Πέθανε ο σπουδαίος σχεδιαστής μόδας Ντίμης Κρίτσας – Είχε ντύσει μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου

Ηταν ένας θρυλικός σχεδιαστής μόδας. Θρυλική ήταν και η ζωή του.
Ο Ντίμης Κρίτσας πέθανε την Παρασκευή πλήρης ημερών.
Ηταν ένας θρυλικός σχεδιαστής μόδας. Θρυλική ήταν και η ζωή του.
Πριν περίπου 10 χρόνια, μία σύνοψη της μέχρι τότε ζωής του, επιχείρησε στα ΝΕΑ η Πέπη Ραγκούση.
Εγραφε τότε:
«Ο Ντίμης Κρίτσας είναι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Αν υποθέσουμε ότι τύχη είναι να βρίσκεσαι στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Και εκείνος βρέθηκε και έζησε σε πόλεις και κοινωνίες την περίοδο της απαστράπτουσας ακμής τους, έστω και αν φωτίζονταν από την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Οπως για παράδειγμα εκείνα τα χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν ένα νεοϋορκέζικο κλαμπ, το Studio 54, έγραφε ιστορία ως το ιερό τέμενος μιας αχαλίνωτης κοινωνίας που ζούσε το δικό της στρίψιμο της βίδας, ένα σουρεαλιστικό «μυθιστόρημα» με πολύ σεξ, ντραγκς και ντίσκο αντί για ροκ ‘ν’ ρολ.

Το πρώτο του μυθιστόρημα –γιατί ποτέ δεν είναι αργά να γίνει κάποιος συγγραφέας –ήταν και η αφορμή για να συναντήσω τον Ντίμη Κρίτσα. Το «Εγκλήματα στο Μανχάταν» (εκδ. Φερενίκη) δεν προκαλεί το ενδιαφέρον τόσο για τη λογοτεχνική του αξία όσο για την ατμόσφαιρα που αναβιώνει.
Πάθη, σεξ και ναρκωτικά σε έναν κόσμο που μοιάζει να διαισθάνεται το τέλος του, με φόντο το θρυλικό κλαμπ. Ο Κρίτσας τον ξέρει πολύ καλά αυτόν τον κόσμο από μέσα. Μη σας πω ότι συνέβαλε και στη δημιουργία του…
«Θυμάμαι την ημέρα που μας πήρε τηλέφωνο μια φίλη και μας είπε να πάμε να δούμε ένα θέατρο που ο Στιβ (Ρούμπελ) ήθελε να νοικιάσει για να το κάνει κλαμπ» θυμάται. «Μπήκα δηλαδή στο Studio 54 πριν γίνει Studio 54… Ηταν πολύ κοντά στο σπίτι μου και πεταγόμουν εκεί κάθε μέρα.
Μάλιστα έμπαινα από μία πλαϊνή πόρτα για να μην περνάω μπροστά από την ουρά… Ακόμη δεν μπορώ να πω πού οφείλεται η επιτυχία του. Ισως στο ότι μπορούσες να δεις εκεί μέσα τους πάντες. Από τραβεστί μέχρι γυναίκες υπουργών και από σταρ που δεν τους έβλεπες πουθενά αλλού μέχρι κοσμικούς “μαϊντανούς”. Αλλά μπορούσες να δεις και τα πάντα. Από ναρκωτικά, χωρίς τα οποία δεν άρχιζε η διασκέδαση, μέχρι ό,τι… δεν μπορείς να φανταστείς. Ακόμη, ο κόσμος που πήγαινε εκεί ήταν παράξενος. Ή εκεί μέσα φέρονταν παράξενα. Για παράδειγμα, ο Αντι Γουόρχολ όλη την ημέρα δούλευε με τα ωραιότερα κορίτσια της Νέας Υόρκης.

Στο Studio 54 ερχόταν μόνο με τραβεστί… Αν με έχει σοκάρει κάτι; Το ότι ο κόσμος δεν σοκαριζόταν. Εβλεπες ένα ζευγάρι με φράκο και μακριά τουαλέτα και δίπλα ένα άλλο ζευγάρι να κάνει σεξ με τους πιο ακραίους τρόπους και στάσεις. Εννοώ μπροστά στα μάτια όλων… Οποιος όμως σοκαριζόταν ήταν δικό του πρόβλημα. Αν αποφάσιζες να μπεις θα έπρεπε να ήσουν έτοιμος να δεις τα πάντα».
Η εξουσία της ομορφιάς
Δεν πέρασε όμως… τυχαία έξω από το περίφημο κλαμπ. Ηταν απλώς μία στάση, και όχι η πιο εντυπωσιακή, σε μια προκαθορισμένη πορεία φαντασμαγορικής ζωής. Σήμερα, στα 80 του, θυμάται –δεν αναπολεί, «η αναπόληση είναι για τους αποσυρμένους» λέει –κομμάτια και αποσπάσματα αυτής της πορείας, κάνοντας συχνά σχόλια στα γαλλικά ή στα αγγλικά –και σου δίνει την εντύπωση ότι ζει στη δική του κάψουλα. Σε μια κάψουλα όπου οι γυναίκες μυρίζουν υπέροχα και το μουρμουρητό από το σιφόν φουστάνι τους προαναγγέλλει τον ερχομό τους, οι άντρες φοράνε μεταξωτές γραβάτες και ποσέτ, ακόμη και αν τις χαλαρώνουν από την αρχή της βραδιάς, και όπου όλοι είναι όμορφοι και πλούσιοι λες και έχουν ξεφύγει από τα σετ του Μεγάλου Γκάτσμπι.

