Οι Κατσιμιχαίοι, 40 χρόνια από τα Ζεστά Ποτά και ένα μυαλό γεμάτο στίχους: Ο Σπύρος Αραβάνης έμαθε τον κόσμο μέσω των τραγουδιών

Δημοσιεύτηκε στις 02/11/2025 11:50

Οι Κατσιμιχαίοι, 40 χρόνια από τα Ζεστά Ποτά και ένα μυαλό γεμάτο στίχους: Ο Σπύρος Αραβάνης έμαθε τον κόσμο μέσω των τραγουδιών

Ήταν Απρίλιος του 1985, σε μια μουσική εποχή που είχε λίγο από όλα, έκανε την εμφάνισή του στα εγχώρια δισκοπωλεία ένα άλμπουμ που έμελλε όχι απλά να ακουστεί αλλά να γράψει τη δική του πορεία στην ελληνική μουσική σκηνή. Τα Ζεστά Ποτά μπορεί να ήταν ο παρθενικός δίσκος των αδερφών Κατσιμίχα, αλλά έμοιαζε τόσο ώριμος και αληθινός, που δεν δυσκολεύτηκε να μιλήσει στην καρδιά των νέων της εποχής – αλλά ταυτόχρονα και να μεγαλώσει τις επόμενες γενιές.

Από κοινωνικούς, αυθεντικούς και… παρεϊστικους στίχους, όμορφες μουσικές, λογική της γειτονιάς και αφιλτράριστα φωνητικά, τα Ζεστά Ποτά εκτόξευσαν τις «μετοχές» των αδερφών, μετατρέποντάς τους σε δύο από τα πιο γνωστά ονόματα της ελληνόφωνης σκηνής.

«Είναι τόσο ανθρώπινα, που τα αισθάνομαι σαν ζεστά ποτά, μέσα σε μια ύπουλα παγωμένη νύχτα του χειμώνα. Δεν είναι απλώς ελληνικά τραγούδια. Είναι τραγούδια που φανερώνουν ελληνικές υπάρξεις που χύνονται στη γλυκύτητα του τραγουδιού της ανθρώπινης φυλής» είχε γράψει ο Μανώλης Ρασούλης, που έκανε την παραγωγή του άλμπουμ.

Και τέσσερις δεκαετίες μετά, τα Ζεστά Ποτά αποκτούν μια «δεύτερη ζωή» μέσα από το βιβλίο του Σπύρου Αραβάνη. Μέσα σε 176 σελίδες, ο συγγραφέας αναβιώνει την πορεία της δημιουργίας του δίσκου, μπαίνει στις ζωές και το μυαλό των αδερφών Κατσιμίχα, μαθαίνει ιστορίες, μιλάει με τους δημιουργούς του – βλέπει πίσω από τους στίχους και τους ήχους του άλμπουμ.

Ένα βιβλίο που αποδείχθηκε αρκετό για να έχουμε μια γρήγορη, αλλά όμορφη συζήτηση με τον Σπύρο Αραβάνη.

Πότε σας ήρθε η έμπνευση να γράψετε ένα βιβλίο για τα Ζεστά Ποτά των Κατσιμιχαίων;

Όταν διάβασα το βιβλίο που έγραψε η καλή μου φίλη, δημοσιογράφος-στιχουργός Φωτεινή Λαμπρίδη για τον δίσκο του Σωκράτη Μάλαμα, «Λαβύρινθος», στο πλαίσιο της σχετικής σειράς επίτομων «βιογραφιών» δίσκων από τις εκδόσεις Οξύ. Είπα τότε μέσα μου: «Θέλω και εγώ!». Σαν το παιδάκι που θέλει να αποκτήσει και το ίδιο, τη χαρά του παιχνιδιού των άλλων.  Ο πρώτος, λοιπόν, δίσκος που μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό ήταν τα «Ζεστά Ποτά».

Ποιος ο λόγος που επιλέξατε και ξεχωρίσατε το συγκεκριμένο άλμπουμ από εκείνη τη χρονιά;

Υπάρχει ένας συναισθηματικός και ένας «ακαδημαϊκός» λόγος. Ο πρώτος έχει να κάνει με όλα αυτά τα βιώματά μου που συνδέονται με τα τραγούδια του δίσκου. Αν δεν υπήρχαν αυτά, ο δεύτερος λόγος, η «επιστημονική», δηλαδή, διερεύνηση, της ιστορίας ενός δίσκου που έχει περάσει στο DNA μας, και που όχι μόνο εκείνη τη χρονιά που κυκλοφόρησε, αλλά και για τα επόμενα χρόνια είναι σημείο αναφοράς για την εγχώρια τραγουδοποιία μετά το ‘80, θα ήταν λειψός. Γιατί μιλάμε για τραγούδια, όχι για εργαστηριακό πείραμα κοινωνικής έρευνας.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε σε αυτό σας το εγχείρημα;

