Τέλος εποχής για MΙ6; – Οι πράκτορες ανήκουν στο παρελθόν;

Ως γνωστόν, από 1η Οκτωβρίου αναλαμβάνει τα ηνία της βρετανικής MI6 η Μπλέιζ Μετρεβέλι. Η 18η διευθύντρια των διαβόητων βρετανικών υπηρεσιών ξεκινάει τη θητεία της έχοντας σύμμαχό της τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό των τελευταίων 10 ετών και μια ευρύτερη εμπιστοσύνη του βρετανικού λαού στον θεσμό. Ωστόσο, η MΙ6 βρίσκεται σε ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι.
Η παραδοσιακή κατασκοπεία γίνεται ολοένα δυσκολότερη, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν πολύ περισσότερα που απαιτούν παρακολούθηση.
Τα όρια ανάμεσα στις ανθρώπινες και τις τεχνικές πληροφορίες γίνονται όλο και πιο ασαφή. Και η προσαρμογή των ανθρώπινων πρακτόρων στη ψηφιακή εποχή είναι μια δαπανηρή υπόθεση.
Έτσι, όπως αναφέρει ο βρετανικός Economist, μια από τις προκλήσεις που θα συναντήσει η Μεντρεβέλι είναι πώς θα οικοδομηθεί μια υπηρεσία που στηρίζεται σε ανθρώπους (HUMINT) για την ψηφιακή εποχή.
Οι βρετανικές υπηρεσίες, δηλαδή, στρατολογούνε πράκτορες για να κατασκοπεύουν. Κλέβουν μυστικά για τρεις σκοπούς: την προστασία της εθνικής ασφάλειας (π.χ. πώς θα προσεγγίσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν ειρηνευτικές συνομιλίες;), την οικονομική ευημερία (ποια είναι η θέση της Ινδίας στις εμπορικές διαπραγματεύσεις;) και την αντιμετώπιση σοβαρού εγκλήματος.
Κύριο έργο της είναι να ενημερώνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Έχει επίσης μια λιγότερο γνωστή εντολή να διαταράσσει απειλές, για παράδειγμα, εισάγοντας ελαττωματικά εξαρτήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Στον πυρήνα της βρίσκονται οι αξιωματικοί που στρατολογούν και χειρίζονται πράκτορες. Πολλοί εργάζονται σε πρεσβείες, παριστάνοντας τους διπλωμάτες· άλλοι ταξιδεύουν στο εξωτερικό με ψευδή ταυτότητα, χωρίς διπλωματική ασυλία σε περίπτωση αποκάλυψης.
Γύρω τους υπάρχει ένα δίκτυο άλλων αξιωματικών και ειδικών, που βοηθούν στον εντοπισμό πιθανών στόχων, στον σχεδιασμό προσέγγισής τους, στη δημιουργία στιβαρών ιστοριών κάλυψης και στη μελέτη ξένων υπηρεσιών πληροφοριών.
Είναι παλιομοδίτικη η στρατολόγηση;
Οι ακατέργαστες πληροφορίες που συλλέγονται τροφοδοτούνται στον Κοινό Οργανισμό Πληροφοριών, ο οποίος τις συνδυάζει με άλλα δεδομένα, όπως υποκλαπείσες επικοινωνίες και δημοσιογραφικές αναφορές, για να παράγει «αναφορές παντός τύπου» που παραδίδονται στον πρωθυπουργό και σε άλλους.
«Ποτέ δεν ήταν πιο δύσκολο να διαχειριστείς πράκτορες εξαιτίας του πώς φαίνονται μέσα στα big data», λέει κάποιος γνώστης των βρετανικών προσπαθειών. Το κόστος λειτουργίας της κάλυψης -όπως η δημιουργία ψευδών ταυτοτήτων ανθεκτικών στον ψηφιακό έλεγχο- έχει εκτοξευθεί από τότε που η Μετρεβέλι εντάχθηκε στην υπηρεσία το 1999. Αυτός είναι ένας λόγος που η αναλογία πληροφοριών HUMINT προς πληροφορίες σημάτων (SIGINT) που φτάνουν στους Βρετανούς αναλυτές έχει γείρει πολύ περισσότερο υπέρ των δεύτερων την τελευταία δεκαετία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η παλιομοδίτικη στρατολόγηση πρακτόρων δεν έχει πλέον σημασία, τονίζει το δημοσίευμα. Ο καταιγισμός δεδομένων για άτομα, εταιρείες και χώρες -και τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που τα φιλτράρουν- μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία εύρεσης πρακτόρων ή στοιχείων.
Ωστόσο, νόμοι και γραφειοκρατία έχουν καταστήσει συχνά ευκολότερο για ιδιώτες να χρησιμοποιούν διαθέσιμα δεδομένα από ό,τι για τις ίδιες τις υπηρεσίες.
Το 2023 η GCHQ, η βρετανική υπηρεσία SIGINT, σημείωσε ότι θα της έπαιρνε εβδομάδες να αποκτήσει τα ίδια δεδομένα για να εκπαιδεύσει ένα συγκεκριμένο μοντέλο, ενώ οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να τα κατεβάσει σε λίγες ώρες. Τον Απρίλιο ο Νόμος περί Ερευνητικών Εξουσιών του 2016 τροποποιήθηκε ώστε να διευκολύνει αυτό το πρόβλημα.
Η αποθήκευση δεδομένων, η εκπαίδευση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης και η λειτουργία τους απαιτούν τεράστια υπολογιστική ισχύ, σχεδιασμένη για εξαιρετικά απόρρητο υλικό.
Ο κίνδυνος των cloud
Τα πληροφοριακά συστήματα στις βρετανικές υπηρεσίες κατασκοπείας είναι εξίσου εύθραυστα με εκείνα άλλων κυβερνητικών τμημάτων, με νέα συστήματα να χτίζονται πάνω σε παλιά. «Ο κίνδυνος είναι οι απόρρητοι διακομιστές cloud να γίνουν η πυρηνική αποτροπή του κόσμου των πληροφοριών», λέει μια πηγή γνώστης των δημοσιονομικών συζητήσεων στο Whitehall, παραπέμποντας στο πώς οι δαπάνες για τα πυρηνικά «κανιβάλισαν» τον υπόλοιπο αμυντικό προϋπολογισμό.
Η τεχνολογική στροφή στην ανθρώπινη κατασκοπεία αναδιαμορφώνει επίσης τις σχέσεις της MI6 με τις αδελφές υπηρεσίες της. Κάθε υπηρεσία υποστήριζε ανέκαθεν την άλλη, όπωας για παράδειγμα, η MI6 παρέχοντας υλικό κωδικοποίησης στην GCHQ, και η GCHQ αξιοποιώντας αποκρυπτογραφημένα τηλεγραφήματα για τον εντοπισμό πιθανών Σοβιετικών πρακτόρων.
Όμως η σχέση είναι «πιο συνδεδεμένη από ποτέ», λέει μια πηγή που επικαλείται ο Economist. Η MI6 χρειάζεται τη GCHQ για να αποκτήσει πρόσβαση στον καταγραφέα δραστηριότητας ενός στόχου και η GCHQ χρειάζεται τη MI6 για να εισάγει συσκευές σε εξοπλισμό που προορίζεται για ιρανικό πυρηνικό εργοστάσιο.
«Υπάρχουν επιχειρήματα που λένε ότι, αν οι υπηρεσίες πληροφοριών δημιουργούνταν σήμερα από το μηδέν, δεν θα υπήρχε χωριστή υπηρεσία HUMINT και SIGINT», υποστηρίζει ο Ρόρι Κόρμακ, ειδικός στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ. «Ο οργανωτικός αυτός διαχωρισμός είναι κατάλοιπο μιας περασμένης εποχής».
Κι όμως, το ήθος του εκάστοτε αρμόδιου αξιωματικού παραμένει θεμελιώδες για τη MI6, τονίζει ο Economist. Οι περισσότεροι διευθυντές της CIA υπήρξαν στρατηγοί και ναύαρχοι, δικηγόροι και πολιτικοί. Μόνο δύο επιχειρησιακοί αξιωματικοί την ηγήθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια. Αντίθετα, η MI6 δεν έχει διοικηθεί από «εξωτερικό» πρόσωπο την ίδια περίοδο.
«Είναι μια στιγμή για τις τρεις υπηρεσίες να θυμηθούν ότι η καθεμιά έχει μοναδικό DNA», λέει ένας άλλος επαγγελματίας από την κοινότητα των πληροφοριών. «Και για το Vauxhall», προσθέτει, αναφερόμενος στην έδρα της MI6 στο νότιο Λονδίνο, «αυτό είναι η ικανότητα να χτίζει δίκτυα και να αναπτύσσει ανθρώπινους πράκτορες. Αυτό είναι το δικό της χαρακτηριστικό».