Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα: Κι όμως αυξάνεται, πιο γρήγορα από τους μισθούς

Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται ένα από τα «αγκάθια» της ελληνικής οικονομίας.
Όπως τονίζει το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας της Ελλάδας, η παραγωγικότητα της εργασίας αποκλίνει σημαντικά και επίμονα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Το χάσμα δεν γεφυρώνεται, μολονότι η παραγωγικότητα στη χώρα μας μετά την πανδημία αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι στην ΕΕ.
Καμπανάκι για την παραγωγικότητα
Η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ο βασικός λόγος που δεν αυξάνονται αρκετά οι μισθοί. Αυτό φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκπρόσωποι των εργοδοτικών φορέων.
Καμπανάκι για την χαμηλή παραγωγικότητα χτύπησε άλλη μια φορά και ο εθνικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας. Όπως είπε σε πρόσφατη ομιλία του «μολονότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την κρίση, η παραγωγικότητα εξακολουθεί να υστερεί παρά την πρόσφατη αύξησή της».
H διαπίστωση είναι ορθή. Όμως την ίδια στιγμή συμβαίνει και κάτι άλλο, το οποίο πλην εξαιρέσεων, ελάχιστοι αναδεικνύουν: Στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ταχύτερα από τους μισθούς.

Το κενό παραγωγικότητας-ωρομίσθιου είναι υψηλό στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας
Η παραγωγικότητα αυξάνεται, το ωρομίσθιο μειώνεται
Το χάσμα μεταξύ παραγωγικότητας και μισθών, εις βάρος των δεύτερων, αναδεικνύουν τουλάχιστον δύο σημαντικές οικονομικές μελέτες.
Καταρχάς, η φετινή ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, διαπιστώνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε μια σειρά κλάδους μεταξύ 2019-2024. Η παραγωγικότητα ενισχύθηκε θεαματικά στον κλάδο των Κατασκευών (52,2%), της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (20%) και στις Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (45,4%). Στην Μεταποίηση και στις Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 15% και 17% αντίστοιχα. Η παραγωγικότητα μειώθηκε μόνο στην περίπτωση του αγροτικού τομέα.
Το κενό παραγωγικότητας-ωρομισθίου είναι υψηλό στους περισσότερους κλάδους, υπερβαίνονταις στην πλειονότητά τους το 10%
Σε πλήρη αντίθεση, το πραγματικό ωρομίσθιο στο ίδιο διάστημα μειώθηκε στους περισσότερους κλάδους. Στις Κατασκευές και στις Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες μειώθηκε κατά 19,9% και 19,7% αντίστοιχα. Στη Μεταποίηση έμεινε στάσιμο, ενώ στον κλάδο του Εμπορίου, μεταφορών, εστίασης και παροχής καταλυμάτων μειώθηκε κατά 10,6%. Συνολικά, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%, δημιουργώντας ένα κενό παραγωγικότητας-ωρομισθίου ύψους 5,9%.
Τι θα μπορούσε να έχει γίνει
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 5,9% επιπλέον διατηρώντας σταθερή τη διανομή εισοδήματος μεταξύ μισθών και κερδών. Αυτό όμως που συνέβη είναι η ενίσχυση του μεριδίου κερδών. Το κενό παραγωγικότητας-ωρομισθίου είναι υψηλό στους περισσότερους κλάδους, υπερβαίνοντας στην πλειονότητά τους το 10%.
Σημαντικοί κλάδοι όπου το κενό είναι σχετικά μικρό είναι αυτοί στους οποίους το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε, δηλαδή στους κλάδους της Πληροφορίας και επικοινωνίας και στις Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες.

