Με ιδιαίτερη λαμπρότητα εορτάστηκε η επέτειος του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου

Κυρίες και κύριοι,
σήμερα συναθροιστήκαμε εδώ για να εορτάσουμε ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός που λαμπρύνει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, την Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου από τους Τούρκους κατακτητές τον Νοέμβριο του 1866.
Η υποδειγματική και ασύγκριτη σε ηρωισμό αυτοθυσία εκείνων των ηρωικών αγωνιστών του Αρκαδίου απέβη σύμβολο αγώνα και παράδειγμα προς μίμηση για όλους όσοι αγωνίζονται με αυτοθυσία υπέρ της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Σε αυτό το σημείο επιβάλλεται να θυμηθούμε τον γνωστό στίχο από τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Το Αρκάδι, όπως και άλλες ιστορικές ιερές μονές, απέβη μία συμβολική μορφή, ένα αιώνιο σύμβολο ηρωισμού και πνευματικής υπεροχής έναντι σε κάθε τι υλικό και σε κάθε επιθυμία οποιουδήποτε ατόμου ή λαού που επιζητά τη λευτεριά και όχι την εξευτελιστική υποδούλωσή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου υπήρξε μία ηρωική πράξη και όχι μία μεμονωμένη κίνηση αντίστασης σε σχέση με τους αγώνες της υπόλοιπης Κρήτης που είχαν τη βάση τους στη Φιλική Εταιρία που συνετέλεσε και οδήγησε στην Επανάσταση του 1821. Ήταν η συνέχεια των αγώνων του κρητικού λαού που είναι από τη φύση του ανυπότακτος και δεν μπορούσε να αντέξει ούτε τη σκλαβιά ούτε τους εξισλαμισμούς που αλλοίωναν το χριστιανικό στοιχείο του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη συνεχή αυθαιρεσία της οθωμανικής διοίκησης, των Τουρκοκρητικών αγάδων και μπέηδων. Ο αγώνας των Κρητικών υπήρξε συνεχής και αμείωτος σε ένταση και έκταση, στοιχείο που καταφαίνεται από την επαναστατική δραστηριότητα των Κρητών με το κίνημα των Μουρνιδών το 1833, την επανάσταση των Χαιρέτη-Βασιλογεώργη το 1841, το κίνημα του Μαυρογένη το 1858 κ.ά. Η ιστορία έδειξε περίτρανα ότι το Αρκάδι υπήρξε η συνέχεια των αγώνων των Κρητών για εθνική ανεξαρτησία.
Όσον αφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, το 1866 η Κρήτη βρισκόταν σε μία έντονη επαναστατική δραστηριότητα, στην οποία είχε συμβάλλει αποφασιστικά η πρόσφατη προσάρτηση των νησιών του Ιονίου Πελάγους και η ελπίδα που έτρεφαν οι Κρητικοί τόσο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ότι θα μπορούσαν με την προηγούμενη και συνεχή εμπειρία τους στον κλεφτοπόλεμο και παρά τον ελλιπή τους εξοπλισμό να υπερνικήσουν τους Τούρκους κατακτητές που αριθμούσαν γύρω στους 25000 στρατιώτες. Προκειμένου να στηριχθεί και να ενισχυθεί ο αγώνας των Κρητών δημιουργήθηκε στην Αθήνα μία Επιτροπή στα τέλη του Ιουνίου που ανέλαβε το έργο της συλλογής χρημάτων με εράνους. Παράλληλα στη Σύρο ιδρύθηκε την 3η Αυγούστου 1866 μία Επιτροπή που, συνεργαζόμενη με την Κεντρική Επιτροπή της Αθήνας, ανέλαβε την αποστολή εφοδίων στην Κρήτη. Στη Σύρο είχε ανθίσει το εμπόριο που ευνοεί τη μόρφωση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δεσποτεία. Ταυτόχρονα υπήρξε και μία αντιμοναρχική κίνηση με έντονο το στοιχείο του πατριωτισμού και του κοινωνικού προσανατολισμού. Εκεί