Όταν γράφεις την ιστορία εμβληματικών δίσκων ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μη συσχετιστεί η ιστορία τους με την ιστορία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Να γράψεις για αυτούς με τον σημερινό σου εαυτό, είτε ως ακροατής είτε ως μελετητής τους. Για το λόγο αυτό προσπάθησα να παρουσιάσω όσο γίνεται πιο εμπεριστατωμένα και συμπυκνωμένα το κλίμα εκείνης της εποχής (πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό). Όσον αφορά τον δεύτερο κίνδυνο που ελλοχεύει σε ανάλογες περιπτώσεις, τα ανακριβή, δηλαδή, βιογραφικά δεδομένα και τις ελλειμματικές ή διαστρεβλωμένες μαρτυρίες τρίτων, ευτυχώς, αυτός εξ αρχής αποφεύχθηκε. Και αυτό οφείλεται στον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα που ήταν παρόντες με συγκινητική γενναιοδωρία σε ό,τι χρειάστηκα.

YouTube thumbnail

Ποια ήταν η πιο ωραία ιστορία που μάθατε ενώ γράφατε για τα Ζεστά Ποτά;

H πιο ωραία ιστορία που έμαθα και μαθαίνω είναι ότι οι ακροατές-φίλοι του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα έχουν εξαιρετικά συγκινητικές βιωματικές ιστορίες να διηγηθούν για αυτά. Αν το τραγούδι –ή η τέχνη γενικά- δεν σε συντροφεύει στην καθημερινότητά σου, δεν έχει συνδεθεί με το «είναι» σου, αν δεν έχεις μια ιστορία να διηγηθείς που να υπάρχει μέσα και αυτό, τότε δεν είναι τραγούδι, δεν είναι τέχνη, αλλά φευγαλέο μέσο εκτόνωσης. Θυμάμαι πάντα αυτό το συνταρακτικό που μου είχε πει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, σε μια συνέντευξή μας, για τον πατέρα του, τον ζωγράφο-ποιητή Άντη Ιωαννίδη: «Όταν ο πατέρας μου ήταν εικοσιενός χρονών, είχε πάει στο Λονδίνο για να εργαστεί. Κι ενώ κυριολεκτικά δεν είχε να φάει, έδωσε όλα του τα χρήματα για να βγάλει ετήσιο εισιτήριο διαρκείας για τους συναυλιακούς χώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει σε κώμα εικοσιεννιά μέρες από ασιτία».

Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι από το συγκεκριμένο άλμπουμ και γιατί;

Το κάθε τραγούδι έχει τη δική του ιστορία μέσα στην προσωπική μου ιστορία. Οι αναμνήσεις, για παράδειγμα,  από τα προεφηβικά πάρτυ ακούγοντας το casio πιανάκι στη «Ρίτα» και η μετατόπιση του εφηβικού μου άξονα ακούγοντας τον «Φάνη», κατέχουν την ίδια θέση μέσα μου γιατί «χρειαζόμουν» εξίσου και τους δύο αυτούς «χαρακτήρες». Ή ο στίχος: «Μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, που δεν είναι συνήθεια μοναχά». Το ξόρκι μου, μέχρι σήμερα.

Πώς βλέπετε την ελληνική δισκογραφία σήμερα; Ποιο είναι αυτό που σας αρέσει και ποιο που σας ενοχλεί περισσότερο;

Ο όρος «ελληνική δισκογραφία» λειτουργεί, πλέον ως σχήμα λόγου. Οι έχοντες τον οβολό μπορούν να δημιουργήσουν σε καλύτερες συνθήκες από όσους ψάχνουν εναγωνίως τον τρόπο. Το αισθάνομαι αυτό ως μια κοινωνική ανισότητα.

Παλαιότερα θα μου πεις, οι καλλιτέχνες ήταν πλούσιοι; Όχι, δεν ήταν όλοι, φυσικά. Τουλάχιστον, όμως μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους έναν αξιοπρεπή τρόπο -μέσω της εταιρείας- να ηχογραφήσουν. Χρειάζεται άραγε το πλαίσιο (παραγωγός, μουσικοί, στούντιο, εταιρεία κτλ) για να γίνει καλό ένα τραγούδι αν δεν έχει καλή την πρωταρχική μαγιά; Χρειάζεται γιατί δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο. Και ούτε όλοι ικανοί για όλα. Αυτό, όμως, που το βρίσκω σήμερα ιδιαίτερα σημαντικό είναι πως υπάρχουν πολλές μουσικές «φυλές» που ζουν αόρατα από τα mainstream μέσα ενημέρωσης και έχουν φτιάξει τους πυρήνες τους και περνάνε υπέροχα και ενίοτε και μαζικά. Έχουμε σπουδαίους νέους μουσικούς, εξαιρετικούς «παίκτες», σε ποικίλα και ετερόκλητα μουσικά όργανα.