Η μεγέθυνση της παραγωγικότητας υπερβαίνει τους μισθούς στην πλειονότητα των κλάδων της οικονομίας – πηγή: Β. Μισσός – ΚΕΠΕ
Χάσμα παραγωγικότητας – μισθών
Την έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επιβεβαιώνει η πρόσφατη μελέτη του οικονομολόγου Βλάσση Μισσού για το χάσμα παραγωγικότητας -μισθών.
Η μελέτη εξετάζει την πορεία της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα (εκτός του αγροτικού και δημόσιου τομέα), σε πραγματικούς – αποπληθωρισμένους όρους.
Προκύπτει ότι ειδικά από την πανδημία και μετά, το χάσμα παραγωγικότητας-μισθών ανά ώρα εργασίας είναι θετικό σε όλους τους κλάδους, εκτός από το λιανεμπόριο. Δηλαδή η παραγωγικότητα αυξάνεται ταχύτερα από το μέσο δεδουλευμένο ωρομίσθιο. Σε μακροχρόνια κλίμακα, την περίοδο 1995-2023, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ταχύτερα από τους μισθούς σε 29 από τους 55 κλάδους του επιχειρηματικού τομέα.

Γιώργος Αργείτης – Επιστημονικός Διευθυντής ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Γιώργος Αργείτης – ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Η παραγωγικότητα είναι πολυπαραγοντικό μέγεθος
«Η παραγωγικότητα είναι ένα πολυπαραγοντικό μέγεθος» δηλώνει στο in ο Γιώργος Αργείτης, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
« Συνδέεται με τις δεξιότητες των εργαζομένων και κατά πόσο αξιοποιούνται και με την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Έχουμε δείξει μια σειρά δημοσκοπήσεων ότι το burn out μειώνει την παραγωγικότητα. Συνδέεται επίσης με το κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας, με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή, με την ποιότητα της επιχειρηματικότητας, με τις σύγχρονες οργανωτικές μεθόδους. Όταν λέμε να αυξηθεί η παραγωγικότητα δεν εννοούμε να αυξηθεί η εντατικοποίηση της εργασίας, αλλά να αυξηθούν όλα τα προαναφερόμενα».
Όπως μας λέει ο κ. Αργείτης, σύμφωνα με τα ευρήματα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η παραγωγικότητα σε μια σειρά από κλάδους αυξάνεται πάνω από τον πραγματικό μισθό. Ως αποτέλεσμα το πραγματικό προϊόν αναδιανέμεται εις όφελος του επιχειρηματία-εργοδότη και εις βάρος των εργαζομένων.
Η άνιση αυτή διανομή του εισοδήματος μεταφράζεται σε περιορισμό του μεριδίου μισθών και αύξηση του μεριδίου κερδών. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα έχουμε από τα χαμηλότερα μερίδια μισθών στο ΑΕΠ και τα υψηλότερα μερίδια κερδών.

Βλάσης Μισσός – ερευνητής στο ΚΕΠΕ, διδάσκων πολιτικής οικονομίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ
Βλάσσης Μισσός – ΚΕΠΕ: «Η διανομή του παραγόμενου προϊόντος είναι εξαιρετικά στρεβλή»
«Το χάσμα παραγωγικότητας-μισθών στην Ελλάδα (productivity-wage gap), είναι θετικό σε ένα εύρος ετών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η παραγωγικότητα στην Ελλάδα πηγαίνει καλά. Υπολειπόμαστε σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Όμως οι μισθολογικές αυξήσεις είναι πολύ μικρότερες από την υπόλοιπη Ευρώπη και το χάσμα συνεχώς διευρύνεται», μας λέει ο οικονομολόγος Βλάσης Μισσός.
Πράγματι, ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, ανά εργαζόμενο, σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (PPS) εμφανίζεται χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η αύξησή του, το διάστημα 2018-2023 είναι μόλις 7%, όταν για την ΕΕ των 27 ο μέσος όρος των αυξήσεων υπολογίζεται σε 19%.
Σύμφωνα με τον κ. Μισσό, οι τάσεις αυτές συνδέονται με την αλλαγή στο αναπτυξιακό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο από το 2020 και μετά άλλαξε σημαντικά, εις βάρος της μισθωτής εργασίας.
«Πλέον τουλάχιστον το 70% των εργαζομένων εργάζεται σε κλάδους με θετικό χάσμα παραγωγικότητας – μισθών. Αυτό δεν έχει καταγραφεί τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Γίνεται μια εξαιρετικά στρεβλή διανομή του προϊόντος που παράγεται στην ελληνική οικονομία», καταλήγει ο οικονομολόγος του ΚΕΠΕ.