διδάσκει από το 1865 ένας Ανωγειανός δάσκαλος, ο Μανώλης Σκουλάς, ένα ανήσυχο και ζωηρό πνεύμα, ένας πραγματικός πατριώτης. Εκείνη τη χρονική στιγμή επικρατεί στο ιστορικό προσκήνιο ο κορυφαίος ευρωπαίος πολιτικός Τζουζέπε Γκαριμπάλντι που, με τη δράση του, έχει συνδράμει στην πολιτική ένωση της Ιταλίας. Κάποια στιγμή, ο πρωτότοκος γιος του Μενότι Γκαριμπάλντι έρχεται στην Ελλάδα και δημιουργεί έναν πυρήνα που ασπάζεται τις ιδέες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτός ορκίζει συνωμοτικά μία ομάδα που μετέπειτα θα παίξει καίριο ρόλο. Ο Ανωγειανός δάσκαλος σημειώνει στο ημερολόγιό του τον Νοέμβριο του 1865: «Εξετελέσαμεν δοθείσαν υπόσχεσιν» και «Εις Κρήτην πάσαν ελευθερία». Ο μετέπειτα πυρπολητής γίνεται Γαριβαλδινός. Φέρει ερυθρό χιτώνα και η δράση του εντάσσεται σε εθνικό δίκτυο. Ταυτόχρονα στη Μεγαλόνησο υπάρχει ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από πριν, καθώς η άρνηση εφαρμογής του διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν και η ανάμειξη του διοικητή της Κρήτης Ισμαήλ Πασά στο Μοναστηριακό ζήτημα υπήρξαν οι αφορμές για τον μεγάλο ξεσηκωμό του κρητικού λαού στα 1866. Στις ανατολικές επαρχίες του νησιού μορφωμένοι νέοι, όπως ο Αργυράκης, ο Γεωργιάδης και ο Βιστάκης, ζήτησαν ένα μέρος των εσόδων των εκκλησιών και των μοναστηριών να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση και τη λειτουργία των σχολείων. Με την ιδέα όμως αυτή των προοδευτικών νέων συντάχθηκαν τότε ο Στεφ. Νικολαΐδης, ο Αντ. Ξανθουδίδης, ο Σαρολίδης, ο Κούνδουρος, ο Μ. Τσουδερός, ο Κόρακας και ο Μιχάλης Σκουλάς. Ένα τμήμα της Εκκλησίας αντέδρασε σε αυτήν την πρόταση. Η επιτροπή που εκλέχτηκε για να συζητήσει το θέμα στο Πατριαρχείο δεν έφτασε ποτέ εκεί γιατί ο Ισμαήλ Πασάς συνέλαβε και φυλάκισε τα μέλη της. Τον Μάιο του 1866 έγινε η πρώτη Παγκρήτια Συνέλευση στα Μπουτσουνάρια Χανίων. Ο Σουλτάνος αρνήθηκε να δεχθεί τα αιτήματά τους. Αντιπρόσωποι των επαρχιών συγκεντρώθηκαν πάλι στο Μπρόσνερο Αποκορώνου τον Αύγουστο του 1866 και εξέδωσαν μία επαναστατική Διακήρυξη απευθυνόμενη στους Κρητικούς και στις Μεγάλες Δυνάμεις με το σύνθημα: «Ένωση ή Θάνατος». Στις 21/8/1866 κηρύχθηκε επίσημα από τη Γενική Συνέλευση στο χωριό Ασκύφου των Σφακίων η Ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα, στο ψήφισμα δε που εκδόθηκε, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αναφέρεται ότι: «η Γενική Συνέλευση των Κρητών: πρώτον, καταργεί για πάντα την Τουρκική εξουσία πάνω στην Κρήτη. Δεύτερον, κηρύσσει την αδιάσπαστη και παντοτινή ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα. Και τρίτον, την εκτέλεση του Ψηφίσματος αυτού ανέθεσε στο γενναίο λαό της Κρήτης στη συνδρομή των ομοεθνών και όλων των φιλελλήνων και στην ισχυρή μεσολάβηση των Προστάτιδων Δυνάμεων».