Πώς ο Ζοχράν Μαμντάνι έφτιαξε νικηφόρο συνασπισμό μιλώντας για πραγματικά προβλήματα

Ο πραγματικός θρίαμβος του Ζοχράν Μαμντάνι ήταν όταν κατάφερε να κερδίσει τις προκριματικές εκλογές για τον Δημοκρατικό υποψήφιο δήμαρχο της Νέας Υόρκης. Γιατί με τα ιδιαίτερα δημογραφικά και εκλογικά δεδομένα της μεγαλύτερης πόλης των ΗΠΑ, αυτό άνοιγε τον δρόμο για τη δημαρχία. Και το κατάφερε απέναντι στον εκπρόσωπο μιας πολιτικής δυναστείας με δεσμούς με τις οικονομικές ελίτ, που μπορεί να είχε το στίγμα των κατηγοριών για σεξουαλική κακοποίηση αλλά δεν έπαυε για τη Νέα Υόρκη να είναι ένα household name, την ώρα που ο Μαμντάνι ήταν πρακτικά άγνωστος.
Όμως, ο Μαμντάνι από την αρχή κατάφερε να οικοδομήσει μια δυναμική νίκης. Καταρχάς μπορεί να μην είχε την οικονομική επιφάνεια άλλων υποψηφίων, είχε όμως μηχανισμό. Στο οποίο επίπεδο της Νέας Υόρκης οι Democratic Socialists of America, η οργάνωση στην οποία συμμετείχε, έχει μια ιδιαίτερα μαχητική, νεαρή σε ηλικία και αποτελεσματική οργανωτική βάση. Άρα είχε αυτούς οι οποίοι θα πήγαιναν όντως πόρτα-πόρτα. Έπειτα, είχε ένα σαφές πρόγραμμα για μια πόλη που μπορεί να αποτελεί το σημείο αναφοράς του παγκόσμιου πλούτου, όμως εξακολουθεί να έχει μια μαζική εργατική τάξη, συχνά μεταναστευτικής καταγωγής, μια μεσαία τάξη που αισθάνεται ολοένα και πιο πιεσμένη από την έκρηξη κόστους ζωής, ανοιχτές μεγάλες μάχες σε ζητήματα gentrification, δημόσιων μεταφορών, δημόσια εκπαίδευσης. Και βέβαια μπορούσαν στο πρόσωπό του να αναγνωρίζονται διαφορετικές κατηγορίες: οι νέοι, ιδίως οι πτυχιούχοι, που έχουν ένα ακόμη πιο δύσκολο μέλλον, οι μετανάστες και οι άνθρωποι μεταναστευτικής καταγωγής που ζουν με τον τρόμο των επιχειρήσεων-«σκούπα» που κάνουν οι πράκτορες του ICE, οι μουσουλμάνοι σε ένα περιβάλλον ισλαμοφοβίας, αλλά και ταυτόχρονα κατόρθωνε να εμπνέει ακόμη και αυτούς που παραδοσιακά θα τους απωθούσε η ιδέα ενός μουσουλμάνου σοσιαλιστή γιατί έβλεπαν κάποιον που θα μπορούσε να ασχοληθεί με πραγματικά προβλήματα.
Βοηθήθηκε σε αυτό από το γεγονός ότι σε μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη τα επίδικα ήταν σημαντικά και είχε να πει πράγματα που αφορούσαν την καθημερινόητα των πολιτών: το μεγαλύτερο σύστημα δημόσιων μεταφορών στις ΗΠΑ, ένα εκτεταμένο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και το ανοιχτό ερώτημα εάν θα διατηρηθούν και επεκταθούν οι μορφές κοινωνικής κατοικίας, έστω και με τη μορφή του affordable housing, σε μια πόλη που συχνά μοιάζει με μια διαρκή στεγαστική φούσκα.
Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Μαμντάνι κατάφερε να διατηρήσει και να διευρύνει την εκλογική του βάση, παρά το γεγονός ότι ουκ ολίγοι επώνυμοι Δημοκρατικοί δεν τον στήριξαν και αυτό αφορούσε και τα Μέσα Ενημέρωσης και βεβαίως αντιμετώπισε και τη συστηματική συκοφαντία περί αντισημιτισμού εξαιτίας της φιλοπαλαιστινιακής στάσης, άλλωστε ένα μέρος της αμερικανών Εβραίων αρνούνται να ταυτιστούν με τις γενοκτονικές πολιτικές της ισραηλινής δεξιάς. Και βέβαια είχε ένα σαφές μήνυμα για μια πόλη δικαιότερη που να δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στους εργαζομένους πολίτες της παρά στην οικονομική ολιγαρχία. Και αυτό το μήνυμα κατάφερε να το περάσει αξιοποιώντας όχι μόνο την ψηφιακή σφαίρα και μια «φρέσκια εικόνα», αλλά πρωτίστως μια εντυπωσιακή κινητοποίηση εθελοντών που μπόρεσαν να χτυπήσουν ένα εκατομμύρια πόρτες και να μιλήσουν για προβλήματα που αφορούσαν τους ανθρώπους.
Η νίκη του προφανώς έχει μια ιστορική σημασία, ιδίως από τη στιγμή ακόμη και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε να τον χτυπήσει παραμονές των εκλογών, αλλά και γιατί στην πραγματικότητα επαναφέρει το ερώτημα εάν οι Δημοκρατικοί πρέπει πάντα να πηγαίνουν σε πιο δεξιές θέσεις για να κερδίσουν, ή εάν στην πραγματικότητα μια πιο μαχητική στάση θα μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες εκλογής. Και μπορεί η Νέα Υόρκη να μην είναι ένας καθρέφτης όλη της Αμερικής, εντούτοις η εκλογή Μαμντάνι δίνει το στίγμα ότι το κλειδί στις αμερικανικές εκλογές είναι ακριβώς εάν μπορεί κάποιος να διευρύνει το εκλογικό σώμα και να φέρει στο προσκήνιο νέες δυνάμεις, κάτι που είχε ήδη καταγραφεί και στις προεκλογικές εκστρατείες του Μπέρνι Σάντερς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να δαιμονοποιήσει τον Μαμντάντι, ιδίως από τη στιγμή που συστηματικά προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα «εχθρικών πόλεων» τις οποίες θα πάει να σώσει από την εγκληματικότητα και την «παράνομη μετανάστευση», όμως την ίδια στιγμή αυτά που έγιναν στη Νέα Υόρκη δείχνουν και τον δρόμο για το πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένα αντίπαλο δέος μέσα ακριβώς από τη στροφή στα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και την ανασυγκρότηση μιας κοινωνικής βάσης με πυρήνα τους εργαζομένους και την ολοένα και πιο πιεσμένη μεσαία τάξη και άξονα τα οξυμμένα προβλήματα ξεκινώντας από την κρίση κόστους ζωής. Απέδειξε ταυτόχρονα ότι η φιλοϊσραηλινή τοποθέτηση δεν είναι υποχρεωτική ούτε και η υιοθέτηση ταυτοτήτων φαινομενικά περιθωριακών όπως αυτή του «δημοκρατικού σοσιαλιστή».
Σίγουρα, η επόμενη μέρα δεν είναι εύκολη σε μια πόλη με μεγάλα προβλήματα, μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις και πλήθος συμφερόντων που θα μπορούν να σταθούν εμπόδιο. Και παρότι τα πολιτικά πράγματα της Νέας Υόρκης να μοιάζουν πολύ μακρινά σε σχέση με άλλα τμήματα της «βαθιάς Αμερικής» (εκεί που ο Τραμπ έδειξε ότι μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση), εντούτοις είναι σαφές ότι ο πολιτικός αντίκτυπος είναι μεγάλος. Και αυτό γιατί αποδεικνύει ότι η απλή προσπάθεια κατάληψης του χώρου του Κέντρου, που αποτελεί δεκαετίες τώρα τη μόνιμη αναφορά του Δημοκρατικού Κόμματος ως προς τις εθνικές εκλογές, δεν είναι μονόδρομος και ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική κατεύθυνση.