Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς: Εθνική επέτειος ντροπής για την Ελλάδα

Σήμερα, 9 Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς, στην Ελλάδα θα έπρεπε να μοιάζει περισσότερο με εθνική επέτειο ντροπής.
Όχι γιατί «ανακαλύψαμε» τώρα τη διαφθορά, αλλά γιατί όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας παραμένει σταθερά στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση παριστάνει ότι ζει σε μια άλλη πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Transparency International για το 2024, η Ελλάδα έχει βαθμολογία 49/100 και κατατάσσεται 59η ανάμεσα σε 180 χώρες. Είναι 24η ανάμεσα στα 27 κράτη–μέλη της ΕΕ, στην κατηγορία των χωρών με «σοβαρό πρόβλημα διαφθοράς» και δεύτερη χειρότερη στην ευρωζώνη.
Πίσω από αυτούς τους «ψυχρούς» αριθμούς κρύβεται ένα τεράστιο, πολύ συγκεκριμένο κόστος. Δεν μιλάμε για «λίγα ψιλά». Σύμφωνα με εκτιμήσεις που επικαλείται η Transparency International Ελλάδος, η διαφθορά στον δημόσιο τομέα – μίζες, εξυπηρετήσεις, πολιτικά ρουσφέτια – κοστίζει στη χώρα έως και 14 δισ. ευρώ τον χρόνο. Την ίδια στιγμή, μελέτες για τη φοροδιαφυγή εκτιμούν ότι το κράτος χάνει από 6% έως 9% του ΑΕΠ ετησίως μόνο από φοροδιαφυγή, δηλαδή 11–16 δισ. ευρώ, ενώ περίπου 4% του ΑΕΠ χάνονται από απάτη στον ΦΠΑ και από λαθρεμπόριο καυσίμων, αλκοόλ και καπνικών. Αν προσθέσει κανείς τη σκιώδη οικονομία, που για την Ελλάδα εκτιμήθηκε στο 21,5% του ΑΕΠ, καταλαβαίνει ότι μιλάμε για ένα παράλληλο, άτυπο σύστημα ισχύος και πλούτου που έχει χτιστεί πάνω στη διαφθορά και την ατιμωρησία.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ είναι η πιο κραυγαλέα, πρόσφατη απόδειξη ότι η διαφθορά δεν είναι «παραφωνία», αλλά μέρος της κανονικότητας. Για χρόνια, φουσκωμένα κοπάδια, ανύπαρκτοι βοσκότοποι, «βοσκοτόπια» μέσα στη θάλασσα, εικονικές μισθώσεις γης και φανταστικοί δικαιούχοι έστησαν ένα σύστημα λεηλασίας των κοινοτικών ενισχύσεων μέσα από τον οργανισμό που υποτίθεται ότι εγγυάται τη διαφάνεια στη διαχείρισή τους. Με την αποκάλυψη του σκανδάλου, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από την ΕΕ – μόνο μία από τις υποθέσεις συνδέεται με πρόστιμο περίπου 415 εκατ. ευρώ – την ώρα που κάθε χρόνο η χώρα λαμβάνει γύρω στα 2 δισ. ευρώ αγροτικών επιδοτήσεων. Δεν πρόκειται απλώς για «λάθος υπηρεσιακών παραγόντων», αλλά για ένα δίκτυο πολιτικής κάλυψης, ρουσφετιών και πελατειακών πιέσεων, από το οποίο κάποιοι κέρδιζαν πολιτικά και άλλοι οικονομικά.
Και ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι εξαίρεση. Από τις πολεοδομίες και τις υπηρεσίες δόμησης μέχρι τις εφορίες και τους δήμους, το κράτος λειτουργεί σαν ένα συνεχές σύστημα μικρών και μεγάλων «τελών διέλευσης». Οι πρόσφατες υποθέσεις δωροδοκίας υπαλλήλων πολεοδομίας – όπως στην υπόθεση στη Ρόδο, όπου πολεοδόμος κατηγορείται ότι έπαιρνε «φακελάκια» για παράνομες οικοδομικές άδειες, με μετρητά κρυμμένα ακόμα και μέσα σε ηλεκτρικές συσκευές – δεν είναι «μεμονωμένα περιστατικά», αλλά η κορυφή ενός παγόβουνου αυθαιρεσίας που διαλύει κάθε έννοια ισονομίας. Στην τοπική αυτοδιοίκηση, κυκλώματα με εργολάβους, προμηθευτές και «ημέτερους» στήνουν ένα πάρτι αναθέσεων, από τη διαχείριση απορριμμάτων μέχρι τα δημοτικά έργα βιτρίνας. Στις εφορίες, η διακριτική «ευελιξία» στον έλεγχο και στην επιβολή προστίμων συχνά αποφασίζεται όχι με βάση τον νόμο, αλλά με βάση το ποιος έχει άκρες.
Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας βρίσκεται η πολιτική εξουσία, η οποία όχι μόνο ανέχεται αλλά και εργαλειοποιεί τη διαφθορά. Το σκάνδαλο των υποκλοπών – με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού κατά πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και πολιτών – ξεπερνά κατά πολύ το στενό πλαίσιο της «παράνομης παρακολούθησης». Δείχνει μια κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται το κράτος ως μηχανισμό ελέγχου, διαχείρισης πληροφοριών, χειραγώγησης θεσμών, όχι ως ουδέτερο εγγυητή δικαιωμάτων. Όταν οι ανεξάρτητες αρχές λοιδορούνται ή ευνουχίζονται, όταν οι έρευνες «σέρνονται» και οι πολιτικές ευθύνες εξαφανίζονται κάτω από νομικές δικαιολογίες, το μήνυμα που περνά στην κοινωνία είναι απλό: η εξουσία δεν λογοδοτεί.
Το πραγματικό δράμα, όμως, δεν είναι μόνο στα μεγάλα σκάνδαλα, στα δισεκατομμύρια που χάνονται, στα πρόστιμα της ΕΕ, στα headlines των διεθνών μέσων. Είναι στην καθημερινή, εσωτερικευμένη διαφθορά. Στο «φακελάκι» για να χειρουργηθείς πιο γρήγορα. Στο «γρηγορόσημο» για να πάρεις μια άδεια που δικαιούσαι. Στο να προσπεράσεις μια ουρά με «μέσο». Στην ιδέα ότι «αν δεν λαδώσεις, δεν γίνεται δουλειά». Το μικρό ψέμα στη φορολογική δήλωση, το «έλα μωρέ, όλοι έτσι κάνουν», η απόδειξη που «δεν χρειάζεται», το να σκανάρεις πού μπορείς να παρακάμψεις τον κανόνα, αυτά είναι τα κύτταρα ενός κοινωνικού DNA που εκπαιδεύεται να συγκατοικεί με τη διαφθορά.
Όταν η κυβέρνηση βολεύεται πολιτικά μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όταν διατηρεί ή ενισχύει τα παράθυρα της ατιμωρησίας, όταν δουλεύει με τις ίδιες πελατειακές λογικές στον διορισμό διοικήσεων, στη διαχείριση δημόσιου χρήματος, στις απευθείας αναθέσεις, τότε η διαφθορά δεν είναι απλώς μια παθολογία του συστήματος. Είναι το ίδιο το σύστημα. Γιατί ποιος επωφελείται; Εκείνος που μπορεί να διαπραγματευτεί ρυθμίσεις, δάνεια, συμβάσεις, πρόστιμα, με όρους προσωπικής ισχύος. Ποιος χάνει; Ο έντιμος επαγγελματίας, ο μικρός επιχειρηματίας που πληρώνει μέχρι τελευταίου ευρώ, ο εργαζόμενος που δεν έχει «άκρη» και περιμένει στην ουρά, ο πολίτης που βλέπει τον μισθό του να εξανεμίζεται από φόρους που δεν επιστρέφουν ποτέ σε ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες.
Το κόστος, λοιπόν, δεν είναι μόνο τα δισεκατομμύρια που χάνονται, τα πρόστιμα, η χαμηλή κατάταξη στους διεθνείς δείκτες. Είναι η διάβρωση της εμπιστοσύνης. Όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι «τίποτα δεν αλλάζει», όταν το αίσθημα δικαιοσύνης καταρρέει, όταν οι τραγωδίες – όπως το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη – συνδέονται ευθέως με χρόνια διαφθορά, παραλείψεις, αναθέσεις και πελατειακές σχέσεις, τότε η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι δημοκρατική.
Αν κάτι επιβεβαιώνει η σημερινή μέρα, είναι ότι η διαφθορά στην Ελλάδα δεν θα περιοριστεί με επικοινωνιακά τρικ και ευχολόγια. Χρειάζεται ρήξη με τις σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και τα δίκτυα συμφερόντων, διαφάνεια σε κάθε ευρώ δημόσιου χρήματος, ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου, προστασία των whistleblowers και πραγματικές ποινές για τους ισχυρούς – όχι μόνο για τον «μικρό» που έδωσε ή πήρε ένα φακελάκι. Κυρίως, χρειάζεται μια πολιτική ηγεσία που δεν θα φοβάται να συγκρουστεί με το ίδιο της το πελατειακό σύστημα, γιατί δεν θα ζει από αυτό.
Μέχρι τότε, η Διεθνής Ημέρα κατά της Διαφθοράς στην Ελλάδα θα είναι μια ειρωνεία. Ένας συμβολισμός που μας υπενθυμίζει ότι από τη μικροαπάτη για να προσπεράσεις την ουρά μέχρι τις μίζες εκατομμυρίων, έχει στηθεί ένα ολόκληρο καθεστώς. Και όσο αυτό το καθεστώς υπηρετείται – πολιτικά και οικονομικά – τόσο η διαφθορά θα παγιώνεται όχι απλώς ως πρακτική, αλλά ως κομμάτι του συλλογικού μας DNA.