Η Γενική Συνέλευση διόρισε αρχηγούς για τα διάφορα τμήματα του νησιού. Παράλληλα σε όλη την Κρήτη συστήθηκαν επαναστατικές επιτροπές και επαρχιακές συνελεύσεις που αποκήρυσσαν την τουρκική εξουσία. Τα ένοπλα σώματα που άρχισαν να σχηματίζονται σε όλη την Κρήτη και ήταν γνωστά με το όνομα «Κολώνες» σχηματίστηκαν στην επαρχία Σελίνου με τους οπλαρχηγούς Κριάρη και Κορκίδη, άλλα σώματα σχηματίσθηκαν σε άλλες περιοχές, όπως στην Κίσσαμο με τον Σκαλίδη, στην Κυδωνία με τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη, στον Μυλοπόταμο με τον Μιχάλη Σκουλά και στις ανατολικές επαρχίες με τους Ντεντιδάκη, Κόρακα και Ρωμανό. Η Υψηλή Πύλη, κατανοώντας ότι η Κρήτη ευρισκόταν σε απόλυτο επαναστατικό αναβρασμό, προέβη σε βιαιότητες και σε ένα οργανωμένο σχέδιο καταστολής της Κρητικής Επανάστασης στέλνοντας τον Ισμαήλ Πασά στην Κωνσταντινούπολη και αναθέτοντας τη διοίκηση του νησιού στον Μουσταφά που έφθασε στην Κρήτη στις 30 Αυγούστου του 1866. Ο νέος Τούρκος διοικητής επιδόθηκε στην εξόντωση των επαναστατών και στην αποτελεσματική καταστολή της Κρητικής Επανάστασης. Οι πρώτες του εκστρατείες προς τη δυτική Κρήτη, την Κυδωνία, Σέλινο και Αποκόρωνα ανάγκασαν τους επαναστατημένους να υποχωρήσουν ψηλότερα, οι πολεμικές δε επιχειρήσεις στην ανατολική και στην κεντρική Κρήτη που υπήρξαν καταστροφικές για τον κρητικό λαό. Συνετέλεσαν, όπως αναφέρει ο Υποπρόξενος Μπαρουξάκης στον Πρωθυπουργό Δεληγιώργη, στην υπογραφή πολλών αναφορών υποταγής από τον κρητικό λαό. Επίσης στο Ρέθυμνο, όλο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, συνεχίστηκαν οι επιθέσεις των τακτικών και των άτακτων Τούρκων απέναντι στους κατοίκους της γύρω περιοχής. Τότε έφτασε ο Μουσταφάς Πασάς στο Ρέθυμνο αφήνοντας ένα μέρος του στρατού του υπό τον Μεχμέτ Πασά στον Αποκόρωνα για να απασχολεί τους επαναστάτες του δυτικού τμήματος. Ο Μουσταφά Πασάς έστειλε από την Επισκοπή Ρεθύμνου μία επιστολή στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκη απειλώντας τον ότι, αν δεν δηλώσει υποταγή, θα προχωρούσε ενάντια στο μοναστήρι διότι το θεωρούσε έδρα του κεντρικού τμήματος και παράλληλα κέντρο φιλοξενίας γυναικόπαιδων των γύρω περιοχών. Όμως ο ηγούμενος ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στο Αρκάδι και απέρριπτε συνεχώς τις προτάσεις του Πάνου Κορωναίου να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να οργανωθεί αλλού η άμυνα, επειδή εκεί η οχύρωση ήταν ανεπαρκής. Ο κίνδυνος σε περίπτωση πολιορκίας της Μονής ήταν σοβαρός διότι δεν υπήρχε αξιόλογη οχύρωση. Η περιοχή δεν προσφέρονταν για άμυνα. Στις αρχές του Νοέμβρη του 1866 μέσα στο Αρκάδι βρίσκονταν περί τα χίλια άτομα. Από αυτούς μόνο διακόσιοι πενήντα εννέα μπορούσαν να φέρουν όπλα. Σε κάθε περίπτωση ο Πάνος Κορωναίος, αρχηγός της επαρχίας Ρεθύμνης, είχε κάνει κάποιες προτάσεις για το ενδεχόμενο πολεμικών επιχειρήσεων. «Τα γυναικόπαιδα να φύγουν γιατί θα αφήσουνε πολύ τόπο ελεύθερο και θα λείψουνε και τα κλάματα που λιγοστεύουνε το θάρρος. Οι στάβλοι γύρω από την Μονή ως είναι φοβερίζουνε πλια το Μοναστήρι παρά τον Τούρκο. Άμα μείνουν όρθιοι θα τους πιάσει ο Τούρκος και θα χτυπά με ασφάλεια. Τα λαγούμια, όταν βρεθούμε στην ανάγκη, θα αφήσουμε τον Τούρκο να σιμώσει και θα τα τινάξουμε». Όμως ο Γαβριήλ ούτε τα γυναικόπαιδα ήθελε να διώξει ούτε τους στάβλους ήθελε να γκρεμίσει. Όταν ο Κορωναίος είδε ότι ο Ηγούμενος ήταν πεισματωμένος, έφυγε από το Μοναστήρι για το Αμάρι και τον Άγιο Βασίλειο, προκειμένου να μαζέψει και άλλους