Η αθέατη πλευρά της πρόωρης αποπληρωμής: λιγότερο χρέος με λιγότερη ρευστότητα

Η πρόσφατη απόφαση του ESM και του EFSF να δώσουν στην Ελλάδα «παραίτηση» από την υποχρέωση αναλογικής πρόωρης αποπληρωμής προς τους δύο ευρωπαϊκούς μηχανισμούς παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως μια μεγάλη επιτυχία που ανοίγει τον δρόμο για μια νέα, τρίτη πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF) ύψους 5,29 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από αυτή την κίνηση υπάρχει μια πιο σύνθετη εικόνα, με ορισμένα υπαρκτά οφέλη αλλά και πλευρές που αποσιωπούνται συστηματικά στη δημόσια συζήτηση.
Καταρχάς, η πρόωρη αποπληρωμή αυτή επιτρέπει στη χώρα να μειώσει το υπόλοιπο των διμερών δανείων του 2010, τα οποία έχουν πλέον κυμαινόμενο επιτόκιο που ακολουθεί την άνοδο των ευρωπαϊκών επιτοκίων. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα γλιτώνει κάποιους τόκους στο μέλλον, γεγονός που αναγνωρίζεται και από τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το όφελος «περιθωριακό». Παράλληλα, η κίνηση αυτή στέλνει ένα θετικό σήμα προς τις αγορές, συνεχίζοντας τη γραμμή διαχείρισης χρέους που είχε ξεκινήσει με την αποπληρωμή του ΔΝΤ το 2019 και το 2022. Οι αγορές τείνουν να ανταμείβουν χώρες που δείχνουν ότι μπορούν να αποπληρώνουν παλαιότερα, ακριβότερα δάνεια χωρίς να δημιουργούν νέους κινδύνους, και αυτό βοηθά έμμεσα στη διατήρηση χαμηλότερων spreads και καλύτερων όρων δανεισμού στο μέλλον.
Ωστόσο ,πίσω από την αισιόδοξη κυβερνητική ρητορική κρύβεται το γεγονός ότι τα 5,29 δισ. δεν προκύπτουν από κάποιο νέο δημοσιονομικό «περιθώριο» ούτε από οικονομική υπεραπόδοση. Αντίθετα, προέρχονται από τον ειδικό λογαριασμό ταμειακών διαθεσίμων(cash buffer), δηλαδή από το λεγόμενο «μαξιλάρι» ρευστότητας που δημιουργήθηκε στο τέλος του προγράμματος του ESM ως ασφάλεια σε περίπτωση πίεσης στις αγορές. Με την πρόωρη αποπληρωμή των GLF μειώνεται το μαξιλάρι αυτό – και μαζί του η άμεση ικανότητα της χώρας να αντέξει ενδεχόμενες εξωτερικές αναταράξεις. Όσο μικρότερη είναι η ταμειακή ασφάλεια, τόσο πιο εκτεθειμένη είναι η Ελλάδα σε πιθανές κρίσεις στις διεθνείς αγορές ομολόγων ή σε αναταράξεις της πραγματικής οικονομίας, που θα απαιτούσαν ταχεία πρόσβαση σε ρευστό. Με άλλα λόγια, η απόφαση της πρόωρης αποπληρωμής έχει αντίτιμο: μια μικρή μείωση χρέους με αντάλλαγμα μια εξίσου μικρή μείωση του χρηματοοικονομικού μαξιλαριού.
Παράλληλα, αν και η κυβέρνηση παρουσιάζει την πρόωρη αποπληρωμή ως ένδειξη ενίσχυσης της ελληνικής αυτοδυναμίας έναντι των θεσμών, στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα στην εποπτεία που ασκούν ο ESM και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα δάνεια των δύο ευρωπαϊκών μηχανισμών παραμένουν μακράν τα μεγαλύτερα στο ελληνικό χρέος, συνεπώς διατηρούνται τόσο το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (Early Warning System) όσο και το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Η πρόωρη αποπληρωμή των GLF αφορά ένα πολύ μικρό τμήμα του συνολικού χρέους, περίπου το 1%, και δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη σχέση της χώρας με τους βασικούς επίσημους πιστωτές της.
Υπάρχει επίσης μια πολιτική πτυχή που συνήθως παραλείπεται. Το waiver που εγκρίθηκε δεν αποτελεί κάποια μοναδική χειρονομία εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα. Είναι η τρίτη φορά που οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δίνουν παρόμοια έγκριση, είτε για την αποπληρωμή του ΔΝΤ είτε για προηγούμενες προπληρωμές GLF. Οι κυβερνήσεις του Βορρά το παρουσιάζουν στα κοινοβούλιά τους ως θετική εξέλιξη γιατί μπορούν να πουν ότι «οι Έλληνες επιστρέφουν τα χρήματα νωρίτερα», ενώ η ελληνική κυβέρνηση το εμφανίζει ως απόδειξη οικονομικής ισχύος. Στην ουσία, πρόκειται για μια τεχνική πράξη διαχείρισης χρέους που είναι αμοιβαία ωφέλιμη, αλλά δεν αλλάζει τους στρατηγικούς όρους της ελληνικής οικονομίας ούτε μετακινεί κάποια θεσμική γραμμή.
Το κρίσιμο, λοιπόν, δεν είναι αν η απόφαση είναι θετική ή αρνητική – είναι πράγματι θετική, αλλά μέσα στα όρια που η ίδια της η φύση επιτρέπει. Το κρίσιμο είναι να γίνει σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μικρή, τεχνικά λογική παρέμβαση στη δομή του χρέους και όχι σε μια ιστορική τομή. Η Ελλάδα εξαγοράζει λίγους μελλοντικούς τόκους με αντάλλαγμα μέρος της ρευστότητάς της, την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί δανειστές παραμένουν σταθερά στη θέση τους και η εποπτεία συνεχίζεται ακριβώς όπως πριν.
Σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας και υψηλών επιτοκίων, η ουσιαστική αξία της κίνησης είναι περισσότερο συμβολική παρά μεταμορφωτική. Χρήσιμη, αλλά όχι καθοριστική. Και σίγουρα πολύ πιο «νηφάλια» από τον θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω της.