Μου λείπει, όμως, το σύγχρονο αφηγηματικό τραγούδι, που φτιάχνει μια ιστορία. Πολλή φιλοσοφία, πολύς υπερρεαλισμός, πολύς διδακτισμός, πολλή αποσπασματικότητα εικόνων, πολύς ρέοντας λόγος -βλέπε ραπ-, αλλά μια τραγουδίσιμη ιστοριούλα, με πλοκή και χαρακτήρες, δεν εμφανίζεται τόσο συχνά. «Ο Γιάννης ο φονιάς», ας πούμε. Υπάρχει σήμερα στα τραγούδια είτε σκέτα «ο Γιάννης», είτε σκέτα «ο φονιάς».

Είναι γνωστή η αγάπη σας και η σχέση σας με τη μουσική. Τι σημαίνει για εσάς η μουσική στην καθημερινότητα και στη ζωή σας;

Όπου κι αν βρίσκομαι, σε όποια συνθήκη κι αν είμαι, αν τύχει να ακούσω ένα αγαπημένο μου τραγούδι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενεργοποιηθεί το συναίσθημά μου και να μην λειτουργήσω σε καθεστώς ημί-διαμονής στον χώρο. Σαν να είναι το ένα μου αυτί σε αυτό, ακόμα και αν έχω ακούσει το τραγούδι χιλιάδες φορές, και το άλλο μου αυτί να προσπαθεί να διαχειριστεί την πραγματικότητα. Σκέφτομαι καμιά φορά χαριτολογώντας πως αν ανοίξουν το κεφάλι μου, θα ξεχυθούν εκατοντάδες στίχοι και όχι μνήμες ή γνώσεις. Μέσω των τραγουδιών έμαθα τον κόσμο.

Ο σπουδαίος νομπελίστας συγγραφέας, Χάϊνριχ Μπελ, είχε πει σε μια συνέντευξή του: «Συγκρίνοντας κανείς ένα βιβλίο ιστορίας μ’ ένα καλό μυθιστόρημα που έχει γραφτεί την ίδια περίοδο, θα βρει στο δεύτερο πολύ περισσότερες όψεις της πραγματικότητας απ’ όσες στο πρώτο. Τα ιστορικά βιβλία προσφέρουν τις βασικές γραμμές, τα γεγονότα, αλλά αποσιωπούν τις λεπτομέρειες που δικαιολογούν τα όσα συνέβησαν. Ο ιστορικός βάζει στο ίδιο τσουβάλι φαινόμενα που έχουν μικρές ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Κανονικά οι διαφορές αυτές δεν θα έπρεπε να χάνονται, γιατί αναδεικνύουν την πολυμορφία μιας πραγματικότητας. Κι αυτήν την πολυμορφία καλείται να υπηρετήσει το μυθιστόρημα κι ο μυθιστοριογράφος». Το ίδιο, για μένα, έκαναν και κάνουν τα τραγούδια.

YouTube thumbnail

Ζούμε σε μια περίοδο που η Τεχνητή Νοημοσύνη «εισβάλει» όλο και περισσότερο στον κόσμο των τεχνών – και φυσικό σε αυτόν της μουσικής. Ποια είναι η γνώμη σας για την ΑΙ και την Τέχνη;

Το πρώτο και κύριο είναι να αναφέρεται ότι ένα έργο είναι αποτέλεσμα Τεχνητής Νοημοσύνης. Ένας κωμικός είχε πει κάποτε: «Όλη μέρα είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε σε ένα robot ότι δεν είμαστε robots». Αυτό γιατί να μη μας το λέει; Δεν με ενδιαφέρει, δηλαδή, αν ένα έργο είναι προϊόν της ΑΙ, αλλά να δηλώνεται. Να γνωρίζουμε. Έχουμε ως ακροατές, ως αναγνώστες, ως θεατές το δικαίωμα της γνώσης. Από εκεί και πέρα, δεν με γοητεύει το γεγονός ότι μπορεί να προκύψουν αριστουργήματα μέσω ΑΙ. Οι ανθρώπινες ρωγμές στα έργα συνεχίζουν να μου φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες.

* Το βιβλίο του Σπύρου Αραβάνη «Ζεστά Ποτά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ

© Πηγή: In.gr


Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook