια τρίτη χώρα πληροί τα κριτήρια ασφάλειας, επιταχύνοντας τις διαδικασίες επιστροφής.
Στο νέο πλαίσιο προβλέπεται επίσης η δυνατότητα σύναψης συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ ή μεμονωμένων κρατών-μελών και τρίτων χωρών, στις οποίες θα εξετάζονται οι αιτήσεις ασύλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι τυχόν προσφυγές ή εφέσεις κατά απορριπτικών αποφάσεων δεν θα αναστέλλουν πλέον τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Αφροδίτη Λατινοπούλου κάνει λόγο για «στρατηγικής σημασίας επιτυχία», υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη απόφαση συνιστά ουσιαστική αλλαγή στην ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική και πλήγμα στο υφιστάμενο Σύμφωνο Μετανάστευσης. Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, η ενίσχυση του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων και η προστασία της ασφάλειας των πολιτών τίθενται στο επίκεντρο.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην Ελλάδα, με τη «ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ» να υπογραμμίζει ότι οι ελληνικές θέσεις ακούγονται πλέον πιο δυνατά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κεντρικός στόχος, σύμφωνα με την ανακοίνωση, είναι ο αυστηρός και αποτελεσματικός έλεγχος των συνόρων, με έμφαση στην ασφάλεια των πολιτών και τη σταθερότητα της Ευρώπης.
Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής αναμένεται να προκαλέσουν συζητήσεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, καθώς αναδιαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ διαχειρίζεται το μεταναστευτικό ζήτημα και τις διαδικασίες ασύλου.
