Η αύξηση των δημοτικών τελών στο Ηράκλειο και το πραγματικό κριτήριο της αξιολόγησης

Η πρόσφατη απόφαση της Δημοτικής Αρχής να αυξήσει τα δημοτικά τέλη από το 1,05 ευρώ στο 1,50 ευρώ ανα τ.μ – μια θεαματική αύξηση σχεδόν 43% – προκάλεσε την αναμενόμενη πολιτική αντιπαράθεση. Και δικαίως. Κάθε αύξηση που αγγίζει τον οικογενειακό προϋπολογισμό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ελαφρά τη καρδία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που τα νοικοκυριά στενάζουν.
Ωστόσο, όσο εύκολο είναι να σηκώσει κανείς το δάχτυλο και να φωνάξει «χαράτσι», άλλο τόσο εύκολο είναι να πέσει στην παγίδα της μονοδιάστατης ανάγνωσης. Επομένως η συζήτηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αριθμούς αποκομμένους από την πραγματικότητα.
Η σύγκριση με άλλους δήμους δείχνει ότι, παρά την αύξηση, τα δημοτικά τέλη στο Ηράκλειο παραμένουν χαμηλότερα σε σχέση με όμορους δήμους και δήμους με παρόμοια χαρακτηριστικά: στα Χανιά ανέρχονται σε 1,97 ευρώ, στο Ρέθυμνο σε 1,65 ευρώ, ενώ σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας φτάνουν ψηλότερα. Αυτό δεν αναιρεί τη δυσκολία για τον δημότη, αλλά καταδεικνύει ότι η τιμολόγηση των υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού οφείλει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται.
Διότι το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η αύξηση είναι υψηλή ως ποσοστό, αλλά αν τα επιπλέον χρήματα θα μεταφραστούν σε απτή βελτίωση της καθημερινότητας. Με τα τέλη στα 1,05 ευρώ, το Ηράκλειο κατέγραφε εικόνες μιας πόλης που δεν απολάμβανε τις υπηρεσίες που δικαιούται: συχνές ελλείψεις στον ηλεκτροφωτισμό, ορατή υστέρηση στην καθαριότητα και συσσωρευμένα προβλήματα που χρονίζουν.
Η δημοτική αρχή, μέσω της αναλυτικής δήλωσης του Δημάρχου Αλέξη Καλοκαιρινού, παρουσιάζει μια σειρά δεδομένων που συνθέτουν το σκηνικό της τρέχουσας κατάστασης: μαζική αποχώρηση συμβασιούχων τα έτη 2024–2025, αδυναμία προσλήψεων μόνιμου προσωπικού, περιορισμένο ενδιαφέρον για κρίσιμες θέσεις οκτάμηνων συμβάσεων και αυξημένα κόστη λόγω του Πράσινου Τέλους, του ενεργειακού κόστους και της μισθοδοσίας. Το συνολικό κόστος των ανταποδοτικών υπηρεσιών για το 2026 υπολογίζεται σε 34,3 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Δήμος υπόσχεται να προχωρήσει στην αναδιάταξη των υπηρεσιών και στη λειτουργία τους με τη συνδρομή εξωτερικών συνεργατών. Ο ανοικτός διεθνής διαγωνισμός για τις υπηρεσίες καθαριότητας, που είχε καθυστερήσει λόγω προσφυγών, επανεκκινείται. Παράλληλα, για τον ηλεκτροφωτισμό έχει ήδη συναφθεί σύμβαση για την προμήθεια και τοποθέτηση 1.000 νέων φωτιστικών σωμάτων και 5.300 λαμπτήρων, με στόχο η πόλη να φωτιστεί εκ νέου από τα τέλη του 2025. Η βελτίωση της καθαριότητας αναμένεται-όπως η Δημοτική αρχή ισχυρίζεται- να αρχίσει σταδιακά και να σταθεροποιηθεί μετά την εγκατάσταση του αναδόχου του διεθνούς διαγωνισμού.
Η αναπροσαρμογή των τελών συνοδεύεται από διαφοροποίηση ανάλογα με τη χρήση, με υψηλότερες χρεώσεις για επιχειρήσεις που παράγουν μεγάλο όγκο απορριμμάτων και διευρυμένες απαλλαγές για τρίτεκνους, πολύτεκνους, ΑμεΑ και μονογονεϊκές οικογένειες με εισοδηματικά κριτήρια. Παράλληλα, δεν αυξάνονται τα τέλη κοινοχρήστων χώρων, άρδευσης, λαϊκών αγορών και ΤΑΠ, ενώ στα χωριά διατηρείται η χρέωση των 0,98 ευρώ.
Παρά τις επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να διατυπωθούν, είναι σαφές ότι η παρούσα αλλαγή δεν μπορεί να αξιολογηθεί άμεσα. Οι υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού είναι κατεξοχήν ανταποδοτικές: ο δημότης δεν κρίνει την τιμή απλά , αλλά την τιμή σε σχέση με το αποτέλεσμα. Το ερώτημα συνεπώς δεν είναι αν τα τέλη αυξήθηκαν κατά 45 λεπτά τον μήνα για ένα διαμέρισμα 100 τ.μ., αλλά αν αυτά τα 45 λεπτά θα αποδώσουν μια πόλη καθαρότερη, φωτεινότερη και λειτουργικότερη.
Κάθε κρίση για τη σκοπιμότητα της αύξησης οφείλει να γίνει όταν το νέο σύστημα καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού έχει πλήρως εφαρμοστεί. Το 2026 αποτελεί, κατά συνέπεια, το χρονικό σημείο στο οποίο μπορεί να γίνει ουσιαστική αποτίμηση. Αν οι υπηρεσίες βελτιωθούν αισθητά, η αύξηση μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Αν όχι, τότε θα αποδειχθεί ότι τα χρήματα των δημοτών δεν έπιασαν τόπο.
Σε μια περίοδο όπου η πολιτική συζήτηση συχνά κυριαρχείται από εύκολες καταγγελίες και υπερβολές, η αξιολόγηση μιας τόσο κρίσιμης απόφασης οφείλει να γίνει με νηφαλιότητα και με γνώμονα το αποτέλεσμα. Η καθαριότητα και ο φωτισμός είναι βασικοί πυλώνες της ποιότητας ζωής και η συζήτηση για τα δημοτικά τέλη δεν μπορεί παρά να καταλήγει στο αυτονόητο: η αξία μιας αύξησης κρίνεται μόνο από την ανταπόδοση που προσφέρει.