Αλλωστε ο ίδιος λέει ότι για να περάσεις την πόρτα του Studio 54 –μήπως και της ζωής γενικότερα; –θα έπρεπε να ήσουν ή πολύ διάσημος ή πολύ όμορφος. «Ο Στιβ καθόταν στην είσοδο σε ένα σκαμνάκι και, από την τεράστια ουρά, έβαζε μέσα όποιον ήταν ωραίος κι ας μην τον ήξερε καθόλου»…
Γόνος μεγαλοαστικής αθηναϊκής οικογένειας, ο Ντίμης Κρίτσας βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στο Παρίσι όπου τον έστειλαν οι γονείς του για σπουδές και μετά για διπλωματική καριέρα. «Ε, μόνο απέξω το είδα το πανεπιστήμιο!» θυμάται σήμερα. «Αρχισα την κουτίρ και δεν την άφησα ποτέ».
Στην αρχή δούλεψε στο σπουδαίο ατελιέ του Κριστομπάλ Μπαλεντσιάγκα και μετά στου Ζακ Φαθ… Και τον ακούω εγώ τώρα να μιλάει για τον Κοκτό και τη Σανέλ σαν να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. «Μια μέρα με ρώτησε ο Κοκτό αν θα ήθελα να γνωρίσω τη Σανέλ. “Σαν τρελός” του είπα και βρεθήκαμε στο απαρτμάν της στη rue Cambon, όχι στη σουίτα του Ριτζ όπου έμενε συνήθως. Ισα ίσα που με ρώτησε πού δουλεύω, της είπα και μου απάντησε: “Α, πολύ ωραία”. Ηταν φοβερά σνομπ, καθόλου όμορφη, ωστόσο δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Στην επόμενη συνάντησή μας ασχολήθηκε λίγο περισσότερο μαζί μου… Είχε τρέλα με την Απω Ανατολή. Και όταν σου μιλούσε ήταν σαν να σε ψηλάφιζε, σαν να σου έκανε ψυχανάλυση».
Ηταν θέμα τύχης
Με τα «προικιά» του Παρισιού επέστρεψε στην Αθήνα, έκανε το ατελιέ του και το όνομά του διάσημο και έζησε τη χρυσή εποχή της αθηναϊκής χάι σοσάιτι, την «εποχή της Αθηναίας», όπως λέει ο ίδιος.
Η Ελίζαμπεθ Αρντεν, ιδρύτρια του ομώνυμου οίκου καλλυντικών και ειδών πολυτελείας, ήταν η αιτία που πήγε στη Νέα Υόρκη το 1964 και έμεινε εκεί για πάντα.
«Είχε παραγγείλει για το μαγαζί της, στην 5η Λεωφόρο μια ολόκληρη συλλογή μου. Στο πρώτο μας ραντεβού μάλιστα είχε πάει στον οφθαλμίατρο και μία φίλη μου έλεγε “ώρα είναι να μην μπορεί να δει τα ρούχα”. Ε, αυτό ήταν! Από τότε έμεινα εκεί για πάντα, μέχρι σήμερα που πηγαινοέρχομαι. Εξ αποστάσεως έκλεισα το ατελιέ μου στην Αθήνα».
Στη Νέα Υόρκη ο Κρίτσας έντυσε κάποιες από τις πιο διάσημες και ωραίες γυναίκες του πλανήτη όπως τη Λάνα Τάρνερ, τη Χέντι Λαμάρ, τη Μελίνα Μερκούρη, που ήταν και εξαδέλφη του, αλλά και τη Λίλιαν Γκις όταν τιμήθηκε με Οσκαρ. Εζησε την ξέφρενη ακμή της πόλης αλλά και την παρακμή της όταν το AIDS έβαλε τέλος σε αυτό το πανηγύρι των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Ειδε το 1981 να μπαίνει λουκέτο στο Studio 54, για φορολογικούς λόγους, παρά τα 33 εκατ. δολάρια καθαρό κέρδος την πρώτη χρονιά της λειτουργίας του, και τους περισσότερους φίλους του να πεθαίνουν από την αρρώστια.
Οπως και ο ίδιος ο Ρούμπελ, το 1989. «Από μια γεμάτη ατζέντα είναι ζήτημα αν στο τέλος έμειναν είκοσι ονόματα… Ποτέ δεν κατάλαβα πώς τη γλιτώσαμε, όσοι τη γλιτώσαμε, από το ΑIDS. Ηταν just a luck…».
Πηγή: tanea.gr