επαναστάτες και όρισε Φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο. Αυτή τη χρονική στιγμή εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο δύο Ανωγειανοί, ο μεγάλος ήρωας των νεωτέρων χρόνων Μανόλης (Αναγνώστου) Βασιλείου Σκουλάς, ο οποίος μετέφερε μία επιστολή του αδελφού του Μιχάλη Σκουλά, που ήταν Γενικός Αρχηγός Μυλοποτάμου, προς τον ηγούμενο της θρυλικής Μονής Αρκαδίου συνοδευόμενος από τον Γεώργιο Κρασά. «Κι ο Γούμενος του φώναξε από το Μοναστήρι,
δεν του προδίδω του Μπουρμά ας είναι και Βεζύρης». Αμέσως τα μέλη της επαναστατικής επιτροπής πυροβόλησαν κατά των Τούρκων από την ταράτσα του Ηγουμενείου. Η πολιορκία άρχιζε. Λυσσώδης και απαράμιλλα ηρωική ήταν η αντίσταση των πολιορκουμένων κατά την πρώτη ημέρα και ιδιαίτερα αυτών που υπεράσπιζαν τα ερείσματα έξω και γύρω από τη Μονή στον ανεμόμυλο, στο δραγατοκάλυβο και στους στάβλους. Δυστυχώς όμως οι υποδείξεις του Κορωναίου αποδείχθηκαν προφητικές. Οι μαχητές στα γύρω από τη Μονή κτίσματα εξοντώθηκαν. Οι Τούρκοι είχαν ζώσει τους πολιορκούμενους σφιχτά ήδη από το πρώτο βράδυ. Ο Σουλεϊμάν Μπέης και ο γιος του Μουσταφάς Σαλή επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στην αρχή, αλλά μετά είχαν επιτυχίες.Παρά τις επιθέσεις, οι πολιορκημένοι ανθίσταντο σθεναρά, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν οι Τούρκοι να φέρουν μεγαλύτερα πυροβόλα όπλα, οπότε, πριν ξημερώσει η επόμενη ημέρα, έφθασαν τα βαριά πυροβόλα και άρχισε επίμονο πυρ. Το πρώτο βράδυ της πολιορκίας συνήλθαν στο κελί του ηγουμένου όλοι οι επιφανείς των πολιορκουμένων στο Αρκάδι, δηλαδή οι Επίτροποι, οι Οπλαρχηγοί, ο ηγούμενος και οι σύμβουλοι της Μονής για να συσκεφθούν επί του πρακτέου. Τον λόγο έλαβε ο Εμμανουήλ Μελισσιώτης που υποστήριξε ότι είναι προτιμότερο να υποστούν τον θάνατο χάριν της πίστης και της πατρίδας παρά να παραδοθούν στον εχθρό. Η πρόταση έγινε μετ’ επευφημιών δεκτή. Αυτός ο θαυμάσιος Φοδελιανός αγωνιστής, μέλος της «Συντροφιάς του Βραχασίου» και Γαριβαλδινός επίσης, ήταν ο φορέας της θαυμάσιας ιδέας της ολοκαύτωσης. Επίσης αποφασίστηκε και η αποστολή αγγελιαφόρων προς τον Κορωναίο στο Αμάρι και τους επαναστάτες στο Μυλοπόταμο. Η δεύτερη ημέρα της πολιορκίας βρήκε τους Τούρκους κύριους της κατάστασης. Η θέση των χριστιανών απέβη δυσχερέστατη διότι ο εχθρός διέθετε ισχυρό πυροβολικό. Ταυτόχρονα το πεζικό και οι ρέμπελοι πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς επιτιθέμενοι πριν ακόμα ξημερώσει. Οι βολές του τηλεβόλου που είχαν φέρει την προηγουμένη από το Ρέθυμνο, της ιστορικής «Μπουρμπάδας Κουτσαχείλας», στόχευαν αποκλειστικά τη δυτική πύλη της Μονής. Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα η πύλη γκρεμίστηκε κατά το μεσημέρι και σχηματίστηκε ευρύ ρήγμα, η μεγάλη Χαλάστρα, όπως ονομάστηκε. Από εκεί ο εχθρός ήταν έτοιμος να εισβάλλει στον περίβολο της Μονής. Η διαταγή του Μουσταφά ήταν επιτακτική. Το Αρκάδι έπρεπε να καταληφθεί οριστικά εκείνη την ημέρα. Στη δεύτερη έφοδο, από τις τρεις την ημέρα, γκρεμίστηκε από τον ισχυρό βομβαρδισμό η δυτική πύλη και αμέσως όρμησαν με μανία οι εχθροί προς την αυλή, ενώ από παντού τους χτυπούσαν οι επαναστάτες προξενώντας τους σοβαρές απώλειες. Μετά το μεσημέρι ο τακτικός στρατός που είχε κλείσει σαν λαβίδα την Μονή επιχείρησε τρεις εφόδους διαδοχικά. Οι δύο πρώτες διενεργήθηκαν από δύο τάγματα του αιγυπτιακού στρατού που προωθούνταν από τους αξιωματικούς τους με ξίφη και μαστίγια. Ο φρούραρχος Δημακόπουλος με το όπλο στο χέρι έτρεχε σε όλα τα σημεία και έδινε θάρρος στους πολεμιστές φωνάζοντας: «Και αυτή η έφοδος είναι σαν και τις άλλες». Οι Τούρκοι που ορμούσαν και έμπαιναν στην αυλή πάθαιναν μεγάλη ζημιά από τις εύστοχες βολές των αγωνιστών που είχαν πια στρέψει τα όπλα τους μέσα στα τείχη προς τον περίβολο, όπου είχε μεταφερθεί η μάχη. Ενώ οι επαναστάτες διεξήγαν τον έσχατο αγώνα να απωθήσουν τους εισερχόμενους στην αυλή εχθρούς, τα περισσότερα γυναικόπαιδα και οι ανήμποροι να πολεμήσουν έφευγαν προς την πυριτιδαποθήκη που ήταν ο προαποφασισμένος χώρος της θυσίας και της αθανασίας, άλλοι δε κατευθύνονταν προς τα κελιά για να υποταχθούν δια της παράδοσης στον νικητή ελπίζοντας στο έλεός του. «Που τη Χαλάστρα χύνουνται κι οι Τούρκοι προχωρούνε Εκεί εγίνηκε η σφαγή και σκοτωμός μεγάλος, Η ανάδειξή του Εμμανουήλ Σκουλά ως εθνικού πρωταγωνιστή, υπερέβαινε τις ανοχές δύστοκων θεσμών στο παρελθόν. Παρά τις άλλες απόψεις που κατά καιρούς προβάλλονται και τις οποίες με σεβασμό ακούμε και τιμούμε, η συλλογική κρητική μνήμη περιέθαλψε τον ρόλο του, η ιστορία τον διαφύλαξε και η ιστορική επιστήμη τον κατοχύρωσε δια ακλόνητων τεκμηρίων. Ενδεικτικά, τον Ανωγειανό δάσκαλο αναφέρουν οι κάτωθι ιστορικές πηγές ως μόνο πυρπολητή:
Επιπλέον, ευρίσκονται στο αρχείο του ιστορικού ερευνητή Γ.Α. Σκουλά τα ακόλουθα ιστορικά στοιχεία που αναμένουν την επιστημονική τους δημοσίευση.
Στοιχεία του λειψάνου του γαριβαλδινού δασκάλου αναγνώρισε μετά από μερικές μέρες στην πυριτιδαποθήκη ο αδελφός του Μιχάλης, αρχηγός Μυλοποτάμου το 1866, μόνο από τα χαρακτηριστικά κίτρινα στιβάνια που φορούσε όταν έφυγε από τα Ανώγεια. Η σύγκριση των παραπάνω ιστορικών στοιχείων είναι καταλυτική για την εξαγωγή της αλήθειας. Η αποδεικτική δύναμη των ιστορικών τεκμηρίων, εγγράφων και άλλων που εδραιώνουν την εκδοχή του Γαριβαλδινού επαναστάτη είναι ασύγκριτα ισχυρότερη. Διότι αυτά προέρχονται από δημόσιους φορείς, ιστορικά πρόσωπα, έργα τέχνης και λόγου καθώς και από εφημερίδες των ημερών του γεγονότος. Και οι αποδείξεις προέρχονται από όλη την τότε οθωμανική Κρήτη και από όλη την ελεύθερη Ελλάδα (Αθήνα, Κυκλάδες, Επτάνησα). Καθόλο τον 19ο αιώνα δεν στοιχειοθετείται πλήρως καμία άλλη εκδοχή. Εν κατακλείδι το Ολοκαύτωμα της θρυλικής Μονής Αρκαδίου μας διδάσκει ότι ο λαός μας δίνει τη ζωή του για την ελευθερία, προκειμένου να ζει ελεύθερος και να δρα με ανθρωπιά και δημοκρατικά. Ο αδούλωτος χαρακτήρας των Ελλήνων δεν μεταβλήθηκε ποτέ και έτσι δημιουργήθηκε μία ιστορία που διατηρήθηκε αλώβητη στο διάβα των χρόνων, η οποία επιβάλλεται να μνημονεύεται προς γνώση, συμμόρφωση ενθύμηση, διδαχή και έμπνευση για τις νέες γενιές που οφείλουν να δρουν αναλόγως των ηρωικών πράξεων των προγόνων τους αποβαίνοντες φωτεινό παράδειγμα και συνεχιστές της ενδόξου ελληνικής ιστορίας. |